Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2016

Κώστας Τσιαχρής "Μυστήριαι αι βουλαί"



Μυστήριαι  αι βουλαί  του δημίου
Όταν προσήλθα στο ικρίωμα
με μια προσποιητή συντριβή
που δε θα’ πειθε μήτε  ηλίθιο
πόσο μάλλον κόλακα
και  κάτω από το βλέμμα
πλάνταζε  ηχηρά η αδιαφορία 
Μυστήριαι

Μυστήριαι  αι βουλαί  του δημίου
Όταν  πλησίστιος  δήθεν
τράβηξα κοντά  μου την αγχόνη
ατάραχος  εκείνος
έλαμπαν  στα χέρια μου τα δώρα 
της  εξαγοράς
αχάτης  λαζουρίτης  λίθος  χαλκηδόνιο
το’ νιωθε  πως όλο  τούτο
ήταν  θεατρινισμός
Μυστήριαι

Μυστήριαι  αι βουλαί  του δημίου
Που μόλις είπα ο θάνατος
είναι  το βρέφος
που παράτησε  η ελπίδα στο κατώφλι μου
έβγαλε μια   κουδουνίστρα
και  μου  πλάνεψε  τον τρόμο
Έκλεισα  το σώμα  Άνοιξα την ποίηση
μιαν οχλοβοή
από λέξεις ανυπόφορες
Περίπου αντιστεκόμουνα
Μυστήριαι

Μυστήριαι  αι βουλαί  του δημίου
Σε καιρούς  ανύποπτους
σε μέρες  πλησμονής κι ευθυκρισίας
όταν ζητάνε επί πίνακι
την άρνησή  σου
Αρνείσαι  την ανάσταση υπό όρους
νέας ομηρίας Αρνείσαι;
Τον κλειδούχο, την υπόσχεσή του
για  ξεκλείδωμα του ονείρου Αρνείσαι;
Τις   βουλές  δημίων  θηρίων
επιτηδείων  Αρνείσαι;
Τα διατάγματα   Τα  πορίσματα
Τα κηρύγματα;
Και τάχα τι να πρωτοαρνηθώ;
Μυστήριαι

Μυστήριαι  αι βουλαί  του δημίου
Που αντί να σπρώξει  το σκαμνάκι
Μ’ ένα παραλήρημα θριάμβου
έπεσε  στα γόνατα
μου γλύκανε τα  πόδια
με τα πιο ακριβά  φιλιά
ψιθύρισε  ενεός
Θα  σου έρχομαι  τις  Κυριακές
απέξω απ’ το παράθυρο
και  σαν  τη γάτα  εφτά  ζωές
θα  τις ξοδέψω  στην  ταπείνωση
και  στ’ αποφάγια   της καρδιάς  σου
ώσπου να πεις :  άφες
άφες  αυτόν
Μυστήριαι

Μυστήριαι  αι βουλαί  του δημίου
Που κατεβαίνοντας  κατεβαίνοντας
ως το σκληρότερο  πέτρωμα της αλήθειας
δεν έμαθα ποιος  απ’ τους   δύο 
πιότερο  είναι  θεατρίνος
Μόνο  αυτό –
Καλό του παρανάλωμα
σ’  όποιον ανακατεύεται  με μάγματα
Μυστήριαι