Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2013

Νεκρολογία





Μια απάντηση στην κυρία  Ρεπούση
    Ακολουθώντας  την περίφημη  ρήση του Βολταίρου ,  έμαθα  να  σέβομαι  πάντοτε  τις απόψεις των άλλων όσο  αιρετικές   κι αν είναι  , όσο κι αν  αγγίζουν δικά μου αποκρυσταλλωμένα πρότυπα σκέψης  ή  κώδικες  κρίσης των πραγμάτων . Υπό έναν όρο βέβαια : κάτω από αυτές  τις απόψεις να υπάρχει  βάθος , να εξακολουθούν να έχουν κάποια υπόσταση μόλις κατακαθίσει   η σκόνη  που προκαλείται από τον αιρετικό χαρακτήρα της  εκφοράς  τους  .  Αν αυτό το βάθος  είναι παρόν , όλα  τα  μέχρι   τότε  δεδομένα είναι συζητήσιμα  και αναιρέσιμα . Σε διαφορετική περίπτωση , κάθε γνώμη που προορίζεται να προκαλέσει , ιδίως όταν εκφέρεται από  ένα δημόσιο πρόσωπο ,μένει  μόνο για μερικές  μέρες  στον αστραφτερό κόσμο της επικαιρότητας , για να χαθεί ύστερα  λαβωμένη από τα ισχυρά αντεπιχειρήματα που θα  εξακοντίσουν εναντίον της  οι επικριτές της .
   Την αφορμή για τις παραπάνω και τις παρακάτω σκέψεις μου την έδωσε η  άποψη της κυρίας  Ρεπούση σχετικά με τον περιορισμό της διδασκαλίας των αρχαίων  ελληνικών στη δευτεροβάθμια  εκπαίδευση , με βασικό επιχείρημα ότι  πρόκειται για μία νεκρή γλώσσα  την οποία ουδέποτε πρόκειται να χρησιμοποιήσουν οι μαθητές στην καθημερινότητά  τους .Κάποιοι βέβαια έσπευσαν να διαστρεβλώσουν το σκεπτικό της , μιλώντας για κατάργηση του μαθήματος από το ωρολόγιο πρόγραμμα του σχολείου  , αναγκάζοντάς την να προβεί σε διευκρινιστικές  δηλώσεις για το νόημα της παρέμβασής της . Ως άποψη   ωστόσο ,μέσα σ’ ένα περιβάλλον  ήδη οξυμμένο από  την αφύπνιση  των εθνικιστικών αντανακλαστικών  σημαντικής  μερίδας  των Ελλήνων πολιτών ,ήχησε  όντως προκλητική  και  ύποπτη . Εναντίον της   υψώθηκαν αφορισμοί και ύβρεις , εκφράστηκαν όμως και  σοβαρά  τεκμηριωμένες  ενστάσεις που εν τέλει ,θαρρώ , την απογύμνωσαν  και  έφεραν στο φως τις αδυναμίες  της .
   Νεκρό φαντάζομαι  κατά την κυρία  Ρεπούση είναι κάτι που  το αγγίζεις και  δεν κινείται , δεν αναπνέει , δε βγάζει ήχους . Έχει λιώσει το σώμα του κι απομένει  κούφια οστά που μόλις τα  χτυπάς , μαρτυρούν το κενό  ,όπως  εκείνη η εντάφια χρυσή προσωπίδα στο  Σεφερικό  «Βασιλιά της Ασίνης» . Συνεπώς , ερμηνεύοντας  το  σκεπτικό της , οι αρχαίες  λέξεις είναι πια άφωνες  , εφόσον  αν και  διδάσκονται  καταναγκαστικά  στα ελληνικά σχολειά , δεν έχουν κατορθώσει  -και μάλλον δεν έχει και πρακτική χρησιμότητα να κατορθώσουν – να  εισβάλουν  στο καθημερινό λεξιλόγιο των  μαθητών  ή και να τους μεταδώσουν τα μηνύματά τους .Παραμένουν νεκρά  σημαίνοντα  ,γεμάτα από τη λάμψη ενός αλλοτινού  μεγαλείου , παρασύροντας μαζί τους στο  σκοτάδι  και τα σημαινόμενα . Η  πολεμική της   κυρίας  Ρεπούση  φαινομενικά δε στρέφεται  εναντίον του αρχαίου  ελληνικού πνεύματος  αλλά εναντίον της εμμονής  στους τύπους  που μεταφέρουν αυτό το πνεύμα . Κι εδώ , κατά την ταπεινή μου άποψη , υπάρχει  ένα τρωτό σημείο στο σκεπτικό της . Διαχωρίζει τα  ιδανικά  και τη φιλοσοφία του αρχαίου ελληνικού κόσμου  από  τη μορφή που τα  ενσαρκώνει και τα παραδίδει ατόφια στις επόμενες γενιές .Ξεφλουδίζει τα νοήματα από  το περίβλημα που όχι απλώς τα φιλοξένησε αλλά  τα έσπρωξε προς την περιοχή του μεγαλείου .Διότι νοήματα χωρίς  φθόγγους και χωρίς συλλαβές και χωρίς λέξεις και χωρίς διαπλοκή των λέξεων μέσα σ’ ένα πλήρες κείμενο ,απλά δεν υπάρχουν.
    Θα μου πείτε από την άλλη , είναι λίγο υποκριτική η παραπάνω θέση ,καθώς τα νοήματα μιας περασμένης  εποχής  τα  αναδεικνύει  κάθε  καινούργια  γενιά με τα δικά της εκφραστικά μέσα .Άρα μας  αρκεί  απλά να μεταφράζουμε στον  τωρινό   γλωσσικό κώδικα  τα  όποια γραπτά  μνημεία ,για να προσαρμόζουμε  το πολύτιμο των νοημάτων τους  στο σφυγμό  του παρόντος και του  μέλλοντος . Μπορεί σ’ αυτό η κυρία Ρεπούση να έχει εν μέρει   δίκιο .Ακόμη κι όταν εγώ αποστηθίζω την αρχαία  έκφραση στο μυαλό μου , με το βάρος  και  τη γοητεία  της , την αποκωδικοποιώ  με λεκτικούς όρους της  σημερινής γλώσσας. Διαβάζω  τον   Επιτάφιο  του  Θουκυδίδη  στο πρωτότυπο κείμενο και  συλλαμβάνω τη μαγεία του περιεχομένου του μεταφράζοντας ενδόμυχα  στα νέα  ελληνικά .Ως εδώ εντάξει . Την ίδια ώρα όμως που  «αναγκάζομαι» να μεταφέρω τα λεκτικά σύνολα  στα δικά μου μέτρα επικοινωνίας , την ίδια ώρα συντελείται ένα μικρό θαύμα . Έχει τόσο μεγάλη ισορροπία ο αρχαίος ελληνικός λόγος που δε γίνεται θα προσέξω και θα συγκρίνω την  εκφραστική του πυκνότητα με την αναλυτικότητα  του νεοελληνικού λόγου. Θα διαπιστώσω πόσο γνώριμες μου είναι κάποιες ρίζες , κάποιες  καταλήξεις , ολόκληρες λέξεις και φράσεις . Θα παραξενευτώ  αν ψάξω λίγο καλύτερα τα δομικά στοιχεία της  ίσως ακατανόητης στην αρχή φράσης «χρώμεθα τε πλούτω μαλλον καιρω έργου  ή κόμπω λόγου»  ,διαπιστώνοντας πόσο οικεία μου είναι . «Χρώμεθα» [, χρησιμοποιώ , χρήση , χρήμα] ,καιρω [ευκαιρία ,καιροσκόπος ] , κόμπω  [κομπάζω , κομπασμός] .Θα κατανοήσω εν τέλει πως  ακόμη και στην περίπτωση της γλώσσας  ,η οποία συνιστά  κάτι που διαρκώς εξελίσσεται , μπορεί ίσως να εφαρμοστεί η αριστοτελική τελεολογία που θέλει ως  φύση ενός πράγματος  τη μορφή που αυτό έχει όταν ολοκληρωθεί η εξελικτική του πορεία . Γιατί όπως και να το κάνουμε , και δεν είναι έξαρση  εθνικής υπεροψίας , υπάρχει ένα είδος τελειότητας στον αρχαίο ελληνικό  λόγο .Αισθάνεται  κανείς  ότι πέρα από την ποιότητα της σκέψης που  αποτυπώνει , είναι κι ο ίδιος ένα αισθητικό θαύμα ,μια αρμονική συνάντηση μεταξύ συμφώνων και φωνηέντων ,μία ηχητική πανδαισία .Κι αυτήν ακριβώς τη μουσική δεν έχουμε το δικαίωμα να  τη στερήσουμε από τους μαθητές μας , όχι για να τους πείσουμε πως πρέπει ξαφνικά ν’ αρχίσουν να ανταλλάσσουν μηνύματα στα κινητά τους τηλέφωνα με τη γλώσσα του Σοφοκλή και του Θουκυδίδη , αλλά  για να τους δείξουμε πως η αγάπη για το λόγο δημιουργεί  καλλιτεχνικούς θριάμβους . Να τους  μεταδώσουμε  την επιθυμία να καλλιεργήσουν , έχοντας ένα υψηλό μέτρο σύγκρισης , και τη δική τους , την κακοποιημένη από την πολυφωνία  νεοελληνική γλώσσα .
     Συνεπώς , η κυρία   Ρεπούση μένει μόνο στο «ωφέλιμον» , αλλά εγώ προτείνω  και το «τερπνόν» .Το «ωφέλιμον» μπορεί να μου το δίνουν πράγματι οι μεταφράσεις . Θέλω όμως οι μαθητές μας να βιώσουν και το «τερπνόν»  της  ακρόασης  του αρχαίου ελληνικού λόγου. Όσο για την ένστασή της πάνω στην επιμονή των εκπαιδευτικών να  διδάσκουν  περισσότερο τη γραμματική και το συντακτικό  της αρχαίας  γλώσσας , τουλάχιστον στο γυμνάσιο , έχω την  εντύπωση πως το θέμα τίθεται σε λανθασμένη βάση . Η κάθε γλώσσα , ακόμη και οι  «νεκρές» ,προκειμένου να λειτουργήσει και να αποκαλύψει σταδιακά τους θησαυρούς της , χρειάζεται  να  παιδευθεί μέσα  στο  μυαλό  αυτού που τη μαθαίνει , με τους κανόνες της ,με τη γραμματική και με τη σύνταξή της . Αλίμονο αν προσπαθήσει κανείς έστω και να διαβάσει , όχι να μιλήσει , την αγγλική γλώσσα , χωρίς να γνωρίσει πρώτα τα στοιχειώδη γραμματικά  και συντακτικά της φαινόμενα .Αν το δοκιμάσει  ,απλώς  θα αυτοσχεδιάζει προσπαθώντας να  εικάσει τη σημασία του κειμένου που διαβάζει ,και θα οδηγείται φυσικά σε παρερμηνείες . Το ίδιο λοιπόν ισχύει και για την αρχαία ελληνική . Εφόσον θέλουμε και κατά τη γνώμη μου πρέπει να τη διδάξουμε ,χρειάζεται πρώτα να εισαχθούμε στα βασικά εργαλεία για την προσέγγισή της , ώστε σε επόμενο στάδιο ή και παράλληλα να μπορέσουμε να διεισδύσουμε και στα νοήματά της . Καλώς ή κακώς λοιπόν στο Γυμνάσιο η διδασκαλία της γραμματικής και του συντακτικού είναι αναπόφευκτη.  Απλώς θα πρέπει να συνδυάζεται αρμονικά και με  την ερμηνευτική  επεξεργασία των κειμένων  και με την ανάδειξη των αντιστοιχιών ανάμεσα στις αρχαίες και τις τωρινές λέξεις .
     Από την άλλη πλευρά στο Λύκειο  το πνεύμα της διδασκαλίας  του μαθήματος των αρχαίων ελληνικών είναι εδώ και κάμποσο καιρό διαφορετικό ,χωρίς  εντούτοις να λείπουν και περιπτώσεις  φιλολόγων που εμμένουν σε μία καθαρά τυπολατρική  αντιμετώπισή του .Δίνεται περισσότερη έμφαση  στην ανάλυση του περιεχομένου  των κειμένων  , ενώ  η γραμματική και συντακτική ανάλυση  λειτουργούν επικουρικά  , για να  διαφωτίσουν  τα σημεία εκείνα  που  θέτουν εμπόδια στην ερμηνεία .Ακόμη και οι έννοιες της διαθεματικότητας , της διακειμενικότητας  και της διεπιστημονικότητας  βρίσκουν περισσότερο έδαφος για να βλαστήσουν ,συγκριτικά με το πρόσφατο παρελθόν  .Αλλά και μέσα σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο διδακτικής προσέγγισης ,είναι πολύτιμο κληροδότημα για τους μαθητές η επαφή τους με το ύφος  του κάθε συγγραφέα , μ’ εκείνα τα μορφικά  στοιχεία που  προδίδουν μια  διαφορετική στάση απέναντι στη γλώσσα και άρα ,αφού ο κόσμος αποτυπώνεται στη γλώσσα , και στον κόσμο .Άλλες είναι οι εκφραστικές επιλογές του Ξενοφώντα , άλλες του Θουκυδίδη . Άλλος κόσμος ο πρώτος , άλλος ο δεύτερος .Κι όλα αυτά που ίσως φαίνεται δύσκολο να περιπέσουν  στην αντίληψη ενός δεκαεξάχρονου , με λίγη μαεστρία  μπορούν να αναφανούν από έναν εμπνευσμένο   φιλόλογο και να γίνουν  κατανοητά στο μαθητή του .
       Μα πάνω απ΄όλα χρειάζεται να εμπεδωθεί η ιδέα ότι νεκρός χρόνος παράγεται μετά από κάθε μας κίνηση .Με το που πάμε να κάνουμε κάτι αμέσως αυτό πεθαίνει. Γίνεται νεκρό .Ανήκει πια στη βασιλεία του περασμένου .Αλλά την ίδια ώρα ,όσο κι αν φαίνεται περίεργο , παράγει ζωή και μας κατευθύνει .Ο ομηρικός Οδυσσέας κατεβαίνει στον κόσμο των νεκρών , για να  λάβει τις απαντήσεις που θα του ξεκλειδώσουν το δρόμο για την Ιθάκη. Στην αρχή οι νεκροί παραμένουν σκιές ,όντα χωρίς λόγο .Θα χρειαστεί να γίνει μια θυσία και να τρέξει αίμα , για να ξυπνήσει μέσα τους ο λόγος .Κι εμείς αντίστοιχα θα πρέπει να ρίχνουμε αίμα στο παρελθόν ,για να γίνεται  το ακατάληπτο  στη νέα  γενιά σύμβολο  νόημα , για  να μπορέσουν κι εκείνοι  στο δικό τους ξερίζωμα να  βρουν την πορεία που θα τους  χαρίσει λίγο στέρεο έδαφος κάτω από τα πόδια τους .


Τσιαχρής Κώστας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου