Σάββατο 24 Απριλίου 2021

Ευθυμία Γιώσα Οι αναχωρητές έχουν κιόλας βαρεθεί στην Εδέμ : Μία κριτική ανάγνωση

 



   Ας ξεκινήσουμε με μια κοινοτοπία   : η καλή ποίηση  αφήνει εγκαύματα . Από την πρώτη κιόλας  ανάγνωση. Ακολούθως   εξελίσσεται  σε αποτέφρωση των όσων μέχρι τώρα έζησε ,σκέφτηκε , δοκίμασε και κουβάλησε  πάνω του   αυτός που  τη διαβάζει . Αποτέφρωση που την αισθάνεται  λυτρωτική , γιατί  «τα όμορφα  μυαλά  όμορφα καίγονται», για να παραφράσω τον τίτλο μιας παλιότερης  ταινίας του Ντραγκόγιεβιτς. Ύστερα τινάζοντας   από πάνω του στάχτες  κι αποκαΐδια    , βλέπει  πάλι τη δροσιά   . Βαθαίνει  η  γλώσσα  του ως εκεί που η ποίηση  σκάβει   και συναντά  το ανέγγιχτο ύδωρ  .

   Ας συνεχίσουμε με μια άλλη κοινοτοπία  :  το ωραίο δε χρειάζεται χιλιόμετρα ύλης ή ιδέας  , για  να σαρκωθεί. Του αρκεί  η ελάχιστη επικράτεια , το ένα  χιλιοστόμετρο , για να αποδείξει την εκτοπιστική  του δύναμη .Καταφέρνει     με  το σώμα νάνου να ρίχνει  σκιά  γίγαντα .

    Μικρό  σε μέγεθος  και σε  περιεχόμενο  το  βιβλίο της  Ευθυμίας  Γιώσα (είθε να συνεχίσει με τέτοιες   διαστάσεις) , αλλά  με σκιά γίγαντα. Όπως ακριβώς η  στεγνή μορφή  στο  εξώφυλλο,   που μοιάζει με την κορυφή  από  ένα βουνό ύπαρξης . Αν και  δε  συμπαθώ  τις ορολογίες  , η ποίησή της  συνομιλεί  με το υπαρξιακό , χωρίς να μπαίνει  στο  κλουβί  μιας  υπαρξιστικής απεραντολογίας . Τα υλικά  είναι  όσο σάρκινα   κι όσο  άυλα  πρέπει. Μήτε  πόντο  παραπάνω. Και τα φαντάσματα  προτιμούν τα «οριστικά άρθρα» . Σαν  μια  παραξενιά   της  μεταφυσικής  τους  καθημερινότητας  , σαν μια «εθιμοτυπική  επίσκεψη»  στο  απτό  και στο  συγκεκριμένο, που την αντέχουν  μόνο από  ανάγκη . Για  λόγους  διανυκτερεύσεως. Μέχρι  να ξημερώσει  και  να δείξουν την αληθινή χροιά της φωνής τους  , «σαν  ηπειρώτικο  μοιρολόι».

     Είτε πρόκειται για    πεζή μορφή  ποιημάτων   είτε      για   ποιητική  εκφορά  αφηγημάτων (  αδιάφορες πλέον τέτοιες  κατηγοριοποιήσεις ) , το  χτυποκάρδι της ποίησης ακούγεται παντού . Κυριεύει   τους άλλους ήχους   και    τους    «τραγουδοποιεί»  .  Η  αφηγηματική  ροή είναι  χαλαρή , ασπόνδυλη . Γίνεται απλώς το όχημα  που βοηθά στο αναποδογύρισμα των  λέξεων  και  των  εννοιών  , ώστε να  αποκαλύψουν  -πάντοτε με   έναν διακριτικό αλλά στιβαρό  τρόπο -  το  ποιητικό  τους  βάθος. Κι εκεί  που  τα «Σώματα  πτερόεντα» αφηγούνταν  με έναν τύποις  γραμμικό  τρόπο  μια πορεία  από   τη γένεση  στην αποσύνθεση , στο παρόν  βιβλίο  εγκαταλείπεται  η γραμμικότητα  και  προτάσσεται  η  τεχνική  των στιγμιότυπων  . Ο       χωροχρόνος    δε στον οποίο  πραγματώνεται η αφήγηση πατάει με το ένα πόδι  στο εδώ και με το άλλο στο επέκεινα.  Η  επανάσταση   αρχίζει  από τα άστρα   και   στο   τέλος  «οι επαναστάτες  έχουν τα ονόματά μας» , θυμίζοντάς  μας  ότι  είμαστε  απλώς  μια  μικρή ουρά του σύμπαντος  κι ότι αλλού τελούνται  πρώτα τα μεγάλα  συμβάντα της ύπαρξης.

     Στο  πλαίσιο  αυτό , οι τρεις μεταθανάτιοι μονόλογοι :  του  Καίσαρα ,  της  Πορκίας   και   του Βρούτου  σηματοδοτούν   ένα  τρίγωνο που  περικλείει  τη χαμένη   αίγλη  , την  αφοσίωση  και  την προδοσία .  Τρία  φαντάσματα  μονολογούν   - ή  προτιμότερα  απολογούνται -    για  τα πεπραγμένα  και  τα απωθημένα  τους  , εκθέτοντας   το καθένα  τη δική του εκδοχή για  τη δολοφονία του Καίσαρα. Τρεις  θεατρικές   αποδόσεις   του ίδιου  δράματος  με κοινό στοιχείο   την  άρνηση .  Ο    Καίσαρας  στο  μεταίχμιο  της απόφασης  να διαβεί τον Ρουβίκωνα  και   έχοντας  πια επίγνωση   της  ματαιότητας  του εγχειρήματος  , αρνείται    να  αψηφήσει   τους οιωνούς της  Καλπουρνίας . Η  Πορκία   εμμονικά  προσηλωμένη  στο πάθος της  αρνείται   να το παρακάμψει  και να ξεσκεπάσει  τον αληθινό  χαρακτήρα της πράξης του Βρούτου  . Ο Βρούτος , τέλος , αρνείται τον Βρούτο κι επινοεί  στη συνείδησή του, σκάβοντάς  την   βαθύτερα ,   μία άλλη βολική   ερμηνεία  της προδοσίας   του .

     Από  τις όχθες του Ρουβίκωνα  μεταφερόμαστε  έπειτα  «Μεταξύ  Πατησίων και Κάνιγγος», όπου  οι Κυριακές   γίνονται   πεδία  προετοιμασίας  θριάμβων και  όπου  «υπάρχει ένα  ξεχασμένο πικάπ που παίζει  από το πρωί   τραγούδια αρκούντως διαμπερή». Εκεί   ο  γάτος του  Τσεσάιρ  , έχοντας δραπετεύσει από   τη χώρα  των θαυμάτων της  Αλίκης  ,  ενώνει το  αστικό  τοπίο  με   το παραμύθι  , για να  «γίνουν οι  Δευτέρες  η Κυριακή  που  δεν ξέραμε να διεκδικήσουμε» . Αλλά όσο ελκυστική ή ανώδυνη   κι αν  φαίνεται  η είσοδος  σε αυτή την  αστική  ουτοπία , προσωπικά μου φέρνει στο νου τους στίχους  για  την ποίηση    ενός  εξαιρετικού Ρουμάνου ποιητή  ,  του   Nicolae Labiș   : « Όσο κι αν είναι μ’ άχραντα κλαδιά και με σιωπή υφασμένη,/ με κρύσταλλα ολοδιάφανα που σπάζουν και σπιθοβολάνε, / τρέμε σαν μπαίνεις μέσα της ως τρέμεις το χειμώνα μεσ’ το δάσος/  γιατί, μεσ’ απ’ τους πάγους λάμποντας μάτια αγριμιών σε βλέπουν» .  Υπό  παρακολούθηση  αγριμιών  ο αναγνώστης  και   εδώ .

    Για  να  εισέλθει  αργότερα   σε μία  ωμή  εξομολόγηση. Σε  ένα   οδοιπορικό      που  θα τον ξαφνιάσει με  την   ποιητικότητα  των αλλεπάλληλων  ερμηνειών της  λέξης  «μόνος» . Όπου  η  μοναξιά  λαμβάνει  απροσδόκητα   σχήματα  και  παραστάσεις . Όπου η προφορά  οδυνηρών  λέξεων πρέπει να γίνεται  μεγαλόφωνα . Όπου η ανάγκη  για επικοινωνία  εκτονώνεται  μέσω  των ανθρώπων που θα γεννηθούν στο μέλλον .   Όπου  η ανακωχή με τα καθημερινά αντικείμενα  γίνεται μια  επιλογή  ανάγκης. Όπου αντιστρέφονται  οι αναπνευστικές  λειτουργίες  στις  ανηφόρες  και στις κατηφόρες  . Όπου η αγάπη  προσφέρεται με το ίδιο άγχος  που αγγίζει κανείς  κάτι εύθραυστο.  Όπου  «μόνος  σημαίνει  να έχουν την έγνοια  σου οι φουσκάλες του καφέ».  Έτσι   που  η μοναξιά  γίνεται  αυτό  που  γράφει ο  Ρίλκε  «Ω άγια μοναξιά μου, είσαι τόσο  / πλούσια κι αγνή και πλατιά,  /  σαν ύπνος που απ’ τον ύπνο βγαίνει»

    Ωστόσο , στο  έργο αυτό  ο εσωτερικός  κόσμος  δεν πορεύεται  μόνος του  και δε γυρίζει αυτάρεσκα  γύρω από τον εαυτό του.  Η  αυτοαναφορικότητα  και  η εξωστρέφεια  συνυπάρχουν αρμονικά .  Οι  απονενοημένες     πράξεις  διαμαρτυρίας , οι άδικοι φόνοι εξεγερμένων συνειδήσεων , η αντισυμβατικότητα   γίνονται  πηγή  συγκίνησης  για  την ποιήτρια  και  φέρνουν στην επιφάνεια  τις  κοινωνικές  και πολιτικές  ανησυχίες  της . Πάντοτε  όμως  με έναν  τρόπο  που  επιτρέπει  στην  αφηγηματική   φωνή  να    εκφράζει  αυτές  τις ανησυχίες  με    συνειρμικές  αναφορές  σε πρόσωπα ,  κείμενα , ιστορικά  γεγονότα   ή  εσωτερικές  καταστάσεις   .  Στο  αφήγημα  «Ενώ τρώω ψωμί»    η  επί τρεις  φορές  καθημερινή   κατανάλωση  του ψωμιού  γίνεται ένας  ιδιότυπος  φόρος τιμής  στον    θάνατο  ενός   δεκαπεντάχρονου  παιδιού , το  οποίο πήγαινε  να  αγοράσει   ψωμί  στη διάρκεια  διαδηλώσεων  στην Τουρκία . Την ίδια στιγμή όμως  , διαπλέκονται στην αφήγηση η  βιβλική  ιστορία του  Πέτρου  ( μαθητή του  Ιησού )  ο οποίος έκοψε το  αυτί  του  Μάλχου  ( υπηρέτη του αρχιερέα  Καϊάφα , συνεργού  στη σύλληψη  του Ιησού )  , ο  Χάμιλτον  Νάκι  ( μαύρος  χειρουργός   από τη Νότια Αφρική , ο οποίος έλαβε  μέρος  στην πρώτη  επιτυχημένη μεταμόσχευση  καρδιάς)  και  ο ήρωας - βασιλιάς  του  ποιήματος  Spleen  του   Baudelaire  , ενώ ο αναγνώστης  συνειδητοποιεί  ότι  ο   αφηγητής  είναι το ίδιο το νεκρό παιδί .

    Συχνά   η απόσταση   μεταξύ  ονείρου  και πραγματικότητας  είναι  μικρότερη  από όσο  μία διαδρομή «μεταξύ Ιουλιανού και Μαικήνα».  Το αστικό  τοπίο εξαϋλώνεται και παίρνει την όψη  μιας σύγχρονης  Εδέμ (  «Κάποτε , στην πόλη , διάγουμε ονειρικές καθυποτάξεις» )  , η οποία εντούτοις   δεν αποβάλλει ποτέ το κολαστήριο πρόσωπό  της και στην οποία  συμβιώνουν  δράκοι , επαναστάτες  και  η Βεατρίκη   από τη Θεία Κωμωδία του Ντάντε . Συχνά  η ρουτίνα  σε ένα τέτοιο  τοπίο   παίρνει την όψη    μιας παράστασης , η οποία  περιλαμβάνει  όλες  τις αποχρώσεις  του τραγικού : από την ωμότητα  ως  την αποδοχή   κι έπειτα  ως  στην επαγρύπνηση  και στο τέλος ως  την εξιλέωση με την παραγωγή  επιφωνημάτων  (  «τα πρωινά  δεχόμαστε  σφαίρες –κυρίως στους  κροτάφους- τα μεσημέρια  τις χωνεύουμε και τα απογεύματα  εξασκούμαστε στην ανίχνευση ναρκών. Όσο για τις νύχτες συντονίζουμε  την παραγωγή  επιφωνημάτων : «Ζήτω!» , «Κρίμα!», «Αλτ!», «Εβίβα!» ).

Σε  αυτή  λοιπόν την  αστική  Εδέμ , όπου « ανέκαθεν  ο  χρόνος  δεν ήταν παρά το πρόσχημα κι ο τόπος  μια ιδεοληψία με συντεταγμένες» ,  η ποιήτρια  παραδίδει  τα όπλα  της γραφής  , για να  βρει  την αγιοσύνη  ( ή μήπως την  «αγριοσύνη»;) στην τέχνη του μελισσοκόμου , περιμένοντας  την ώρα που θα αρχίσει να γεννιέται  και να γεννιέται ξανά το μέλι στις κυψέλες

Κώστας  Τσιαχρής 


Παρασκευή 9 Απριλίου 2021

Ευθυμία Γιώσα ΤΟ ΣΩΜΑ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

 



Στη   δική του  «Νέκυια» [μια εμμονή τον τελευταίο καιρό  με  τα του  θανάτου]  μικρο-ραψωδία  , το  σώμα-αφηγητής   της   Ευθυμίας  Γιώσα  κατεβαίνει  ,χωρίς  την  τύχη της  επιστροφής  του  ομηρικού  Οδυσσέα , στο βασίλειο   του  προσωπικού  του Άδη   και  τυπώνει   το  οπισθόφυλλο  της κάποτε   ύπαρξης, τώρα ανυπαρξίας   του.  Με  μια διάθεση  περίπου απολογητική  αλλά καθόλου  ηττοπαθή . Περισσότερο  παρατηρεί  με  τη  ματιά  ενός  μεταφυσικού  φυσιοδίφη παρά  θρηνεί  την αποσύνθεσή  του. Καταγράφει   τα πρώτα λεπτά , περιγράφει την εμπειρία  του  άχρονου , του άτοπου  και  του άυλου, συγγράφει  τα απομνημονεύματα  των  αισθήσεων που σβήνουν , εγγράφει   στη σκιά  του τη  γραμματική  του χάους ,     διαγράφει στο τέλος   περιγράμματα –καλούπια – μεγέθη.  Προδίδει  ακόμη  και  την αφηγηματική   του βούληση  ,διακηρύσσοντας  με τόλμη    τη  ματαιότητα   μιας  τέτοιας  καταδυτικής  εξομολόγησης

Κώστας  Τσιαχρής 

 

ΤΟ  ΣΩΜΑ  ΚΑΙ Ο  ΘΑΝΑΤΟΣ 

Έπεσα  στο  ελώδες σκοτάδι της συνομοταξίας  του απείρου. Γύρω μου λίγα  λευκά νούφαρα , αλλά δεν μπορώ να τα φτάσω . Στην πραγματικότητα  , δεν μπορώ καν να κουνηθώ , Πολλοί ισχυρίζονται ότι στην κατάσταση που βρίσκομαι  πλέον είναι αδύνατον να αισθανθώ οτιδήποτε   , όμως εγώ κρυώνω. Τα μέλη μου μοιάζουν να έχουν αποσυναρμολογηθεί , όπως εκείνα τα παιχνίδια που κάποτε κρατούσα στα χέρια μου .

Δεν μπορώ να ανοίξω το στόμα . Τα χείλη μου έχουν κολλήσει  το ένα με το άλλο , σαν δύο πέτρες που ούτε ο  Γολιάθ  δεν θα ήταν ικανός  να ξεχωρίσει . Αλλά  και τα μάτια μου  δεν είναι ίδια με πριν . Έχουν κάτι παράξενο  αυτοί οι άλλοτε φωτισμένοι  κρατήρες του ορατού . Η ίριδα  ξεθωριάζει  ώρα  με τη ν ώρα , ώσπου  θα γίνει  ένας  ξεβαμμένος κύκλος   στη μέση  του οφθαλμού.

Στ’ αυτιά μου  , πιστέψτε με , φτάνει μια  μπερδεμένη μελωδία . Ακούω  μια βουή  να έρχεται   με  το Εξπρές  του Παρελθόντος . Το πεντάγραμμο  γεμίζει   με φωνές  , με γέλια  και κλάματα  , με ακαθόριστους   ήχους που έχασαν διά  παντός την ευκαιρία   να  καθοριστούν. Αναγνωρίζω μία δεσπόζουσα  , μείζονα συγχορδία . Πλανώμαι  οικτρά  , δεν είναι δεσπόζουσα . Ούτε στη μείζονα  κλίμακα εντοπίζεται . Πώς θα  γινόταν εξάλλου να διεκδικήσω  τη δεσπόζουσα  και τη μείζονα  , όταν για χρόνια κατέφευγα στην ελάσσονα και  τη υποδεέστερη  λύση ;  Αποσυρόμουν στη σιωπή   από φόβο , παρά τις εξαγγελίες  μου ότι δήθεν  αυτή μου η απόφαση   αποτελεί  δείγμα ωριμότητας και θάρρους. Πάντως , θέλω να σας διαβεβαιώσω : τούτη  εδώ τη στιγμή , η οποία βρίσκεται  για μένα  έξω από  τον χωροχρόνο  των ζωντανών , ακούω καθαρά τα πάντα  και , αν μπορούσα , θα   έκανα μία  τομή  στο προσωπείο   της  σιωπής . Ακούω τα λόγια   και τους λυγμούς σας  , τα μυρμήγκια  που ανηφορίζουν και κατηφορίζουν  στα χωμάτινα  βουναλάκια , τον θρήνο μιας πεταλούδας   για το σπασμένο της φτερό , την ανάσα μιας αρκούδας  που ξυπνά , το σύρσιμο των σκουληκιών.

Πόσο επιθυμώ να μιλήσω . Οι  φωνητικές  μου χορδές  όμως πάγωσαν  σας τους σταλακτίτες   και τους σταλαγμίτες  των σπηλαίων. Αυτό που άλλοτε   ευχόμουν να   είχε  συμβεί   σε   στιγμές  ψυχικής   έντασης , ν’ αντιστεκόταν η φωνή στο  θυμικό  που την προκαλούσε  , τώρα με πληγώνει  σαν προσβολή. Μα  τι σημασία  έχουν από  εδώ και στο εξής  οι  λέξεις  που χρησιμοποιώ ; «Προσβολή»  , «ταπείνωση» , «αδικία». Απορώ που βρίσκω  τη διάθεση  αυτή την ώρα  για τέτοιου είδους αστεία  , αφού όλα   όσα κάποτε μου προκαλούσαν  ποικίλα συμπτώματα   δυσφορίας  , έχουν γίνει καπνός  μαζί με μένα .

Διανύω ήδη , όντας ολότελα ακίνητο,  τα πρώτα χιλιόμετρα στο Τίποτα. Προχωράω  όλο και πιο βαθιά  στο έρεβος του Αγνώστου   ψάχνοντας  μιαν απάντηση   στα τόσα ερωτήματα   που με βασάνιζαν τότε . Προς το παρόν η ραχοκοκαλιά  μου θρυμματίζεται   μ’ υπομονή  και σύνεση από το βάρος  των αιώνων  που στοιβάζονται επιμελώς  πάνω μου. Σπρώχνονται  ποιος θα καθίσει πρώτος  , σαν να’ ναι  μικρά παιδιά  που περιμένουν ανυπόμονα  στη σειρά  για παγωτό ή γλειφιτζούρι. Η αλήθεια  είναι  ότι περίμενα   έναν  μεγαλύτερο βαθμό   σοβαρότητας  και σεβασμού  από την αιωνιότητα . Αλλά  για εκείνη  δεν είμαι παρά ένα καινούριο θήραμα , ένα τρόπαιο    που θα παίξει μαζί του στην αρχή κι ύστερα  θα  το βαρεθεί    και θα το παρατήσει  στη   γωνιά  μαζί με τ’ άλλα , λιωμένα στο καμίνι του δογματισμού  της , τρόπαια . Βαδίζω  , όντας ολότελα στάσιμο, στο διαστημικό  μονοπάτι του νέφους που με κυκλώνει. Τυλίγεται  γύρω μου σαν πύρινος  κισσός  και φλέγομαι  με μια φλόγα  αόρατη. Ψηλαφίζει   τον λαιμό μου , κατεβαίνει στο στέρνο , ψαχουλεύει   τη σταματημένη  μου καρδιά  κι εξαφανίζεται. Εξάλλου, γιατί ν’αναλάβει αυτή το άχαρο έργο   της εξαφάνισής  μου   απ’τη στιγμή  που άλλοι , περισσότερο ικανοί , είναι  σχεδόν έτοιμοι να ξεκινήσουν το ανακυκλωτικό τους έργο , όπως κάνουν εδώ και  χιλιετίες  με τόσα  και τόσα σώματα ;

Όλοι εσείς  οι ισοβίτες  της ύλης  που πέφτετε  θριαμβευτές  στο φθαρτό πεδίο  της εγκόσμιας   μάχης , βετεράνοι   της αντοχής  και λιποτάκτες  της επιθυμίας   , συνταχθείτε σιμά μου. Παραταχθείτε  δίπλα στα άκαμπτα  μέλη μου και κρατήστε  μου συντροφιά . Ας κάνουμε  μαζί μια βουβή  διαμαρτυρία  ενάντια στο μικρότερο  μόριο , το μικρότερο άτομο  του άπιαστου Είναι μας  , για το οποίο μοχθήσαμε τον καιρό της  ύπαρξης  δίχως αποτέλεσμα . Ελάτε  να διεκδικήσουμε   τον ζόφο   που ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία  του  καθενός  μας. Εγώ , για παράδειγμα , απαιτώ  ένα βελούδινο σκοτάδι , επιφυλακτικό  και  με  κατανόηση , να μιμηθεί το φως που αγαπώ. Άλλα  σώματα  ζητούν  σκοτάδια  σκληρά  και ανελέητα  να τ’ αρπάξουν  στον  βυθό τους εν είδει ασύλου .

Η ακαμψία   μου προοδευτικά μεγαλώνει. Θα’ λεγε  κανείς ότι είμαι μια ανθρωπόμορφη , εγγαστρίμυθη  πέτρα , όμως κάθε άλλο  παρά με  άσπαστη πέτρα μοιάζω. Φέρνω περισσότερο  σε μια φέτα  ψωμιού που μπαινοβγαίνουν από τις σχισμές της ψίχας  της  προνοητικά  υμενόπτερα , καθιστώντας την το επιούσιο γεύμα τους .

Μέχρι εδώ ήταν , αποχωρώ από αυτή τη μάταιη,  μεταθανάτια   πρόζα μου. Μη δώσετε καμία σημασία σε όσα είπα . Ήταν μονάχα ένας  σωρός από φευγαλέες λέξεις που  όμως θα’θελα πολύ να ριζωθούν στην κινούμενη άμμο κάποιας  βεβαιότητας . 




Τρίτη 6 Απριλίου 2021

Κώστας Τσιαχρής Ελεύθερος Πολιορκημένος

 



Έχτισες  λοιπόν το  κάστρο σου ολόγυρά  μου

Που έβαλες τις   πολεμίστρες   όμως 

δε  θα μάθω

Κι ας ακούω  συχνά τον ήχο  απ΄τα κανόνια 

Τούτη η τάφρος   μας ενώνει 

Λίγο   που θα     πέφτω  μέσα θα σε  νιώθω  

στα  γδαρμένα  γόνατα

Ουλή  απ΄τις   βαθύτερες  ουλές 

Και  θα  τεντώνεσαι  μια πήχη  παραπάνω  στο παρόν

Τώρα  που ξαπλώνει πτώμα η κούραση στα πόδια  μου

και πέφτουν από τους καρπούς τα  νέα  δέντρα

σου  μιλάω σαν από χρόνια αιχμάλωτος

Μ’ εκείνη την αναίτια  όψη νικητή 

Που ήδη  νιώθει στα πλευρά του τον κριό

Αλλά στέκεται παράμερα και  (κ)λέει :

Μπα ιδέα  μου θα΄ναι

Θα΄ναι   μόνο μια περαστική σουβλιά

από κολικό νεφρού 





Κυριακή 4 Απριλίου 2021

Κώστας Τσιαχρής Η κόμη της Βερενίκης

 


  

 

Tι άφθαρτο που θα ΄ταν 

ένα πρωινό  αν  όπως σηκωνόμασταν

Αντί να πλύνουμε απ΄το  πρόσωπό μας  το φεγγάρι

Χύναμε  σ’ έναν καθρέφτη   την ψυχρότητά  του

μια αγκαλιά από  επιληψίες  

έξω από τη γήινη ζωή  μας 

και  γινόμασταν εκλείψεις 

χάνοντας  τ’ αστέρια  και  το σέλας

μέσα στην κοιλιά  μας 

που θα  χώνευε   τη ζεστασιά  τους 

και θα ψάχναμε έπειτα  περιδεείς

που ακούμπησε 

σε ποια  γωνιά 

σε ποιο  κομμάτι  της  μικρόσωμης ζωής μας

την  ξανθή της κόμη

η Βερενίκη  







Σάββατο 3 Απριλίου 2021

Κώστας Τσιαχρής Αυτοπροσωπογραφία

 


To  στόμα  μου επί του  φιλήματος  του στόματός σου

Σου  απαντώ  ως αγρίμι

Χαίρω άκρας  αγριοσύνης

αλλά με  βγαλμένα νύχια

με θυμό  ευνούχο

θηλυκό

Ψάχνεις  για γραμματική στα  χάδια μου άδικα

Ποιος  λογικός ζητάει  από μουγγό  τραγούδι ;

Σου απαντώ ως αγρίμι

Φοβισμένο απ’το δικό του μουγκρητό

Από τη σφαίρα που έμεινε  καλού κακού 

στην καραμπίνα

Είμαι παρένθεση που πνίγει μέσα της

ωμές αλήθειες

(Υπηρέτης υπηρέτη)

Σου απαντώ  ως  Προκρούστης

Κόβοντας το περιττό απ’ τις λέξεις 

Τραβώντας το ελάχιστο  απ’ τα μουγκρητά 

Όσο το κόκκαλο βαστάει  Χτύπα

Ρίχνε κέρματα  οργής  σε περιμένω 

Στην αγκαλιά μου σφίγγω τέλειο κουμπαρά 

για  μαχαιριές 




 


Πέμπτη 1 Απριλίου 2021

Φροσούλα Κολοσιάτου " Αμοντάριστα Πλάνα" : Μία ανάγνωση

 


Δέκατη  ποιητική συλλογή  για τη  Φροσούλα  Κολοσιάτου  και εδώ η ποιήτρια   υιοθετεί  τον υποθετικό ρόλο ενός  δημοσιογράφου-παρατηρητή ,  ο οποίος  με τον δικό  του αιρετικό  τρόπο ιχνηλατεί  τον  μυστικό παλμό   αυτών    που  συμβαίνουν γύρω μας . Εξ ου ο    τίτλος του έργου   , «Αμοντάριστα πλάνα» ,   ονομασία  που  έρχεται  να  επιβεβαιώσει  το  ποιητικό  υλικό , το  οποίο  έχει  συντεθεί   ακριβώς  με αυτή  τη δημοσιογραφικού τύπου    προσέγγιση. Η  ποιήτρια  , δηλαδή , μένει  στο πρώτο  υλικό , σε αυτό  που γραπώνουν    οι  αισθήσεις  , το  ανεπεξέργαστο ,  που  πηγάζει   από  τη σύλληψη  της στιγμής  και χωνεύεται  αργά  και μεθοδικά  στο  ηθικό  μας   σύμπαν   . Η εντύπωση   λοιπόν αυτής  της  πρωτόλειας  σύλληψης  μεταφέρεται  σε  όλα τα ποιήματα  της συλλογής και δημιουργεί  στον  αναγνώστη  την επιθυμία  να  ενώσει  τα  ακατέργαστα  ή  αποσπασματικά  σκηνικά , για να  σχηματίσει  μέσα του τη μεγάλη εικόνα , το  πανόραμα . Ανέκαθεν , βεβαίως , η ποίηση  της  Κολοσιάτου απαιτούσε  την ενεργητική  συμμετοχή του  αναγνώστη , το βαθύ διάβασμα , την  εκταφή  του  ουσιαστικού   πίσω  από το  φαινομενικό , του  όλου  πίσω  από το  μέρος  .  Αυτό δεν αναιρείται και στην παρούσα  συλλογή . Μόνο  που εδώ  η σοφία  της  ηλικίας   συγκρατεί  τον αυθορμητισμό  και μεταγγίζει   στον  ποιητικό  λόγο  μια φιλοσοφική πνοή   , που  έρχεται  μπροστά μας   ως απόσταγμα της αναμέτρησης  του αφηγηματικού υποκειμένου     με  την περιρρέουσα    κοινωνική  πραγματικότητα  ή τα πάθη  του εαυτού του    . Τα  πλάνα  της    Κολοσιάτου  είναι  κατά βάση πλάνα της   ασχήμιας  του σημερινού  κόσμου . Ο κόσμος  όπως  ξετυλίγεται γύρω μας στην ωμότητά του. Ο κόσμος  της  καταπίεσης , της επιδημίας  και της  αθέλητης αποδημίας , του εκτοπισμού  εκτός  των τειχών , της  διάψευσης  ή της απατηλής  επιβεβαίωσης ,  της  συρρίκνωσης  της ανθρωπιάς  .  Η αποτύπωση  , ωστόσο, αυτού  του κόσμου γίνεται  χωρίς  μελοδραματισμό και  υπερβολή . Με  την ψυχραιμία  του παρατηρητή  που θλίβεται  μεν για όσα  βλέπουν τα μάτια του  , αλλά  δεν εκποιεί  αυτή  τη θλίψη  σα  φθηνή   συναισθηματική πραμάτεια. Η ποιήτρια  ταλαντεύεται   ανάμεσα  στο  όλο και στη λεπτομέρεια , τον μακρόκοσμο και τον μικρόκοσμο, κρατώντας  στα χέρια της  ισόποσα  το φως  και το σκοτάδι, την  απλή καταγραφή  και την εσωτερίκευση ,το απρόβλεπτο της τέχνης  και το προβλέψιμο της καθημερινότητας . Μας  προτείνει   να «αποκρυπτογραφήσουμε τη μυστική γλώσσα των θαυμάτων» , να αγγίξουμε την αλήθεια  ,γιατί «Η αλήθεια είναι σαν το νερό /Βρίσκει ρωγμές /Και αναδύεται» , να   αφουγκραστούμε    τη λύπη που «Τα βήματά της μοιάζουν χορευτής στο δάπεδο» , να  εμπεδώσουμε  τα αρώματα  που αφήνουν  «Οι  μυστικές  συνταγές  του αέρα». Ο λόγος της  γεφυρώνοντας   την απόσταση  μεταξύ ψιθύρου  και  κραυγής , δανείζεται  απ’τον ψίθυρο   το  εκστατικό    κι απ’την κραυγή  το  θρηνώδες , χωρίς όμως  να  πέφτει σε κανένα από τα δύο  άκρα. Αντιθέτως , ωριμάζει  μέσα  απ’ την ισορροπία  και ισορροπεί  μέσα απ’την  ωριμότητά του. Και ο στίχος  της  , όπως και σε παλιότερα έργα , βηματίζει  μέχρι ενός  σημείου , φτιάχνει έναν υποτιθέμενο  γκρεμό , βουτάει  στον ίλιγγό  του κι έπειτα ξανασηκώνεται  και περπατάει  με νέο  σώμα , φέρνοντας  απάνω του τις  γρατζουνιές , τα χώματα  και τα σημάδια . Και  μέσα  σε αυτούς τους στίχους συμβιώνουν  σα φωνούλες  που όλες  μαζί  τραγουδούν   κάτι συνάμα  τραγικό  και  χαρμόσυνο , αγαπημένες  μορφές που  χάθηκαν για πάντα , σπασμένες  κούκλες , το χαμόγελο  της  Τζοκόντα , ο τρυπομάζης με τα κρινάκια του στο ράμφος , η ανάσα  του Τζορτζ  Φλόυντ , ο γάτος  Βίκτωρ . Όλα μα όλα   μέσα   «Σε μια αδιόρατη εμμονή αγάπης». Κομμάτια  από  τη γεωγραφία της  ψυχής της πάνω  στα οποία καθρεφτίζεται η  γεωγραφία της εποχής της . Κι  όπως  κάθε  έντιμος   απέναντι  στον εαυτό   του  ποιητής   , η  Φροσούλα   Κολοσιάτου   αφήνει μεν   το  μοντάζ  σε όποιον δοκιμάσει να   μελετήσει  αυτά  τα  κομμάτια    , φροντίζει  όμως    ώστε  αυτά  να  είναι  όσο  καθαρά   και όσο  αφαιρετικά  πρέπει ,για     να μην καταντά  η μελέτη   αλγεινή  περιπέτεια .

Κώστας  Τσιαχρής