Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2018

Κώστας Τσιαχρής "Ο διανομέας"



Έτσι που ανέβαινε
λαχανιασμένος ως την τελευταία του λέξη
σέρνονταν στις σκάλες  τα φτερά
έμπηγε τις φωνές η καθαρίστρια
Ανάθεμα την ώρα που γεννιόσουν άγγελος
απ'την αρχή σου κι απ'το τέλος φαντασμένος
Χτύπαγε με νεύρο τα κουδούνια
έσφιγγε στο στόμα τον αέρα
σα λαγωνικό πονούσε τις φωνές
Ώσπου τον έπιασε απ'το φωτοστέφανο
ένας άντρακλας αγουροξυπνημένος
τι χτυπάς ρε φίλε απ'τις οκτώ;
Ακόμα βράζει ο ύπνος  στα σεντόνια μας
Το ψωμί μου βγάζω κύριε διαμαρτύρονταν
κι έκανε για  σινιάλο επιβεβαίωσης 
τα έντυπα  που κράταγε  στο χέρι
το  ψωμί μου που πώς να συντηρείς φτερά
πώς  να μοιράζεις την αθανασία πώς
σε  τέτοιους άθλιους ουρανούς;