Δευτέρα 19 Αυγούστου 2013

Ο θρυμματισμένος κόσμος της Φροσούλας Κολοσιάτου


     Ως  συνειδητοποιημένος  ειδωλολάτρης αρέσκομαι  στο να χτίζω κρυφούς προσωπικούς χώρους μέσα στους οποίους αποθέτω με πολύ μεγάλη αγάπη μικρά κομμάτια τέχνης . Εκεί  λοιπόν γδύνομαι τη  λογική  και επιστρέφω στην πρωτόγονη γύμνια μας , την καμωμένη με τις ευλογίες  του πλατωνικού "επιθυμητικού". Κολυμπάω σε μιαν απέραντη  στιγμή που περιπαίζει τις ορατές  εκδοχές της πραγματικότητας και προκαλεί το αφανέρωτο να εκτεθεί  στο φως .Γιατί νομίζω πως αυτό είναι η τέχνη : μια τιτάνια μάχη του ανθρώπου με το αφανέρωτο , μια συνωμοσία με τον προσωπικό μας μύθο ,για να κρατηθούμε λίγο ακόμα στις άμορφες περιοχές του ,προτού μας συνεπάρει οριστικά ο χείμαρρος που λέγεται λογική . Όποτε βρίσκω επομένως την ευκαιρία ,θολώνω λίγο το τζάμι της καθημερινότητάς μου , για να μπορώ πάνω στην πάχνη της να ζωγραφίζω με το δάχτυλο δράκοντες και βασιλοπούλες ,όνειρα μέσα σε  ρευστό περιτύλιγμα .Μόνο έτσι μπορώ και βάζω την ανθρωπιά μου σε κίνηση ,μόνο  έτσι γλυκαίνει μέσα μου ένα κομμάτι πικρό που το σωρεύουν με πείσμα και με αναλγησία, μέρα με την ημέρα , άλλοι. Ανάμεσα σ'αυτές τις αλλόκοτες  ζωγραφιές που  αναστατώνουν κάποτε το βλέμμα μου  είναι και η ποίηση  της Φροσούλας Κολοσιάτου . 
    Παρόλο που τ' όνομά της είναι  γνωστό  σε όσους  παρακολουθούν τις εξελίξεις  στο χώρο της νεοελληνικής ποίησης μετά το 1970 ,θα μπω στον κόπο να σας τη συστήσω .Γεννημένη στη Λάρνακα της Κύπρου  ,η ποιήτρια ανήκει  λογοτεχνικά στη λεγόμενη «γενιά της εισβολής» ,σε  έναν κύκλο Κυπρίων δημιουργών  που το έργο τους στιγματίστηκε έντονα από το γεγονός της κατοχής μεγάλου τμήματος του νησιού από τους Τούρκους εισβολείς το 1974. Ως εκ τούτου το στοιχείο του πατριωτικού  ρομαντισμού χαρακτηρίζει  σε ένα  σημαντικό βαθμό το έργο πολλών από τους ποιητές εκείνης της γενιάς ,χωρίς αυτό να σημαίνει  απαραίτητα  ότι πρόκειται  για μια μανιέρα που δεν επέτρεψε  στους δημιουργούς να  αφήσουν πίσω τους  αξιόλογο έργο .Η Κολοσιάτου  ξεκίνησε  τη λογοτεχνική διαδρομή της  λίγο αργότερα ,το 1979 ,με την «Κατοχική εποχή» κι από τότε μέχρι σήμερα έχει  δημοσιεύσει  άλλες  έξι ποιητικές  συλλογές , κατορθώνοντας  μάλιστα να αποσπάσει και  τιμητικές  διακρίσεις για τις δουλειές της .
   Το πρώτο στοιχείο που θα παρατηρήσει κανείς μελετώντας την ποίησή της είναι ο διάλογος με την ηλικία , με το χρόνο . Ο χρόνος ωστόσο δεν αντιμετωπίζεται ως μία ποιότητα με απροσδιόριστα χαρακτηριστικά ,ως μία φιλοσοφική  σύλληψη που απλώς  εξιδανικεύεται ή  ξορκίζεται από την ποιήτρια .Έχει συγκεκριμένες αποτυπώσεις  σε απτά  καθημερινά  αντικείμενα , σε αγαπημένες μνήμες από το παρελθόν ,σε πρόσωπα που συμβολίζουν μια αλλοτινή  ευτυχία καμωμένη με τα ευτελέστερα υλικά , με  μυρωδιές   και  αγγίγματα . Ακόμη και το βάρος της τραγωδίας  του τόπου της  η ποιήτρια το αποδίδει με  όρους που παραπέμπουν στη φθοροποιό δύναμη του χρόνου ,το μεταφράζει  ως απότομο γέρασμα του δικού της σώματος [Η θλίψη σου πλανιέται στα μάτια μου/Και μας ανήκει / Σήμερα θα' χω γεράσει πάλι απότομα]. Η γενικότερη   όμως αίσθηση που αφήνουν πολλά ποιήματα είναι  εκείνη μιας  βαθιάς νοσταλγίας για  κάτι που έχει αφεθεί οριστικά στο παρελθόν και  είναι αδύνατο πια να επιστρέψει .Η  μετάβαση μάλιστα  σ' αυτό γίνεται με μια τεχνική που θυμίζει το κολάζ . Το λέει άλλωστε η ίδια  η δημιουργός «Κάνω κολάζ αγαπημένων ανθρώπων που μπαίνουν μέσα  σ' άλλες  εποχές» . Χωρίς να  φεύγει κάτω από τα πόδια της το παρόν , χωρίς να μπορεί να κατηγορηθεί ότι παγιδεύεται μέσα στις ψευδαισθήσεις της , αρπάζει μια εικόνα από δω ,μια εικόνα από κει , μια κίνηση , ένα νεύμα , και τα συντάσσει  σε ένα σύνολο  μέσα στο οποίο κυριαρχεί η χαμένη αθωότητα ενός άλλου κόσμου . Σ' αυτό τον κόσμο έχουν θέση η συνομιλία με νεκρά αγαπημένα πρόσωπα που επιστρέφουν για να βάλουν σε τάξη τα πράγματα [ Μια γυναίκα ωραία , η μάνα μου , με κοιτάζει πίσω απ' τα γυαλιά της /Γλιστράει μέσα από στρατιές αγγέλων /Είναι γλυκιά και όμορφη μα είναι πεθαμένη/Μου φτιάχνει το παιδί στην αγκαλιά , χαμογελάει ]  ,η ανάκληση  τρυφερών εικόνων της παιδικής ηλικίας που κρατιούνται μέσα σε ντουλάπια όπως τα φρεσκοσιδερωμένα  ρούχα  [Παιδικές φιγούρες που τις σιδέρωσες μες στο δωμάτιο/ Τις δίπλωσες μες στις ντουλάπες  και τις φύλαξες ], οι εξομολογήσεις μεσήλικων γυναικών που θαρρείς παλεύουν για να  κρατήσουν για λίγο ακόμη την άμμο  της ηλικίας τους στο πάνω μέρος της κλεψύδρας [Έχω ήδη κρεμάσει ανάποδα /Τους καθρέφτες της σκέψης μου /Για να μη βλέπω τους φόβους μου], η  παρηγορητική   λειτουργία  του ύπνου ,ο οποίος δίνει τη δυνατότητα στο ποιητικό  υποκείμενο να απαλλαγεί προσωρινά από την ασκήμια του  παρόντος και  να μεταφερθεί σχεδόν σωματικά  σε  στιγμές  περασμένης   ευφορίας [Μυστική σύμβαση με τον ύπνο έχει / Η νοσταλγία  της επιστροφής[Να έρθει ένας ύπνος γλυκός ν' απαλύνει τις σκέψεις σου] [Θα χρειαστώ  ένα  διαβατήριο  να αποδράσω /Έναν ύπνο  ας μοιάζει με θάνατο].
     Θα τολμούσα να πω ότι μέσα από την ποίηση της Κολοσιάτου  ξεπροβάλλει ένας θρυμματισμένος κόσμος , μια πραγματικότητα της οποίας τα κομμάτια ευελπιστεί να συρράψει η ποιήτρια .Όχι τόσο για να δημιουργήσει ένα σύνολο μέσα από το οποίο να μεταφέρει την εικόνα της ,όσο για να δείξει πως λειτουργούν μέσα στη μοναδικότητά τους αυτά τα κομμάτια ,ως αυτόνομες στιγμές μιας ζωής μοιρασμένης ανάμεσα σε δύο διαφορετικές  διαστάσεις , σε δύο αλληλοσυγκρουόμενα χρονικά επίπεδα .Υπό αυτό τον όρο , τα ποιήματά της  μοιάζουν με συστάδες από σπασμένες  εικόνες που διατρέχουν με αστραπιαία  ταχύτητα την απόσταση μεταξύ του κάποτε και του τώρα .Ξεκινούν από ένα μικρό ερέθισμα  , περιφέρονται μέσα σε διαφορετικά τοπία χρόνου , συλλαμβάνουν αθέατες λεπτομέρειες  και  τις οδηγούν στο κέντρο της προσοχής του αναγνώστη , κάνουν το λίγο να φαίνεται πολύ και το αντίστροφο , μεταφράζουν το υπαρξιακό άγχος σε λέξεις, απαιτούν να τα προσεγγίσει κανείς κομματιάζοντας και όχι συγκεντρώνοντας τη σκέψη του .
   Το βίωμα υπάρχει ασφαλώς ,είτε αυτόδηλα  δοσμένο είτε υπαινικτικά . Στιγμές από τη ζωή της ποιήτριας ,από τον κόσμο μέσα στον οποίο κατέθεσε το σώμα και την ψυχή της ,από  τις εικόνες και τα σύμβολα που αγκαλιάστηκαν μ' αυτό τον κόσμο ,υπάρχουν σε πολλά ποιήματα [Βγαίνω με τα γκρίζα μαλλιά μου/ Φέρνοντας τοπία μέσα από άλλους αιώνες/Ξενόγλωσσα βιβλία  στην τσάντα /Στη γιορτή της ανάγνωσης/ Διαβρωτικό φθινόπωρο να γλείψει /Τ' αλάτι του καλοκαιριού και τις έγνοιες μου]. Δε θα έλεγα όμως ότι η ποίηση της Κολοσιάτου είναι  αποκλειστικά πρωτοπρόσωπη .Δεν εκθέτει εύκολα το εγώ  η ποιήτρια στους στίχους της , όσο κι αν το βιωματικό στοιχείο είναι  προφανές .Συχνά επιλέγει το τρίτο πρόσωπο για να μιλήσει για δικά της τραύματα ή αφήνει τα τραύματα αυτά να  περιβληθούν έναν πανανθρώπινο  μανδύα [Μια πλανόδιος /Με πρόσωπο που είναι δύσκολο/Να το ορίσεις / Σε μεγάλο περίπατο στους αιώνες/Ελληνικό τοπίο και παράπλευρες  εικόνες / Με ξύλινα πέδιλα τριγυρίζοντας /Τα είχε χάσει όλα/ Σκαλίζει τις λέξεις /Τίποτε δεν φυτρώνει/Παντού νεκροί]. Κι εδώ πάλι ,όταν η ποιήτρια , σκαλίζει ποιητικά τα δικά  της βιώματα , κυριαρχούν αλλεπάλληλες  εικόνες που θαρρεί κανείς ότι ξορκίζουν το άγχος της να προφτάσει να κλείσει  στα σύνορα  ενός ποιήματος μια  πολύμορφη  εμπειρία . Ή ότι πραγματοποιεί  εσωτερικές  ανασκαφές προς άγραν σκοτεινών πραγμάτων [Σα να σκάβω τάφους στο κορμί μου/ Προσπαθώντας να εμφανίσω σκιές].
    Καίριο  ρόλο  στην ποιητική της παίζει  επιπλέον η μνήμη ,ως μία ενοποιητική δύναμη που αναγκάζει το παρελθόν να πλησιάσει με τις ιαματικές  του  ιδιότητες το παρόν . Η  είσοδος βέβαια στην περιοχή  των αναμνήσεων δε γίνεται πάντοτε με τη βεβαιότητα της απόδρασης σε ένα σίγουρο καταφύγιο .Υπάρχει  πολλές φορές ένα συναίσθημα ανασφάλειας , μια υποψία ότι τίποτε δεν είναι δεδομένο [Μπαίνουμε στις αναμνήσεις /Σαν σε αβέβαιο όνειρο/Γέφυρες αμφίδρομης νοσταλγίας]. Αυτό  φυσικά  που  διεγείρει τις περισσότερες  αναμνήσεις είναι ο τόπος από τον οποίο αποκόπηκε το ποιητικό υποκείμενο [Υπάρχει πάντα /Ο τόπος που συσσωρεύει αναμνήσεις]. Συνηθισμένοι χώροι , αντικείμενα  , φωνές , αρώματα , πρόσωπα , ενός άλλου τόπου και μιας άλλης χρονικής στιγμής ,   εγγράφονται στους  στίχους ως  θολές και ανάλαφρες  διαφάνειες [Έρχονται από τον κόσμο του ονείρου/Τρυφερές διαφάνειες/Ακριβές/Της παιδικής ηλικίας] , έτοιμες να διαλυθούν μόλις τις αγγίξει η παραμικρή πνοή του ανέμου  [Η μνήμη γράφεται /Στο νερό/Όταν φυσήξει ο άνεμος/ Όλοι θα σ' έχουν ξεχάσει]. Είναι  δε αξιοσημείωτο ότι η ποιήτρια αντιμετωπίζει τη μνήμη ως ένα παιχνίδι  συγκέντρωσης γνώριμων εικόνων , θέλοντας να υποτάξει με αυτό τον τρόπο το άπειρο , να το ορίσει με   κομμάτια από το δικό της οπτικό πεδίο [Άσκηση μνήμης /Συναθροίζοντας πουλιά/Στην κορυφή μιας γυμνής λεύκας /Οι πτήσεις είναι χαμηλές/Πολύ κοντά στη θάλασσα/Πολύ κοντά στον ουρανό/Στο όριο να γίνει/Το άπειρο /περατό].
    Όπως ειπώθηκε παραπάνω , η μνήμη  λειτουργεί  συνήθως ως ένα προσωρινό παυσίπονο . Απλώνει πάνω στα πονεμένα σημεία του παρόντος μιαν ανακούφιση .Τόσο που το ποιητικό υποκείμενο να αισθάνεται πλήρη ευδαιμονία όταν κουβαλά τους νεκρούς του [Προτιμώ να γελώ/Έτσι που έμαθα να κουβαλώ τους νεκρούς μου/μαζί στις εκδρομές/Στη δουλειά κι όπου να 'ναι] .Σε άλλα ποιήματα ωστόσο η μνήμη βιώνεται ως επίπονη σκέψη  που φέρνει  στην επιφάνεια της συνείδησης αλυσιδωτά ναυάγια [Πώς να τη διώξω /Αυτή τη σκέψη /Που δεν δένεται /Στοίχειωσε /Λυπημένο πλοίο που ναυάγησε /Και φέρνει άλλο ναυάγιο]. Μετατρέπεται σε μήτρα αγωνίας και άγχους για την ενδεχόμενη  επιστροφή  οδυνηρών συναισθημάτων [Πώς να σε συντηρήσω/Φοβούμαι την απορία που έχει ο θάνατος[Η ανάμνηση μακρινή/Διευρύνει τα σβησμένα σύμφωνα/Τραυλίζουν περίεργα/Σε παιδική φωτογραφία /Κρεμασμένη στον τοίχο/Οι μεταλλαγές της απώλειας /Και το ανέφικτο με τατουάζ θανάτου]. Αυτή μάλιστα η αγωνία ξεπερνά  τα όρια του παρελθόντος και   κυρίως στα τελευταία ποιήματα της συλλογής «Μέσα από παλιά φινιστρίνια» ακουμπάει τις χορδές του μέλλοντος .Μεταμορφώνεται σε ένα είδος απειλής που υπονομεύει ό, τι καλό κατάφερε να  σωρεύσει  το παρόν [Έρχεται μες στην ακινησία/Βουίζοντας η καταιγίδα/Πίσω να πάρει/ Ό, τι έχει δώσει από την ψυχή της /Η άνοιξη] [Ταυτίζονται οι έξοδοι κινδύνου/Με τις εισόδους/Μ' έναν τρόπο που αγγίζει/Τα όρια μιας απειλής]
    Επιπλέον ,όπως  συμβαίνει με τους περισσότερους από τους ποιητές  που ανήκουν στη «γενιά της εισβολής» ,ο κοινωνικοπολιτικός προβληματισμός  διαπερνά  ένα σημαντικό κομμάτι της ποίησης της Κολοσιάτου ,ιδιαίτερα στις πρώτες συλλογές της . Η ποιήτρια  διυλίζει τη μοίρα του τόπου της  και μεταφέρει στους στίχους χαρακτηριστικές   παραστάσεις της .Δε μένει  όμως μόνο εκεί . Τα τραύματα του δικού της λαού την κάνουν ν' αφουγκραστεί με την ίδια  συγκίνηση  ανάλογες περιπέτειες άλλων λαών . Μιλά  για τη φρίκη ομαδικών  εκτελέσεων αμάχων , για πολιορκημένες πόλεις , για πρόσφυγες που γίνονται αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης .Μιλά για την Παλαιστίνη και το  Ιράκ και τις πρωτόγονες φυλές που σφάχτηκαν στο όνομα της πολιτιστικής επανάστασης, και στέκεται στο πλευρό των κάθε λογής ηττημένων .Στήνει αδιάκοπα μικρές  νάρκες στον οδοστρωτήρα ενός απάνθρωπου  καπιταλισμού που σαρώνει σταδιακά  τα πάντα  κι εξορίζει  την ανθρωπιά μας στο επίπεδο της  ρομαντικής επιδίωξης .Περιγράφει το τεχνολογικό αδιέξοδο  μιας εποχής που έχει για προορισμό της το πουθενά. Κατορθώνει  όμως να αποφύγει τον άσκοπο μελοδραματισμό , την υπερβολή που απωθεί , τη ρητορεία που κουράζει  ή το διδακτισμό .Η λυρική της πένα  υπερβαίνει  το εφήμερο των γεγονότων και των διαπιστώσεων ,και φέρνει στο προσκήνιο μια αυθεντικά βιωμένη αγωνία για το απότομο γκρέμισμα κάθε πανανθρώπινης αξίας .
    Και είναι γενικότερο  χαρακτηριστικό της ποίησης της  Κολοσιάτου ότι απουσιάζουν οι ανέξοδοι  συναισθηματισμοί .Το συναίσθημα ακουμπάει τους στίχους  της με έναν συγκρατημένο τρόπο , αφήνοντας  τον αναγνώστη να το αποστάξει μόνος του. Εκείνη απλώς παρατηρεί με διεισδυτικό βλέμμα τη διαδοχή των πραγμάτων γύρω της ,τη σύσταση  και  την εξέλιξη των εικόνων , την αναμέτρηση του ανθρώπου με τις δυνάμεις και με τη μοίρα που τον συντροφεύει . Μέσα σε αυτό το πλαίσιο , αφήνει την ανάγνωση των στίχων να είναι ρευστή , να επιτρέπει με την απουσία  της στίξης και με τη θέση των λέξεων πολλαπλές  ερμηνείες .Παράλληλα , ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι τίτλοι των ποιημάτων της . Στις περισσότερες  περιπτώσεις μοιάζουν άσχετοι με το  σώμα των ποιημάτων ,ως υποψήφιοι στίχοι που δεν μπόρεσαν ή δε θέλησαν να ενταχθούν κάπου και  παρέμειναν εκεί , στην αρχή των ποιημάτων , ως σηματοδότες  του ευρύτερου φιλοσοφικού πεδίου μέσα στο οποίο κινείται η σκέψη της ποιήτριας . 
    Κλείνοντας τη μικρή αυτή συνομιλία με την ποίηση της Φροσούλας  Κολοσιάτου ,θα μείνω στους παρακάτω στίχους από το ποίημα «Κέρινα ομοιώματα» : Ένα ποίημα/Οι στίχοι το ξεφυλλίζουν άσκοπα/Προσπαθώντας να σπάσουν το νήμα /που δένει τη σιωπή . Κάπως έτσι νομίζω ότι βιώνει την πράξη της ποίησης η ποιήτρια .Ξεφυλλίζει «άσκοπα»  σελίδες από τον εαυτό της και τον κόσμο που την περιζώνει ,κι αφήνει τη σιωπή να βγάλει προς τα έξω την εξαγνιστική της δύναμη ,να μετουσιωθεί σε  λόγο ζωντανό και γενεσιουργό υποσυνείδητων εκρήξεων .
Κώστας  Τσιαχρής 

  





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου