Σάββατο 18 Ιουνίου 2016

Ντίνος Χριστιανόπουλος "Έρωτας"




Νὰ σοῦ γλείψω τὰ χέρια, νὰ σοῦ γλείψω τὰ πόδια
ἀγάπη κερδίζεται μὲ τὴν ὑποταγή.
Δὲν ξέρω πῶς ἀντιλαμβάνεσαι ἐσὺ τὸν ἔρωτα.
Δὲν εἶναι μόνο μούσκεμα χειλιῶν,
φυτέματα ἀγκαλιασμάτων στὶς μασχάλες,
συσκότιση παραπόνου,
παρηγοριὰ σπασμῶν.
Εἶναι προπάντων ἐπαλήθευση τῆς μοναξιᾶς μας,
ὅταν ἐπιχειροῦμε νὰ κουρνιάσουμε σὲ δυσκολοκατάχτητο κορμί.





Ποιος  θα  δέσμευε    τον Έρωτα  μέσα  σε  λέξεις  περισσότερο  αδρά ,έστω  και  για  το  λιγοστό  μα πάντα  αιώνιο χρόνο της ανάγνωσης  ,περισσότερο σκληρά  και θυμωμένα , με τη δύναμη της παραίτησης , με το  θάρρος  της υποταγής ,με  την  περιβεβλημένη   με το μανδύα της  Χριστιανικής  αρετής   μα  τόσο  βαθιά  ευτελή  πράξη  της ταπείνωσης, ποιος  θα μπορούσε  να σκύψει  τόσο  λαίμαργα  μέσα στο «άλλο κομμάτι» και να  σύρει  προς τα έξω τέτοια  απωθημένα ; Ποιος ποιητής  μπόρεσε  να διαβάσει   καλύτερα τον Έρωτα τη στιγμή που εκείνος  έσβηνε  τα γράμματα κι άφηνε πίσω του θολά χνάρια και  γραμμές που η μία άρχισε  να μπαίνει  αδιάκριτα μέσα στην άλλη κι όλα  ξαναγίνονταν μελάνι; Ο σημαντικότερος  εν ζωή ποιητής της Θεσσαλονίκης, άτρωτος από τα βέλη των καιρών, αμέτοχος του εφήμερου της όποιας δόξας  των ποιητών, δάσκαλος πόνου  και  συνάμα λύτρωσης, «αμφιλαφής» στις  διαθέσεις  μα τόσο φειδωλός στη λεκτική ενσάρκωσή τους, ένας  πολιτισμένος πειρατής του μαύρου και του φωτεινού, με ανοιγμένα τα φτερά του πάνω από τις αναμνήσεις  του σώματος , παρατηρεί , σαρκάζει , μένει ενεός, αμφιταλαντεύεται , κοπιάζει να σωριάσει  λέξεις πάνω απ’ τα ερείπιά του, δίνει σώμα και παίρνει  πίσω έρεβος. Κι όλα  σα να μη συμβαίνει απολύτως τίποτα. Σα να μη γράφει για κοντινούς  θανάτους ….
Κώστας  Τσιαχρής  [Ν.Ν.]


Αλεξάνδρα Μπακονίκα "Μεταίχμιο"


Ταξίδευα με το αυτοκίνητο
ανηφορίζοντας ψηλά στο βουνό.
Νύχτα, έναστρος ουρανός,
το δασωμένο βουνό με τις στροφές του.
Εγκατέλειπα έναν έρωτα για να πάω σ' έναν άλλο.
Μεταίχμιο,
πυρακτωμένη μετάβαση.
Μετεωριζόμουν στο καινούργιο που με καλούσε.
Πάσχιζα να τιθασεύσω τους επίμονους απόηχους,
τις τόσες δονήσεις των συναισθημάτων μου
καθώς ταξίδευα.





ΣΧΟΛΙΟ  

Αυτή η αναμονή , ο αποχαιρετισμός του τετελεσμένου και η σχεδόν αναπόφευκτη -σαν ένα προσχεδιασμένο παιχνίδι - μετάβαση στο αδοκίμαστο έχουν κάτι μυστηριώδες ,ακόμη και προκλητικό . Επενδύονται με έναν απλό αλλά πυρετώδη λεκτικό βηματισμό ,όπου η κάθε φράση λειτουργεί ως λάκτισμα για το φανέρωμα μιας σοβούσας αγωνίας. Κι η αγωνία αυτή πηγάζει από την αβεβαιότητα του ίδιου του υποκειμένου , από την αδυναμία (ή μήπως απροθυμία) του να σφραγίσει αποφασιστικά το σεντούκι των αναμνήσεων...

Κώστας Τσιαχρής [N.N.]
Για  μία  από τις  πλέον ενδιαφέρουσες  ποιήτριες  της  Θεσσαλονίκης  





Τρίτη 14 Ιουνίου 2016

Δημήτρης Άλλος "ROTTA"








Είναι κάτι καράβια που περνούνε 
που διασχίζουν μαύρα τον ορίζοντα 
ώσπου μια μέρα είδα ένα
ν' αλλάζει ρότα και νάρχεται
ίσα κατεπάνω μου
υπολογίζοντας  την ταχύτητά του
έκανα λίγο περισσότερα από
όσα ήταν αναγκαία
γιατί φοβήθηκα
Αν εξαφθούν δύο δαμασμένες πιθανότητες αυτό που θα σπάσει δεν είναι το στριφτόπλεκτο πείσμα της πραγματικότητας μήτε το πύσμα της  γραφής αλλά το πόσο ψηλά ταξίδεψε επάνω απ το κεφάλι σου η πιο καλή σου σκέψη

όσο για το καράβι
σκόνταψε
επάνω σ' εκείνα τα λίγο περισσότερα βήματα
που έκανα ακόμα τότε -γιατί τότε
φοβήθηκα στ' αλήθεια
και αναλύθηκε το μαύρο καράβι
σε ένα πυροτέχνημα γέλιου (εκκωφαντικό)
ενός ανθρώπου που κρατάει
και με τα δύο χέρια την κοιλιά του
τώρα· δε φοβάμαι






Δευτέρα 13 Ιουνίου 2016

Βάσος Γεώργας [Σ’ ΕΝΑΝ ΦΙΛΟ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ]










για τον Νικόλα -


περπατάμε σε δρόμους μη επαρκώς φωταγωγημένους
αποφεύγουμε τις κεντρικές λεωφόρους
τριγυρνάμε μόνοι μας με μια σιωπή ανεπαίσθητη
στα χείλη μας σαν τραγούδι που μόνο εμείς το ακούμε
μιλάω σε χρόνο παρόντα – όχι από λάθος

τις νύχτες τριγυρνάμε μόνοι στην συνέχεια
του ουρανού που αγαπήσαμε σαν πατρίδα
χλωμοί ολοι μας σαν κατοικούντες επί κρημνών
με βουλιαγμένα όνειρα κι ανέγγιχτους πόθους
νερό τρεχάμενο στα χαντάκια της πατησίων
ύστερα από κατακλυσμιαία καταιγίδα
περήφανοι γι αυτό που είμαστε
ντροπιασμένοι γι αυτό που δεν γίναμε
πλούσιοι και ζητιάνοι σε αισθήματα
υπεύθυνοι για την επιμονή μας
υπεύθυνοι για τις εμμονές μας
να καούμε σαν σούπερ νόβα
στο άπειρο

που ναι τα γλέντια του ζορμπά;
τα ζεμπέκικα της ευδοκίας;
οι πενιές του ποτέ και πάντα τη κυριακή;
που τζαμάρει ο Χιώτης με τον Χέντριξ;
ποιος θα πεί στους ποιητές επιτέλους
να βγάλουν τον σκασμό;
που κρύφτηκε ο δράκος του κούνδουρου;
που ναι ένα πέλαγος βαθύ να μας χωρέσει;
που΄ναι τα βουνά και που΄ναι οι κάμποι
να βγώ να το φωνάξω με λατρεία
πως είμαι αμαρτωλός για όσα αγάπησα;
πόσα σκαλοπάτια έχει το υπόγειο
το σπίτι του λαού στον περισσό;
χαμογελάει ο τσετ μπέηκερ που τον ξέχασαν;

κοιταζόμαστε στα μάτια
γιατί μόνο εκεί
αχνοφαίνεται ο δρόμος που διαλέξαμε
κ᾿ η λάμψη απ᾿ τη φωτιά
που κατέκλυζε τις νύχτες μας
θα πάρω μαζί μου όσα ζήσαμε
επτασφράγιστα θα κρατήσω τα μυστικά μας
αγάπη και μίσος – δάκρυα και χαμόγελα
και θα τα περιφέρω λάβαρα με δεκανίκια
δεν σου λέω αντίο – θα σε βρω ξανά σύντομα
να συνεχίσουμε τις νύχτες να τριγυρνάμε μόνοι
στα  χέρια μας να κρατάμε ξεριζωμένες τις καρδιές μας
γεμάτοι πόνο βουβοί να χανόμαστε στ δειλινά
τώρα που το ξέρουμε πως όλα χάθηκαν
πληρώνοντας κάθε μέρα το προσωρινό
αυτού του κόσμου σαν κτήμα τάφου

γι αυτό δεν θα σου πω ποτέ αντίο



Δευτέρα 6 Ιουνίου 2016

Κώστας Τσιαχρής "Οφειλή"

Από το  "Νέο Νόημα"



Και τώρα πρέπει
μέσα στα τόσα κλαδιά
στ' αγκάθια που υπόσχονται αίμα
στο πράσινο με τις θηλιές του
στους βλαστούς χωρίς το φως της άνοιξης
πρέπει
με τα χέρια μου άμαθα
με το μυαλό μου απότομο και φρενιασμένο
με τόσο παρόν και με τόση λήθη
τραβώντας με το τσιμπιδάκι
τα όνειρα απ' τα μάτια
πρέπει
με τη λύπη στα κατάρτια
με την ποίηση γκρεμό
Πιο κοντά στο κτήνος
και λιγότερο στον άνθρωπο
Ν' ανοίξω πρέπει τις καταπακτές
να βγουν σαν τα ποντίκια
τρομαγμένες όλες μου οι φωνές
και σταθερά
με τη χορδή του τόξου τεντωμένη
να τις ρίχνω κάτω
και να βγάζουν τελευταία φορά
μια μουσική από άηχες νότες
Τόσο απόκοσμη
που αυτός ο κόσμος
με τα φανερά και τ΄αφανέρωτά του
να σαστίζει


Σάββατο 4 Ιουνίου 2016

Κώστας Τσιαχρής "Η ραγισματιά"




Χτύπησες  με τρόπο αδιάφορο
κι   έσπασε ένα τζάμι 
μέσα  στο  παιδί  που κρύβεται  
κάτω  απ' το στήθος  μου
        Γεμάτος  πανικό
κατέβασα  τα χέρια μου  απ' τον  ουρανό  
και σήκωσα  -δέρμα  γυμνό-  τα θρύψαλα 
να μην  προλάβει η ραγισματιά  
να φτάσει  ως την καρδιά  του 
        Να  μείνει 
μέχρι τέλους   ήλιος 
με γαλάζιο  φανελάκι 
και στα  μάτια  του  να  γίνονται   τα   κύματα
συνέχεια    ζωγραφιές  

Από  το  "Νέο Νόημα"  
[Ν.Ν.]