ἀμφί μοι Ἴλιον, ὦ
Μοῦσα, καινῶν ὕμνων
ἄεισον ἐν δακρύοις
ᾠδὰν ἐπικήδειον·
νῦν γὰρ μέλος ἐς Τροίαν ἰαχήσω,
τετραβάμονος ὡς ὑπ᾽ ἀπήνας
Ἀργείων ὀλόμαν τάλαινα δοριάλωτος,
ὅτ᾽ ἔλιπον ἵππον οὐράνια
βρέμοντα χρυσεοφάλαρον ἔνο-
πλον ἐν πύλαις Ἀχαιοί·
ἀνὰ δ᾽ ἐβόασεν λεὼς
Τρῳάδος ἀπὸ πέτρας σταθείς·
«ἴτ᾽, ὦ πεπαυμένοι πόνων,
τόδ᾽ ἱερὸν ἀνάγετε ξόανον
Ἰλιάδι Διογενεῖ κόρᾳ.»
τίς οὐκ ἔβα νεανίδων,
τίς οὐ γεραιὸς ἐκ δόμων;
κεχαρμένοι δ᾽ ἀοιδαῖς
δόλιον ἔσχον ἄταν.
πᾶσα δὲ γέννα Φρυγῶν
πρὸς πύλας ὡρμάθη,
πεύκᾳ ἐν οὐρείᾳ
ξεστὸν λόχον Ἀργείων
καὶ Δαρδανίας ἄταν θεᾷ δώσων,
χάριν ἄζυγος ἀμβρότα πώλου.
κλωστοῦ δ᾽ ἀμφιβόλοις λίνοιο, ναὸς ὡσεὶ
σκάφος κελαινόν, εἰς ἕδρανα
λάϊνα δάπεδά τε φόνια πατρί-
δι Παλλάδος θέσαν θεᾶς.
ἐπὶ δὲ πόνῳ καὶ χαρᾷ
νύχιον ἐπὶ κνέφας παρῆν,
Λίβυς τε λωτὸς ἐκτύπει
Φρύγιά τε μέλεα, παρθένοι δ᾽
ἀέριον ἀνὰ κρότον ποδῶν
βοάν τ᾽ ἔμελπον εὔφρον᾽· ἐν
δόμοις δὲ παμφαὲς σέλας
πυρὸς μέλαιναν αἴγλαν
*** ἔδωκεν ὕπνῳ.
ἐγὼ δὲ τὰν ὀρεστέραν
τότ᾽ ἀμφὶ μέλαθρα παρθένον,
Διὸς κόραν [Ἄρτεμιν] ἐμελπόμαν
χοροῖσι· φοινία δ᾽ ἀνὰ
πτόλιν βοὰ κατεῖχε Περ-
γάμων ἕδρας· βρέφη δὲ φίλι-
α περὶ πέπλους ἔβαλλε μα-
τρὶ χεῖρας ἐπτοημένας·
λόχου δ᾽ ἐξέβαιν᾽ Ἄρης,
κόρας ἔργα Παλλάδος.
σφαγαὶ δ᾽ ἀμφιβώμιοι
Φρυγῶν, ἔν τε δεμνίοις
καράτομος ἐρημία
νεανίδων στέφανον ἔφερεν
Ἑλλάδι κουροτρόφῳ,
Φρυγῶν δὲ πατρίδι πένθη.
……………………………………………………………………………………………..
Με δάκρυα
και με ανήκουστο τραγούδι , Μούσα,
ψάλλε
μου για το Ίλιο μοιρολόγι.
Τώρα
απ΄ το θρήνο θα αντηχήσει η Τροία
που χάθηκα η δόλια , αιχμάλωτη, από ένα
άρμα
όταν στις
πύλες μας με βρόντο δυνατό οι Αργίτες
αφήκαν χρυσοποίκιλτο άλογο
με γεμισμένη
την κοιλιά του με όπλα
Πάνω
στα τείχη στάθηκαν τα πλήθη της
Τρωάδας
κι
αναφώνησαν :
«Εμπρός
, τώρα που πάψανε τα πάθια μας ,
πάρτε το
άγιο ξόανο , ανεβάστε το
στην πόλη
, δώρο για
τη Διογέννητη παρθένα του Ιλίου»
Και ποια από
τις κοπέλες μας δεν πήγε τότε ;
Ποιος γέροντας
δε σήκωσε το πόδι του απ΄το κάστρο
;
Όμως
δοκίμασαν για τα καλά το δολερό
φαρμάκι
κι ας ήταν
βουτηγμένοι στη χαρά και στο τραγούδι
Όρμησαν προς
τις πύλες
όλα τα
βλαστάρια των Φρυγών
για να
προσφέρουν στη θεά
τη σκαλιστή
παγίδα των Αργείων
από βουνίσιο
πεύκο καμωμένη
Τρανό κακό
για ολάκερη τη Δαρδανία
για χάρη της
αθάνατης παρθένας
Και με
σκοινιά από κλωστό λινάρι
αμφίπλευρα ,
σα σκοτεινό καράβι,
απίθωσαν το
ξόανο σε μαρμαρένιο θρόνο
σε
τελεστήριο δάπεδο , στον οίκο της Παλλάδας
Κι ολονυχτίς
ο αυλός με φρυγικούς σκοπούς
σφύριζε για χαρές και βάσανα
κι οι κόρες
τραγουδούσαν
μ’ αέρινες
πατημασιές και με χαρμόσυνες φωνές
Και μες στα σπίτια η δυνατή λαμπάδα της φωτιάς
έδινε
πια τη θέση της στο σκοτεινό
καπνό του ύπνου .
Τότες εγώ
για τη βουνίσια μας θεά την Άρτεμη
του Δία
παρθενοκόρη
γύρω από το
ναό της έψαλα ένα χορικό τραγούδι.
Μα να μια
φονική βοή κυρίεψε τα Πέργαμα της πόλης.
Κι άρπαζαν
τα μωρά στα τρομαγμένα χέρια τους
τους πέπλους
των μανάδων .
Μέσα από την παγίδα πρόβαλε ο πόλεμος ο Άρης ,
δουλειά της
Αθηνάς, και γύρω απ΄τους βωμούς
παντού σφαγή
περίμενε τους Φρύγες
Πόσα κεφάλια
κόπηκαν
και στα
κρεβάτια έπεσε ερημιά
κι ήρθανε λάφυρο
τα στέφανα των κοριτσιών
στα
παλληκάρια της Ελλάδας,
μα στη Φρυγία την πατρίδα τους το μαύρο πένθος
Απόδοση :Κώστας Τσιαχρής
…………………………………………………………………………….
άπήνη τετραβάμων=το τέθριππο, άρμα με τέσσερα άλογα
δοριάλωτος=αιχμάλωτος
χρυσεοφάλαρος= που έχει χρυσά
κοσμήματα
ούράνια =σφοδρά
οὒρειος =ορεινός, βουνίσιος
άμφίβολος =που περιβάλλει από τις δύο πλευρές
κελαινός=σκοτεινός
λάϊνος= μαρμάρινος, πέτρινος
φόνιος=φονικός
κνέφας= ξημέρωμα , λυκαυγές
Λίβυς λωτός=αυλός
όρέστερος =ορεινός , αγροτικός
πτόλις =πόλη
Πέργαμος-η ακρόπολη της Τροίας