Πέμπτη 2 Ιουλίου 2015

Ευριπίδη "Μήδεια" ΠΡΟΛΟΓΟΣ : μετάφραση από τον Κώστα Τσιαχρή




ΤΡΟΦΟΣ
Εἴθ᾽ ὤφελ᾽ Ἀργοῦς μὴ διαπτάσθαι σκάφος
Κόλχων ἐς αἶαν κυανέας Συμπληγάδας,
μηδ᾽ ἐν νάπαισι Πηλίου πεσεῖν ποτε
τμηθεῖσα πεύκη, μηδ᾽ ἐρετμῶσαι χέρας
ἀνδρῶν ἀρίστων οἳ τὸ πάγχρυσον δέρος              5
Πελίᾳ μετῆλθον. οὐ γὰρ ἂν δέσποιν᾽ ἐμὴ
Μήδεια πύργους γῆς ἔπλευσ᾽ Ἰωλκίας
ἔρωτι θυμὸν ἐκπλαγεῖσ᾽ Ἰάσονος·
οὐδ᾽ ἂν κτανεῖν πείσασα Πελιάδας κόρας
πατέρα κατῴκει τήνδε γῆν Κορινθίαν                 10
ξὺν ἀνδρὶ καὶ τέκνοισιν, ἁνδάνουσα μὲν
φυγὰς πολίταις ὧν ἀφίκετο χθόνα
αὐτῷ τε πάντα ξυμφέρουσ᾽ Ἰάσονι·
ἥπερ μεγίστη γίγνεται σωτηρία,
ὅταν γυνὴ πρὸς ἄνδρα μὴ διχοστατῇ.                   15
νῦν δ᾽ ἐχθρὰ πάντα καὶ νοσεῖ τὰ φίλτατα.
προδοὺς γὰρ αὑτοῦ τέκνα δεσπότιν τ᾽ ἐμὴν
γάμοις Ἰάσων βασιλικοῖς εὐνάζεται,
γήμας Κρέοντος παῖδ᾽, ὃς αἰσυμνᾷ χθονός.
Μήδεια δ᾽ ἡ δύστηνος ἠτιμασμένη                            20
βοᾷ μὲν ὅρκους, ἀνακαλεῖ δὲ δεξιᾶς
πίστιν μεγίστην, καὶ θεοὺς μαρτύρεται
οἵας ἀμοιβῆς ἐξ Ἰάσονος κυρεῖ.
κεῖται δ᾽ ἄσιτος, σῶμ᾽ ὑφεῖσ᾽ ἀλγηδόσιν,
τὸν πάντα συντήκουσα δακρύοις χρόνον                     25
ἐπεὶ πρὸς ἀνδρὸς ᾔσθετ᾽ ἠδικημένη,
οὔτ᾽ ὄμμ᾽ ἐπαίρουσ᾽ οὔτ᾽ ἀπαλλάσσουσα γῆς
πρόσωπον· ὡς δὲ πέτρος ἢ θαλάσσιος
κλύδων ἀκούει νουθετουμένη φίλων,
ἢν μή ποτε στρέψασα πάλλευκον δέρην                    30
αὐτὴ πρὸς αὑτὴν πατέρ᾽ ἀποιμώξῃ φίλον
καὶ γαῖαν οἴκους θ᾽, οὓς προδοῦσ᾽ ἀφίκετο
μετ᾽ ἀνδρὸς ὅς σφε νῦν ἀτιμάσας ἔχει.
ἔγνωκε δ᾽ ἡ τάλαινα συμφορᾶς ὕπο
οἷον πατρῴας μὴ ἀπολείπεσθαι χθονός.              35
στυγεῖ δὲ παῖδας οὐδ᾽ ὁρῶσ᾽ εὐφραίνεται.
δέδοικα δ᾽ αὐτὴν μή τι βουλεύσῃ νέον·
[βαρεῖα γὰρ φρήν, οὐδ᾽ ἀνέξεται κακῶς
πάσχουσ᾽· ἐγᾦδα τήνδε, δειμαίνω τέ νιν
μὴ θηκτὸν ὤσῃ φάσγανον δι᾽ ἥπατος,            40
σιγῇ δόμους ἐσβᾶσ᾽ ἵν᾽ ἔστρωται λέχος,
ἢ καὶ τύραννον τόν τε γήμαντα κτάνῃ
κἄπειτα μείζω συμφορὰν λάβῃ τινά.]
δεινὴ γάρ· οὔτοι ῥᾳδίως γε συμβαλὼν
ἔχθραν τις αὐτῇ καλλίνικον ᾄσεται.                        45
ἀλλ᾽ οἵδε παῖδες ἐκ τρόχων πεπαυμένοι
στείχουσι, μητρὸς οὐδὲν ἐννοούμενοι
κακῶν· νέα γὰρ φροντὶς οὐκ ἀλγεῖν φιλεῖ.

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
παλαιὸν οἴκων κτῆμα δεσποίνης ἐμῆς,
τί πρὸς πύλαισι τήνδ᾽ ἄγουσ᾽ ἐρημίαν    50
ἕστηκας, αὐτὴ θρεομένη σαυτῇ κακά;
πῶς σοῦ μόνη Μήδεια λείπεσθαι θέλει;
ΤΡ. τέκνων ὀπαδὲ πρέσβυ τῶν Ἰάσονος,
χρηστοῖσι δούλοις ξυμφορὰ τὰ δεσποτῶν
κακῶς πίτνοντα καὶ φρενῶν ἀνθάπτεται.     55
ἐγὼ γὰρ ἐς τοῦτ᾽ ἐκβέβηκ᾽ ἀλγηδόνος
ὥσθ᾽ ἵμερός μ᾽ ὑπῆλθε γῇ τε κοὐρανῷ
λέξαι μολούσῃ δεῦρο δεσποίνης τύχας.
ΠΑ. οὔπω γὰρ ἡ τάλαινα παύεται γόων;
ΤΡ. ζηλῶ σ᾽· ἐν ἀρχῇ πῆμα κοὐδέπω μεσοῖ.     60
ΠΑ. ὦ μῶρος, εἰ χρὴ δεσπότας εἰπεῖν τόδε·
ὡς οὐδὲν οἶδε τῶν νεωτέρων κακῶν.
ΤΡ. τί δ᾽ ἔστιν, ὦ γεραιέ; μὴ φθόνει φράσαι.
ΠΑ. οὐδέν· μετέγνων καὶ τὰ πρόσθ᾽ εἰρημένα.
ΤΡ. μή, πρὸς γενείου, κρύπτε σύνδουλον σέθεν·     65
σιγὴν γάρ, εἰ χρή, τῶνδε θήσομαι πέρι.
ΠΑ. ἤκουσά του λέγοντος, οὐ δοκῶν κλύειν,
πεσσοὺς προσελθών, ἔνθα δὴ παλαίτεροι
θάσσουσι, σεμνὸν ἀμφὶ Πειρήνης ὕδωρ,
ὡς τούσδε παῖδας γῆς ἐλᾶν Κορινθίας                  70
σὺν μητρὶ μέλλοι τῆσδε κοίρανος χθονὸς
Κρέων. ὁ μέντοι μῦθος εἰ σαφὴς ὅδε
οὐκ οἶδα· βουλοίμην δ᾽ ἂν οὐκ εἶναι τόδε.
ΤΡ. καὶ ταῦτ᾽ Ἰάσων παῖδας ἐξανέξεται
πάσχοντας, εἰ καὶ μητρὶ διαφορὰν ἔχει;                75
ΠΑ. παλαιὰ καινῶν λείπεται κηδευμάτων,
κοὐκ ἔστ᾽ ἐκεῖνος τοῖσδε δώμασιν φίλος.
ΤΡ. ἀπωλόμεσθ᾽ ἄρ᾽, εἰ κακὸν προσοίσομεν
νέον παλαιῷ, πρὶν τόδ᾽ ἐξηντληκέναι.
ΠΑ. ἀτὰρ σύ γ᾽, οὐ γὰρ καιρὸς εἰδέναι τόδε          80
δέσποιναν, ἡσύχαζε καὶ σίγα λόγον.
ΤΡ. ὦ τέκν᾽, ἀκούεθ᾽ οἷος εἰς ὑμᾶς πατήρ;
ὄλοιτο μὲν μή· δεσπότης γάρ ἐστ᾽ ἐμός·
ἀτὰρ κακός γ᾽ ὢν ἐς φίλους ἁλίσκεται.
ΠΑ. τίς δ᾽ οὐχὶ θνητῶν; ἄρτι γιγνώσκεις τόδε,       85
ὡς πᾶς τις αὑτὸν τοῦ πέλας μᾶλλον φιλεῖ,
[οἱ μὲν δικαίως, οἱ δὲ καὶ κέρδους χάριν,]
εἰ τούσδε γ᾽ εὐνῆς οὕνεκ᾽ οὐ στέργει πατήρ;
ΤΡ. ἴτ᾽, εὖ γὰρ ἔσται, δωμάτων ἔσω, τέκνα.
σὺ δ᾽ ὡς μάλιστα τούσδ᾽ ἐρημώσας ἔχε                 90
καὶ μὴ πέλαζε μητρὶ δυσθυμουμένῃ.
ἤδη γὰρ εἶδον ὄμμα νιν ταυρουμένην
τοῖσδ᾽, ὥς τι δρασείουσαν· οὐδὲ παύσεται
χόλου, σάφ᾽ οἶδα, πρὶν κατασκῆψαί τινι.
ἐχθρούς γε μέντοι, μὴ φίλους, δράσειέ τι.             95


ΤΡΟΦΟΣ  
Ποτέ  του να  μην άνοιγε  φτερά 
το σκάφος  της  Αργώς
μέσα  απ' τις  μαύρες   Συμπληγάδες ,
να  μην έφτανε  ποτέ   στη γη των  Κόλχων ,
μες  στα φαράγγια  του  Πηλίου  το  πεύκο
να  μην έπεφτε   κομμένο
και  μήτε  να' βαζε  κουπιά  στα  χέρια  
δυνατών  αντρών 
που πήγαν για  να φέρουνε  
το  ολόχρυσο  τομάρι στον Πελία .
Δε  θα' χε  ταξιδέψει  η  Μήδεια , η κυρά  μου
για  της  Ιωλκός τους  πύργους 
βαθιά  μέσα  στα φρένα  χτυπημένη 
από  τον  έρωτα  για τον  Ιάσονα .
Ούτε  θα έπειθε  τις  κόρες  του  Πελία 
να φονέψουν τον πατέρα  τους .
Στη   γη της  Κόρινθος   δε  θα ' μενε 
μαζί  με τα  παιδιά  και με  τον  άντρα  της ,
πασχίζοντας   ν' αρέσει  στους  πολίτες 
της  χώρας  όπου εξόριστη  κατέφυγε ,
συμπλέοντας  με τον  Ιάσονα   στα  πάντα .
Μ' αυτό  μονάχα   σώζονται  τα  σπιτικά 
να μην απέχει η  γυναίκα  από του  άντρα  της  τη  γνώμη .
Τώρα   παντού  παραμονεύει  η  έχθρα 
ο έρωτας  κατάντησε  πληγή 
Πρόδωσε  τα  παιδιά  του  την  κυρά  μου ο  Ιάσων 
αγάπησε   βασιλικά  κρεβάτια 
τη  θυγατέρα  του άρχοντα  της  χώρας  Κρέοντα παντρεύεται .
Κι  η  Μήδεια  ντροπιασμένη  η άμοιρη 
κραυγές  σηκώνει  για  τους  όρκους 
επικαλείται  την τρανή  την πίστη 
που εκείνος  έδωσε  με το  δεξί  του  χέρι 
φωνάζει τους  θεούς  για  μάρτυρες 
να δουν  απ' τον  Ιάσονα  ποια  ανταμοιβή  της  έλαχε.
Κείτεται  χάμω  νηστική 
οι  πόνοι  σημαδεύουν  το  κορμί  της 
και  λιώνει  μες στα δάκρυα  όλο  τον  καιρό 
γιατί   ο   άντρας  της το  νιώθει  την αδίκησε
κι  ούτε  τα  βλέφαρα  σηκώνει
καρφωμένο  έχει το  πρόσωπο  στη γη
κι  όσο  η πέτρα ή το  θαλασσινό  δρολάπι
τόσο  ακούει  τους  φίλους  που την ορμηνεύουν 
Κι  αν  τύχει κάποτε  και  γύρει   τον  ολόλευκο  λαιμό 
μονάχη  κρώζει  τον  αγαπημένο  της  πατέρα  
το  σπίτι  την  πατρίδα  που τα  πρόδωσε 
κι  έφτασε  εδώ  μ' αυτόν τον άντρα 
που σφοδρά  την  ατιμάζει .
Μέσα  απ' τη συμφορά  της  όμως  έμαθε η καημένη
τι  κέρδος  είναι  να μη φεύγεις απ' τη  γη  την πατρική .
Στρέφει  το  μίσος  στα  παιδιά  της 
μαυρίζει  ο  νους  της   να τα  βλέπει .
Φοβάμαι   κάτι  σκοτεινό  ετοιμάζει 
βαραίνει  το  μυαλό  της  κι ούτε θ΄ανεχτεί 
τόσα  δεινά  χωρίς  καλό να  πάσχει .
Την  ξέρω  εγώ και  με  γιομίζει  τρόμο 
μη μπει  στο ανάκτορο  κρυφά 
στο  μέρος  που έστρωσαν  το νυφικό  κρεβάτι
και  σπρώξει   κοφτερό  σπαθί  μες  στο  συκώτι 
ή  μήπως  και τον άρχοντα  και το γαμπρό  σκοτώσει 
κι  έπειτα  κάποια  συμφορά  ακόμη πιο  βαριά  σκαρώσει .
Είναι  τρομαχτική   κι  αν κάποιος συγκρουστεί  μαζί της 
δε  θα  μπορέσει  εύκολα  τραγούδι  επινίκιο  να  ψάλει .
Μα  να και  τα  παιδιά 
σταμάτησαν να παίζουν με τις ρόδες , έρχονται 
δεν ξέρουν  τίποτε  για  τα  δεινά  της  μάνας .
Οι  δροσερές  καρδιές   δεν  αγαπούν τις έγνοιες 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Παλιό  απόκτημα   του  οίκου  της  κυράς  μου,
τι  στέκεσαι   ολομόναχη   κοντά   στις  πύλες 
ψηλώνοντας  το  θρήνο  για τις  συμφορές  σου ;
Πως  θέλησε  η  Μήδεια   ν' απομείνει  μόνη της 
χωρίς  εσένα ;

ΤΡΟΦΟΣ
Γέροντα  ,που  συνοδεύεις  τα  παιδιά  του  Ιάσονα ,
μεγάλη  συμφορά για  τους  πιστούς  τους  δούλους 
τα  βάρη  που  λυγίζουν  τους  αφέντες,
αγγίζουν  με ορμή τα  σωθικά  τους .
Τώρα  κι εγώ  σε  τέτοιο   μέγεθος  οδύνης έφτασα
που  ο  πόθος με κεντρίζει  να' ρθω  και  να  πω
εδώ  σε  γη  και  σ' ουρανό τα  πάθια  της  κυράς  μου 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Δεν έπαψε  η  δύστυχη να  ξεσηκώνει   θρήνους ;

ΤΡΟΦΟΣ
Πως  θα' θελα  την  ξεγνοιασιά  σου !
Είναι  στα  σπάργανά  του  το  κακό 
κι ούτε  που  έφτασε  στη  μέση  

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ 
Η  ανόητη  !  αν πρέπει να το λέει  κανείς  αυτό για τους  αφέντες 
Δεν  της  περνούν μεσ' απ' το  νου  οι νέες  συμφορές 

ΤΡΟΦΟΣ
Μα τι  συμβαίνει  γέροντα ; Μην αρνηθείς  τα  πάντα να μου  πεις 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Τίποτα ...μετάνιωσα  και  για  τα πριν που είπα

ΤΡΟΦΟΣ
Μη , στα  γένια  σου σε  ικετεύω , μη μου  κρύβεις την αλήθεια,
την ίδια  μοίρα  δούλων  μοιραζόμαστε 
Με  τη σιωπή  τη  γλώσσα   μου, αν  πρέπει , θα   τυλίξω

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Πηγαίνοντας   στο άγιο ρέμα  της  Πειρήνης
εκεί  που  κάθονται  οι γέροντες  και  παίζουνε  πεσσούς
χωρίς να δείχνω ,κάποιον  άκουσα να  λέει
ότι   ο  άρχοντας  αυτής  της γης , ο  Κρέων 
ετούτα  τα  παιδιά  μαζί  και τη μητέρα τους 
σκοπεύει  από  την Κόρινθο  να  διώξει .
Δεν ξέρω  αν αληθεύει  αυτός ο λόγος
κι  ούτε  που  θα' θελα  ποτέ  μου τέτοιο  πράμα 

ΤΡΟΦΟΣ
Και  θα ανεχτεί ο  Ιάσονας , παρά  τη μάχη
που  άναψε με τη μητέρα τους ,
να  υποφέρουν έτσι  τα  παιδιά  του  ;

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Αφήνουν  πίσω τους  οι νέες  συγγένειες  τις  παλιές 
κι  εκείνος  πια   δεν  αγαπάει  αυτό το  σπίτι

ΤΡΟΦΟΣ
Λοιπόν  χανόμαστε , αν  φορτώσουμε 
κακό  καινούργιο  στο  παλιό  
, χωρίς  αυτό ακόμα  να΄ χει  σβήσει 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Όμως  εσύ κρατήσου  στη σιωπή , ατάραχη .
δεν είναι ακόμη  ώρα  να  το  μάθει  αυτό η κυρά 

ΤΡΟΦΟΣ
Παιδιά  μου , ακούστε  ποιος  σας έλαχε  πατέρας

Δε  λέω να χαθεί , γιατί  αφέντης μου είναι
Κι  όμως  στους  λατρευτούς  του  τιποτένιος  φάνηκε 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Σαν ποιος  απ' τους  θνητούς  δε φάνηκε  το  ίδιο ;
Κι  αν  τούτα  τα  παιδιά  δεν  αγαπάει  
για το κρεβάτι  μιας γυναίκας,
τώρα  το' νιωσες πως  ο καθένας  πάνω απ' όλους
για  τον  εαυτό του    νοιάζεται ;
Άλλος  γιατί  θαρρεί  πως έτσι  είναι το  δίκιο 
κι  άλλος για να χορτάσει  το  συμφέρον του

ΤΡΟΦΟΣ
Μπείτε  στα  δώματα  ,παιδιά μου .
Καλόβολα  θα γίνουν όλα 
Κι εσύ , όσο  μπορείς  ,κράτα  τα  μακριά
και  μην τ' αφήνεις να  ζυγώσουνε  
τη  χολωμένη    μάνα
Την  είδα  πριν  το μάτι  καταπάνω τους
να ρίχνει  σαν τον ταύρο 
λες  κάποιο τέχνασμα  πως  έβαζε  στο  νου της 
Κι  ούτε  θα  πάψει την οργή ,καλά το ξέρω ,
προτού  να  ξεθυμάνει  κάπου 
Ω  ας  ήταν μόνο  να  ξεσπούμε στους  εχθρούς
παρά σ'  αγαπημένους 


Κώστας   Τσιαχρής  2015





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου