Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016

Στήλη Άλατος



Ένα  διήγημα  του  Κώστα  Τσιαχρή
Αναδημοσίευση  από το www.poiein.gr 


                                                                  Στήλη  Άλατος
      Παράξενα  που  άνοιξε  το  δέρμα  ,όταν το  ξυράφι ξέφυγε και  σύρθηκε   στο  χέρι με δύναμη  και  δεν πρόλαβες να  δεις  τίποτε! Μόνο που ένιωσες  την εισβολή και μετά κοκκίνισαν  τα  πάντα κι έμοιαζε  το κομμένο  δέρμα με συμπληγάδες που ανοιγόκλεισαν για λίγο και σου  έφεραν ένα τσούξιμο στο μυαλό  και  στην ανάσα. Και κράτησες  σφιχτά το λαβωμένο  χέρι  με μια πετσέτα που  βρήκες πρόχειρη εκεί , στο  δωμάτιο 15 του ξενοδοχείου «Η  Νεκρά Θάλασσα». Αλλά το  αίμα πότιζε το πανί που  ολοένα βάραινε  και δεν ήξερες  πώς  να το σταματήσεις. Και  σου φάνηκε πως  μια   πορφύρα  σε κύκλωνε απ’ όλες τις μεριές  και σ’ ανάγκαζε  να χάνεις όλα τα άλλα  χρώματα. Ήταν ωστόσο αυτό που έκανε  τον ταύρο μέσα σου  να σηκώσει το κεφάλι και τα κέρατα, να χιμήξει καταπάνω στην αμηχανία σου. Δεν είχες άλλο γιατρικό, μήτε οινόπνευμα μήτε στάλα κάτουρο να ρίξεις πάνω στην πληγή. Μονάχα το χοντρό αλάτι που κουβαλούσες σα φυλαχτό και στο τύλιγε η μάνα σου να το’ χεις πάντα μαζί σου  «να κάνεις τους  εχθρούς σου  του αλατιού». Ξεδίπλωσες  με   τρέμουλο  το πουγκί κι έχωσες  μέσα του βιαστικά  τα  δάχτυλα ,ώσπου ένιωσες  τους τραγανούς κρυστάλλους  να  κροταλίζουν  σιγανά. Έπειτα με το σχήμα της  Αγια-Τριάδας  έβγαλες τα δάχτυλα έξω   φορτωμένα  κι ετοιμάστηκες  γι’ αυτό που θα ‘ρθει. Άφησες  να πέσει  χάμω η πετσέτα- πρόχειρος  επίδεσμος, σα να  ‘χε  κόψει φόρα  το αίμα ,αλλά η σάρκα ολάνοιχτη , ένας  κρατήρας που κάθε λίγο έφτυνε παχιά κόκκινη λάβα. Πάτησες  τα δόντια τόσο που παραμορφώθηκε το πρόσωπο. Και κίνησες το ράντισμα με την Αγια-Τριάδα.
      Εκεί  ήταν που κοκάλωσε  για λίγο ο χρόνος. Ίσα  που πρόλαβες  να δεις τους κόκκους του αλατιού ,αλλά τους είδες, όπως έπεφταν σα χιόνι και βούιζαν στον ενδιάμεσο αέρα. Θυμήθηκες  το βομβαρδιστικό με τα γαλάζια  φτερά, παιχνίδι που κληρονόμησες μετά το θάνατο του αδελφού σου και το  ‘βαζες τα βράδια να υψώνεται και να βομβαρδίζει τη θλίψη σου. Μπουμ, η πρώτη έκρηξη κι έκανες πως χαιρόσουν. Λιγάκι μόνο ,για να μην πάει  χαμένη η πτήση. Κι εκείνο το βράδυ του Γενάρη που  χιόνισε και στις τρεις τα ξημερώματα σε σήκωσε ο θρήνος της μητέρας «Πέτροοοοο….» και τι να δεις που μαύρο το σώμα του  παιδιού, τα χέρια του , τα πόδια του, παραδομένα στους σπασμούς. Μα  γλίστραγε τόσο πολύ το παγωμένο χιόνι και  τ’ αυτοκίνητο χωρίς αλυσίδες. Και τι να κάνουμε τώρα; Τσίριζε η μάνα με απελπισία. Και ρίξατε τα δυο τσουβάλια αλάτι στο δρομάκι της αυλής , για να πάτε  να φωνάξετε τον κύριο Οδυσσέα με το αγροτικό που είχε λέει  λάστιχα παντός καιρού και στην ανάγκη αλυσίδες…Το αλάτι έπεσε απαλά κι αισθάνθηκες την έκρηξη απ’ την πληγή να μπαίνει ορμώντας στην καρδιά. Τινάχτηκες κι ένα  κομμάτι πόνου σου ‘φερε  λιγοθυμιά στα μάτια. Τραβήχτηκε η κομμένη σάρκα προς τα μέσα  και το πηγμένο αίμα ανακατώθηκε με το αλάτι και  σα να μαύρισε περισσότερο…Αλλά τι να σου κάνει και το αλάτι ;Ήταν αργά. Χαμένο το παιδί, κρεμάστηκε η ψυχή του στ’ άστρα και δεν πρόλαβες για τελευταία φορά ν’ ακούσεις το τραγούδι που έμαθε απ’ το ραδιόφωνο και μ’ εκείνη τη σχεδόν κοριτσίστικη φωνούλα τραγουδούσε «Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι».
    Στην κηδεία   πρόσεξες  που η θεία  Μελπομένη έριχνε  αλάτι πίσω της , δε ρώτησες γιατί, σε κυβερνούσανε τα δάκρυα και δεν είχες το κουράγιο…Τώρα καίει η πληγή και ξέρεις, το ξυράφι  επίτηδες σου γλίστρησε. Ήταν για να μπει ένα τέλος. Μα η ζωή δε χύθηκε απ’ το σώμα σου. Κρατήθηκε απ’ τις φλέβες με τα νύχια.  Πάλεψες μαζί της. Άφησες το αίμα αγριωπό κι απρόθυμο να σταματήσει. Και μόλις ένα βήμα πριν να του παραδοθείς ολότελα και πέσεις στο κρεβάτι ακίνητος και χάσεις τις αισθήσεις  σου, σου φάνηκε  πως χτύπησε στο μέρος της καρδιάς το φυλαχτό με το αλάτι. Το άλλο χέρι δεν κρατήθηκε, έτρεξε να σώσει. Ξαφνικά μεγάλωσε ο δρόμος του θανάτου. Σου φάνηκε πως έβγαζε  ξανά στην ίδια αφετηρία, τρόμαξες…Μεγάλωνες κι εσύ , μα πάντα το μυαλό σου  έμπαινε επίμονα στο ίδιο σκηνικό: ένας μικρός γαμπρός  με κούφιο πρόσωπο , χαμένο μέσα στα χρυσάνθεμα και στο άσπρο  ξύλο. Γυναίκες  που έβαζαν μες  στη μακάβρια τούτη  ζαρντινιέρα δώρα για τον ύπνο του νεκρού αδελφού και βέβαια σακουλάκια με αλάτι , να ξορκίσουν τους δαιμόνους, μη μολύνουν την ψυχούλα του παιδιού. Μεγάλωνες. Σκούριαζε μαζί σου και το βομβαρδιστικό με τα γαλάζια φτερά. Κι ο μηχανισμός  που έκανε τα φτερά του να μακραίνουν, χάλασε . Καθόλου  δε σε πτόησε  αυτή η μικρή ανατροπή. Συνέχισες να  κάνεις πτήσεις  και  να βομβαρδίζεις κάθε  βράδυ με ενοχές  τα σωθικά  σου. Γιατί  δε  θέλησε  η μοίρα να είσαι  εσύ ο μικρός  γαμπρός. Γιατί απόμειναν τα  χέρια σου να χαϊδεύουν  τη φωτογραφία  του με τ’  ασημένια καρφιά στην κορνίζα  και την άλλη που δείχνει  τον κύκλο των παιδιών με τη θέση του Πέτρου άδεια κι εσένα  με το μαντήλι , να γυροφέρνεις δακρυσμένος και να τραγουδάς «αλάτι ψιλό , αλάτι χοντρό, έχασα τη μάνα μου και πάω να τη βρω». Μεγάλωνες. Όλα  γύρω σου μίκραιναν , έχαναν το θάμπος  τους και κατακάθονταν σα σκόνη πάνω στην ηλικία σου. Οι σπουδές σου σκόνη. Ο γάμος σου σκόνη. Οι  καλλιτεχνικές σου ανησυχίες  σκόνη. Σκέπαζε απλώς την επιλογή της εξόδου προς το μαύρο…
      Και τώρα να που το αίμα  στο κομμένο χέρι μαύρισε εντελώς, σχεδόν ξεράθηκε και νιώθεις που φυτρώνει ένα πελώριο αγκάθι πάνω στο δέρμα σου. Και σε τρυπάει σαν παρελθόν και σε βυθίζει  εκεί , σ’ εκείνο το βράδυ που γνώρισες τυχαία το Νέο Νόημα, έτσι ονόμασες το  πρόσωπο αυτό ,και σα να πέρασε ένα ξεσκονόπανο και είδες για πρώτη φορά τον άνθρωπο στο πρόσωπό σου, την αγάπη να σε τραβάει από τον ώμο, να γυρίζεις έκπληκτος και να βγαίνουν ανθάκια λεμονιάς και τρυφερά μάραθα πάνω στους τοίχους. Και παρόλο που το σπέρμα έτρεξε , παρόλο που  τα  χείλη δαγκώθηκαν κι ανακατώθηκαν οι γλώσσες , παρόλο που τα χέρια ψηλάφισαν τη γύμνια μέχρι το τελευταίο καβούκι της, δεν ήταν για να πατήσει σε δάφνες αυτός ο έρωτας. Αλλά για τρεις τουλάχιστον φορές είδες τα Σόδομα να χτίζονται ξανά, μ’ εκείνον τον ανεπαίσθητο ήχο που ξεγελάει την ακοή των  άγουρων ανθρώπων και περνάνε τους χτύπους  των μαστόρων για μουσική. Γιατί μόνο μουσική άκουγες και δεν πρόσεξες  καθόλου που μαζί με τους χτίστες είχαν  ήδη πάρει θέση στο περιθώριο και οι εμπρηστές. Αλλά όπως και να ήταν, τα Σόδομα χτίστηκαν και θα τα κουβάλαγες μαζί σου για πολύ καιρό. Θα έμπαιναν μέσα σ’ εκείνο το ευγενικό χαμόγελο, στο ζεστό σα φουσκωμένη ζύμη σώμα, στα γυαλιά που φορούσε ,όπως σου είπε , για τον αστιγματισμό, στο βλέμμα που χανόταν και ψαχούλευε με δύναμη τον αέρα και στους  γρίφους που άφηνε κλειστούς μέσα στα δόντια του , στο Νέο Νόημα. Και πορευόσουν σα να  ‘χες  υπογράψει με  τον εαυτό σου τη συμφωνία του Άλατος.
     Ώσπου  ξύπνησες  ένα πρωί , χειμώνας ήτανε, τα σύννεφα έχυναν παντού μελάνι, σκόρπιο το μυαλό, αγνώριστα τα δέντρα, κάτι σαν θηλιές επάνω στα κλαδιά, Χειμώνας , μήτε πουλιά , μήτε τρίλιες, μια λύπη έκοβε βόλτες πάνω στα καμπουριασμένα σπίτια. Εγκαταλείπω, είπες, χωρίς να δώσεις εξηγήσεις και χωρίς να χαϊδέψεις για  τελευταία φορά το βομβαρδιστικό με τα γαλάζια φτερά, κληρονομιά μετά το θάνατο του αδελφού σου.  Μάζεψες λίγα πράγματα , δυο τρία βιβλία, την κολόνια πορτοκάλι που έσμιγε τα ρουθούνια  σου με το ράντισμα της θείας Μελπομένης στο δωμάτιο που ξενυχτήσατε  το νεκρό παιδί , και δε θυμάσαι τι άλλο. Μπήκες στο αυτοκίνητο και ταξίδεψες με μια έκφραση θριάμβου στο πρόσωπο, είχες πατήσει , νόμιζες, το φόβο ανάσκελα και τίποτε δε σε πτοούσε. Δεν υπολόγιζες  πως μία τέτοια φυγή θέλει αληθινή ψυχή και πείσμα. Έφτασες νύχτα στη μικρή παραλιακή πόλη κι είδες τη φωτεινή ταμπέλα και παραξενεύτηκες «Ξενοδοχείο  η Νεκρά Θάλασσα». Εκεί  ήταν που θα έμενες για μία μέρα σχεδόν ακίνητος στο κρεβάτι. Τη δεύτερη δεν άντεξες , σηκώθηκες, κοιτάχτηκες στον καθρέφτη , είχε  χαθεί ο θρίαμβος, διάβαζες κενό μέσα στα μάτια σου .Κι όλο το  νόημα είχε  γαντζωθεί σ’ εκείνο το ξυράφι- αντίκα που αγόρασες  απ’ το παλαιοπωλείο «Σαν Άλλοτε» . Αφήνιασε το λογικό σου, έτρεμες, «ας γίνει το θέλημά Μου» ψέλλισες, χωρίς  να το πιστεύεις, κατέβασες το χέρι που βαστούσε το φόνο, αλλά δεν είχε  δύναμη. Του κόπηκε στη μέση η ορμή. Προδόθηκε , προδόθηκες.
    Και τώρα στέκεσαι με μια πληγή αλμυρή και μ’ ένα βλέμμα που το τρώει η θάλασσα. Και πίσω σου ακούς τα Σόδομα που καίγονται. Φωνές αγγέλων και δαιμόνων μοιρασμένες ισότιμα, κι η φωτιά δυναμώνει, και γέλια πολλά , βουητά και σειρήνες , κραυγές , αναστεναγμοί τρυπάνε  τον ουρανό και στάζει χρόνος παντοτινός. Μαζί θαύμα και φρίκη. Ω μη γυρίσεις !Καλύτερα  δάγκωσε το λωτό που φέρνει τη λησμονιά. Μη γυρίσεις !Κράτα στ’ αυτιά σου την απειλή που σου ψιθύρισε ο άγγελος.

     Αλλά ήσουν καμωμένος για να μην αντέχεις και δεν άντεξες. Γύρισες. Είδες. Έμεινες παντοτινά ακίνητος. Σα στήλη Άλατος. Εκεί   στο δωμάτιο 15 του ξενοδοχείου  «Η Νεκρά Θάλασσα».

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2016

P.J. Harvey "The wheel"






Γράφει  ο Κώστας  Τσιαχρής   [ Ν.Ν.]

H PJ Harvey , ένα από τα μουσικά ινδάλματα των εφηβικών μου χρόνων, μια αληθινή ιέρεια και μια καλλιτέχνιδα που αφουγκράζεται με ευαισθησία τον παλμό όλων αυτών που συμβαίνουν δίπλα μας ,ταξιδεύει στη γειτονιά μας , στα Βαλκάνια και ανασκαλεύει με το καινούργιο της τραγούδι "The wheel" μία πραγματική ντροπή για τον πολιτισμό του 21ου αιώνα , τα παιδιά που εξαφανίζονται μυστηριωδώς στους εμφυλίους πολέμους . Επηρεασμένη από το ταξίδι της στο Κόσοβο και στα ελληνικά σύνορα , με αφορμή την πρόσφατη προσφυγική κρίση , ενώνει την ποίηση , τη μουσική και την πολιτική διαμαρτυρία σε μία καλλιτεχνική κατάθεση ψυχής και "ενοχλεί" με το δικό της τρόπο την αμεριμνησία όλων όσοι θέλουν να λέγονται πολιτισμένοι άνθρωποι ,αλλά ανέχονται στο όνομα του προσφυγικού προβλήματος να οδηγούνται χιλιάδες τρυφερές ψυχές σε ένα σύγχρονο και τρομερά αμείλικτο σκλαβοπάζαρο .Το "The wheel" είναι το πρώτο τραγούδι από το καινούργιο , πέντε χρόνια μετά το περίφημο "Let England shake" , άλμπουμ της που κυκλοφορεί στις 15 Απριλίου με τίτλο "The hope six demolition project" .




A revolving wheel of metal chairs

Hung on chains, squealing

Four little children flying out

A blind man sings in Arabic

Hey little children don’t disappear

(I heard it was 28,000)

Lost upon a revolving wheel

(I heard it was 28,000)

Now you see them, now you don’t

Children vanish ‘hind vehicle

Now you see them, now you don’t

Faces, limbs, a bouncing skull

Hey little children don’t disappear

(I heard it was 28,000)

All that’s left after a year

(I heard it was 28,000)

A faded face, the trace of an ear

(I heard it was 28,000)

A tableau of the missing

Tied to the government building

8,000 sun-bleached photographs

Faded with the roses

Hey little children don’t disappear

(I heard it was 28,000)

Lost upon a revolving wheel

(I heard it was 28,000)

All that’s left after a year

(I heard it was 28,000)

A faded face, the trace of an ear

(I heard it was 28,000)

And watch them fade out

And watch them fade out

And watch them fade out...

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

Συνομιλία με ένα ποίημα της Μαρίας Σκουρολιάκου : "Στο Καταχείμωνο"




Στο   καταχείμωνο

Βάλθηκα  μες στο  καταχείμωνο
να  ξεφυλλίζω άνοιξη
Προσκάλεσα  τις θύμησες ,
τα  γράμματα  και τα ρολόγια
                                      
Τους  όρκους που υπέγραφαν το «σ’ αγαπώ»
τις  ώρες  που  ξεχνούσαν  τ΄όνομά τους.
Τα δέντρα στη συνωμοσία  των φιλιών
το αστέρι που βαφτίσαμε «σε θέλω».

Τα χέρια  που κλειδώνανε  τα  δάχτυλα.
Της μεθυσμένης χλόης το πανδοχείο.
Του  πεύκου  τον κορμό  που ονοματίσαμε
καρφώνοντας  ανάποδα τον ουρανό.

Την οροφή ανάστροφα  των φύλλων
να  εξομολογεί  γυμνά  τα  σώματα.
Γλυκό κρασί  που κοινωνάει ο έρωτας
και  βάφει  τ’ όνειρο με κόκκινες μανόλιες.

Απ’ τις παλιές φωτογραφίες
πέφτουν στη γη μικρές ροδιές.
Ριζώνουνε στον κήπο, μεγαλώνουνε
απλώνουν στα παράθυρα κλωνάρια.
Απ΄τις φωτογραφίες φυσάνε μουσικές
σαν χελιδόνια που έρχονται και πάνε.

Βάλθηκα  μες στο  καταχείμωνο
να  ξεφυλλίζω αγάπη.

Γράφει  ο   Κώστας  Τσιαχρής  [Ν.Ν]  για το  ποίημα

Άγιος  ο  λυρισμός  και  η  καταλυτική του δύναμη .Φως και μαγεία που ανασηκώνονται  από τις  λέξεις , κυριεύουν πρώτα τα μάτια κι ύστερα με το αίμα ταξιδεύουν  με ορμή στο μυαλό  και το  σπρώχνουν να φύγει από τη θέση του , να  δει το αλλιώς των πραγμάτων ,το  εκεί  μέσα  στο εδώ . Δύναμη  λόγου  χωρίς  ο λόγος να φτάνει σε  υπερβολές . Αφαίρεση στο  βαθμό που πρέπει και γι’ αυτό που  πρέπει . Όσο χρειάζεται  δηλαδή για να  πάρει από το όνειρο  τα υπόλοιπα κομμάτια  ο αναγνώστης και να τα  απιθώσει  με τη δική του ευαισθησία  πάνω στο σώμα αυτής της ποίησης.  Κι έπειτα είναι αυτή η  αφοπλιστικά  ομιλούσα  νοσταλγία που  ναι δε γίνεται , σε αρπάζει  από το μανίκι και  σε  σέρνει  στο δικό της  αφηγηματικό  ρυθμό .Εξιστορεί  την ομορφιά  και την αλλοτινή ανάταση. Γαληνεύει με τον παραμυθητικό  της  οίστρο  τους τωρινούς φόβους , υψώνει ανάχωμα στην απειλητική επέλαση  της  παγωνιάς . Αλλά πάνω απ΄ όλα  φέγγει κάτι  ανθρώπινο μέσα σ’ αυτό το ποίημα, η απόδειξη ότι  απ’ το σώμα   κι απ΄ τη γλώσσα  αποσπώνται  μερικές  φορές απροσδόκητα  θαύματα.



Η  Μαρία  Σκουρολιάκου είναι  ποιήτρια  , Μέλος  της  Εταιρείας  Ελλήνων Λογοτεχνών  και άλλων  Ενώσεων . Έχει  εκδώσει  τις  ποιητικές  συλλογές  :  «Δακτυλικά αποτυπώματα» [2005]  , «Ακάθιστος  Λόγος»  [2008]  ,  «Αντίδωρο  καρδιάς» [2013] και  «Χρώμα Αύριο»  [2015] . Το  ποίημα  «Στο  Καταχείμωνο»  περιέχεται  στη συλλογή  « Χρώμα Αύριο» 


Οι μαθητές κρίνουν την ποίηση : Ένα απόσπασμα από την ποίηση του Γιάννη Στίγκα



Γιατί η ποίηση

-ψιτ μεγάλε-

δεν είναι αιώρα ρεμβασμών

δεν ειν’ το φτερωτό σου κατοικίδιο

-ψιτ μεγάλε-

Όταν υποδύεσαι το φεγγάρι

Να το υποδύεσαι και στη χάση του

-δεν θα στο κάνω πιο λιανά

Αν το νοείς αυτό

έχει καλώς

αλλιώς


Ε ρε Μαγιακόφσκι που σου χρειάζεται


Τα παιδιά βλέπουν και κρίνουν με το δικό τους τρόπο την ποίηση .Ιδιαίτερα τη σύγχρονη ποίηση, αυτή που δεν έχει προλάβει ακόμη να πήξει, να αποκτήσει τη φήμη και την ευρύτητα που της αξίζει και να παγιωθεί στη συνείδηση του μέσου αναγνωστικού κοινού ως ο καινούργιος μεγάλος σταθμός στη λογοτεχνική μας παραγωγή.Η αλήθεια είναι πως τα ερεθίσματα τους λείπουν. Από ποιον άλλωστε να διεγερθεί το ενδιαφέρον τους για ό,τι τελευταίο συμβαίνει στην ποίησή μας, όταν αυτό το τελευταίο περιθωριοποιείται , όχι μόνο από τα μέσα ενημέρωσης αλλά και από το σχολείο; Ρωτήστε κάποιον να σας πει το όνομα ενός αξιόλογου νέου ποιητή και θα διαπιστώσετε την αμηχανία,την άγνοια, την απορία για το αν εξακολουθεί να γράφεται ποίηση στις μέρες μας. Οι περισσότεροι θα καταφύγουν στη δικαιολογία ότι δεν παράγεται τίποτε τόσο σημαντικό όσο η ποίηση ας πούμε του Αναγνωστάκη , του Χριστιανόπουλου ή της Δημουλά, για να αναφέρω τους πιο πρόσφατους που ενδεχομένως γνωρίζουν.Κι όμως η αλήθεια είναι ότι σπουδαίοι τεχνίτες του ποιητικού λόγου εξακολουθούν να υπάρχουν, μόνο που δεν υπάρχει ο μηχανισμός εκείνος που θα τους υποστηρίξει,που θα φέρει το κοινό σε επαφή με το έργο τους.Κι εννοώ , βέβαια,τα έγκυρα λογοτεχνικά περιοδικά, τους αξιόπιστους κριτικούς,τις εκπομπές με ανάλογο περιεχόμενο, τους ανοιχτόμυαλους εκδότες, τους ενημερωμένους δημοσιογράφους, και τόσα άλλα πράγματα. Κι εκτός αυτού,έχει ίσως αμβλυνθεί σε σημαντικό βαθμό η αναγνωστική-ας την ονομάσω έτσι- υπομονή του κοινού, το οποίο διαβάζει επιπόλαια,γρήγορα,χωρίς την απαιτούμενη προσοχή.Επακόλουθο όλων αυτών είναι ,ασφαλώς, μία βεβιασμένη απορριπτική διάθεση για οτιδήποτε είναι απαιτητικό.Ευθύνονται ,βέβαια, και οι ίδιοι οι ποιητές,οι οποίοι ,όταν γράφουν , ξεχνούν πολλές φορές τη βασικότερη όλων των αρχών,το ότι η ποίηση δε γράφεται για να κοιτάζει τον εαυτό της και να αυτοθαυμάζεται. Η ποίηση γράφεται για να αλώσει την ψυχή και το μυαλό. Και για να πραγματοποιηθεί η άλωση , πρέπει να είναι απλή και άμεση,χωρίς από την άλλη να ξεπέφτει στο επίπεδο της απλοικής έκφρασης.Αυτό είναι το μυστικό της επιτυχίας.Και για να επιστρέψω στην αρχή του κειμένου , τα παιδιά ,όσο κι αν δεν έχουν τις αναγνωστικές εμπειρίες των μυημένων στο σύγχρονο, και όχι μόνο, ποιητικό λόγο,αναγνωρίζουν και εκτιμούν πραγματικά την αξία ενός ποιητή, όταν αυτός καταφέρνει να μιλήσει τη γλώσσα της γενιάς τους και να πει τις μεγάλες αλήθειες με τον πιο απλό και συνάμα όμορφο τρόπο.Αυτό το νόημα είχε το "πείραμα" που έκανα με τους μαθητές και τις μαθήτριές μου : να τους φέρει σε επαφή με έναν σημαντικό νέο ποιητή και τον λόγο του, και να διερευνήσει τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουν εκείνα τις λέξεις και τα νοήματά του. Έτσι, χωρίστηκαν σε ομάδες εργασίας, καθεμία από τις οποίες πήρε ένα όνομα , και έκριναν με τη δική τους ευαισθησία- ή και αδιαφορία ,όλα είναι μέσα στο παιχνίδι και όλα πρέπει να είναι αναμενόμενα- ένα απόσπασμα από την ποίηση του Γιάννη Στίγκα [Προηγήθηκε βέβαια μία μικρή παρουσίαση του ποιητή από εμένα και μία σύντομη αναφορά στα χαρακτηριστικά της μοντέρνας ποίησης και σε έννοιες όπως η "διακειμενικότητα" και η "αυτοαναφορικότητα"] . Είχαν έτσι την ευκαιρία να ψάξουν, να μελετήσουν και άλλα ποιήματα , και να σχηματίσουν μία πιο ολοκληρωμένη εικόνα για το έργο του. Τα κείμενα-κριτικές που ακολουθούν , παρουσιάζονται χωρίς καμία παρέμβαση από την πλευρά μου ως προς την ορθογραφία , την έκφραση ή τη σύνταξη 

Κώστας  Τσιαχρής 



Α ΟΜΑΔΑ : "Όνειρα θερινής νυχτός"

Το ποίημα αυτό ανήκει στη Μοντέρνα Ποίηση, καθώς περιέχει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία.Πιο συγκεκριμένα, γίνεται χρήση ελεύθερου στίχου, έχει πεζολογικό τόνο και ελεύθερες ερμηνείες.Επίσης, το ποίημα χαρακτηρίζεται από αυτοαναφορηκότητα και διακειμενικότητα.Το ποίημα αυτό πιθανότατα απευθύνεται σε μια ολόκληρη γενιά.Ακόμη, αναφέρεται στο μεγαλείο της ποίησης, τονίζοντας πως δεν είναι αιώρα ρεμβασμών.Δεν παρουσιάζει την ευτράπελη μορφή των γεγονότων.Ο ποιητής μέσα από το ποίημα αυτό, αναπτύσσει ένα διάλογο με τον Κόσμο, αναδεικνύοντας έτσι τις πεποιθήσεις του, την προσωπική του γραφή, προσδίδοντας παράλληλα μια δραματική ένταση και βάθος στα λόγια του.Η αναφορά στο Μαγιακόφσκι, μας δείχνει πως ο ίδιος ο ποιητής δε θεωρεί το ποίημα ως μια απλή έκφραση συναισθημάτων αλλά το βλέπει ως μία πολιτική πράξη.Συνεπώς, εντάσσει ένα πολιτικό περιεχόμενο, προκειμένου ίσως να διαψεύσει τις φρούδες ελπίδες της γενιάς του αλλά παράλληλα, η αναφορά στο φεγγάρι δείχνει μία φωτεινή μεριά της ζωής, συμβολίζοντας ίσως την ελπίδα.Άρα ο ποιητής θέλει να υποδείξει το θάρρος στο να ζει κανείς στην τότε χώρα των αλλαγών.Ίσως τελικά, ο σκοπός του ποιητή δεν είναι η ευαισθητοποίση των αναγνωστών του, αλλά η απόδοση της αλήθειας των γεγονότων και των καταστάσεων.Ίσως να προσπαθεί να “ανοίξει” τα μάτια και τις ψυχές των ανθρώπων, δείχνοντας τη φθορά και την αθανασία της ποίησης, παραλληλίζοντάς τη με το αληθινό νόημα της ζωής.Γιατί η ποίηση, δεν είναι η άκριτη απελευθέρωση των συναισθημάτων αλλά ένας γρίφος, ένα αίνιγμα της ζωής



Β ΟΜΑΔΑ "Τα νεκρά αδέλφια"

Βιογραφικό του ποιητή

Ο Γιάννης Στίγκας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977. Σπούδασε ιατρική. Το 2004 κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Η αλητεία του αίματος". Έχει συνεργαστεί με διάφορα περιοδικά. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, γερμανικά, αγγλικά, βουλγάρικα και σέρβικα.

Αξιολόγηση του ποιήματος

Το ποίημα του Γιάννη Στίγκα ανήκει στην κατηγορία της μοντέρνας ποίησης.Ο Στίγκας εκφράζεται πιο ελεύθερα,αφαιρετικά και γι' αυτό επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες, κάτι που βοηθάει στην ταύτιση ενός αναγνώστη με αυτό.'Eλλειψη μέτρου,ομοιοκαταληξίας και στροφών είναι φανερά στο συγκεκριμένο ποίημα ενισχύοντας το μοντέρνο ύφος του.Ο ποιητής μιλάει αυτοαναφορικά και θεωρεί ότι η ποίηση δεν είναι λόγια του αέρα και πάντα περιέχει σκέψεις,προβληματισμούς,ιδέες του κάθε ποιητή.Με λίγα λόγια κάθε ποίημα είναι ένα κομμάτι του εαυτού τους.Επειδή το συγκεκριμένο είναι ένα μοντέρνο ποίημα και επιδέχεται διάφορες επεξηγήσεις,μερικοί πιστεύουν ότι θίγει κοινωνικά θέματα,ενώ άλλοι πιστεύουν ότι θίγει προβληματισμούς που έχουν οι ποιητές,που αν και είναι μέρος του κοινωνικού συνόλου,αποτελούν ιδιαίτερη ομάδα. Ο ποιητής ακόμα παρομοιάζει την ποίηση με φτερωτό κατοικίδιο,γιατί δεν είναι κάτι που κρατάς σε κελί,η ποίηση είναι κάτι που σπάει τα νοητικά κελιά και φεύγει από τα στενά περιθώρια.Στο στίχο "όταν υποδύεσαι το φεγγάρι να το υποδύεσαι και στη χάση του" άλλοι θεωρούν πως ο Στίγκας υποστηρίζει ότι κανείς δεν πρέπει να έχει μια απόλυτη στάση,αλλά να βλέπει όλες τις πλευρές ενός προβλήματος και να αποτυπώνει τις απόψεις του με τρόπο κατανοητό σε όλους.Αντίθετα άλλοι υποστηρίζουν πως ο Γιάννης Στίγκας εννοεί ότι όταν κάποιος αποκαλείται ποιητής δεν πρέπει να τα παρατάει στις κακές στιγμές,αλλά να είναι παντός καιρού. Η διακειμενικότητα του ποιήματος φαίνεται στην αναφορά του ποιητή στο γνωστό Ρώσσο ποιητή Μαγιακόφσκι,του οποίου οι απόψεις είναι ενάντια στου Στίγκα.Έτσι ο Στίγκας στο ποίημά του απευθύνεται σε μία συγκεκριμένη γενιά ποιητών.

Το ποίημα του Γιάννη Στίγκα αν και αξιέπαινο δεν τραβάει το ενδiαφέρον του αναγνώστη.Είναι αντιπροσωπευτικό για κάποιον που είναι ποιητής αλλά είναι δύσκολο για ταυτίσει κάποιος που δεν είναι ποιητής μαζί του.Οι παρομοιώσεις που χρησιμοποιούνται ειναι αρκετά στοχαστικές και ωραίες, όμως το κύριο νόημα είναι δυσδιάκριτο.Σε γενικά πλαίσια όμως είναι αρκετά καλό ποίημα




 Γ ΟΜΑΔΑ : "Τα αστέρια της λογοτεχνίας"

Χαρακτηριστικά του ποιήματος:

Αυτό το ποίημα επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες. Όσον αφορά το στίχο, είναι ελεύθερος χωρίς συγκεκριμένο αριθμό συλλαβών. Ο τόνος είναι πεζολογικός και αυτό το καταλαβαίνουμε από την εγκατάλειψη της ομοιοκαταληξίας και του μέτρου. Στη συνέχεια παρατηρούμε ότι δεν χρησιμοποιούνται στροφές και ότι δεν υπάρχουν σημεία στίξης. Επίσης έχει πρόχειρο λεξιλόγιο και αφαίρεση.

Κριτική: 

Ο συγκεκριμένος ποιητής ασκεί κριτική στις μεγαλύτερες γενιές, οι οποίες αγνοούν το πραγματικό νόημα της ποίησης. Ο ίδιος προσπαθεί να αφυπνίσει αυτές τις γενιές, που χρησιμοποιούν την ποίηση πιο πολύ ως μέσο εντυπωσιασμού παρά ως μέσο μετάδοσης. Η ποίηση εκείνων των γενιών δεν στόχευε στο να δώσει στους αναγνώστες το έναυσμα να σκεφτούν, να αναρωτηθούν ή να ταυτιστούν. Αντίθετα προσανατολίζεται στο να τέρψει τους αναγνώστες. Επίσης με τη φράση ‘’όταν υποδύεσαι.....χάση του’’ εννοεί πως όταν κάποιος επωμίζεται το ρόλο του ποιητή οφείλει να κάνει αυτή τη δουλειά ολοκληρωμένη δηλαδή να μη φοβάται να θίξει θέματα που μπορεί να στεναχωρήσουν ή να προβληματίσουν τους αναγνώστες. Τέλος καλεί τους αναγνώστες να δουν τις πολιτικές απόψεις του Μαγιακόφσκι. Έτσι θα κατανοήσουν καλύτερα τον πραγματικό ρόλο της ποίησης και θα το χρησιμοποιήσουν ως μέσο άσκησης κριτικής σε επίκαιρα θέματα, προκειμένου να εκφράσουν ελεύθερα ακόμα και τις πολιτικές τους πεποιθήσεις. Συνεπώς ο Γιάννης Στίγκας θέλει οι ποιητές να εκφράζουν τις πολιτικές ιδέες τους χωρίς να λογοκρίνονται.

Δ  ΟΜΑΔΑ   : "Γιατί η ποίηση"

·        Κριτική στο ποιήμα του Γιάννη Στίγκα
Ο Γιάννης στίγκας αναφέρεται με το ποίημα του προς ένα ευρύ φάσμα κοινού. Καθιστά λοιπόν ξεκάθαρο πως η ποίηση είναι κάτι σοβαρό και συνεπώς πρέπει να αντιμετωπίζεται ανάλογα. Όλα τα παραπάνω στοιχεία μαρτυρούν  την ύψιστη σημασία της ποίησης  για τον  ίδιο. Έπειτα κάνει  μια αναφορά στον Μαγιακόφσκι τον Ρώσο ποιητή που πιθανώς θαυμάζει. Όσο αναφορά το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί ο Γιάννης Στίγκας στο μεγαλύτερο μέρος του ποιήματος είναι  λιτό, απλό καθημερινό ,κατανοητό και πρόχειρο .Γίνεται παρόλα αυτά ανα τακτά χρονικά διαστήματα χρήση ποιητικών όρων . Το ποίημα προσεγγίζει τον τομέα της μοντέρνας ποίησης αφού δεν διαθέτει ομοιοκαταληξία  και μέτρο ενώ αντίθετα περιλαμβάνει ελεύθερους στίχους και αυτοαναφορικότητα
Ο Γιάννης Στίγκας μέσα από το συγκεκριμένο ποίημα εκφράζει μια      έντονη απέχθεια προς τα άτομα που δεν αντιλαμβάνονται την σοβαρότητα και την σημαντικότητα της ποίησης. Προφανώς η ποίηση είναι κάτι ιδιαίτερα σημαντικό για τον ποιητή και θυμός καθώς και αγανάκτηση τον κατακλύζουν όταν στην σκέψη του έρχονται άτομα που δεν παίρνουν στα σοβαρά την ποίηση. Με την φράση ‘ψιτ μεγάλε’ και ‘δεν θα στο κάνω πιο λιανά’ ίσως ναι ειρωνεύεται το πρόσωπο ή τα πρόσωπα στα οποία αναφέρεται το ποίημα . Θεωρώ ότι το ποίημα αναφέρεται σε κάποιο συγκεκριμένο άτομο, ίσως κάποιον άλλο ποιητή που θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο από τους υπόλοιπος ποιητές καθώς και ταλαντούχο ενώ στην πραγματικότητα το έργο του είναι ριχό χωρίς καποιο βαθύτερο νόημα . Μπορεί δηλαδή αυτό το έργο να αποτελεί μια έκφραση απέχθειας και ανωτερότητας του Γ.Σ στο πλαίσιο μιας κόντρας/διαμάχης εναντίων κάποιου άλλου ποιητή. 

Ε   ΟΜΑΔΑ  "Οι   ζαλισμένοι"

Το ποίημα ''Γιατί η Ποίηση'', του Γιάννη Στίγκα, ανήκει στην μοντέρνα ποίηση. Ο ποιητής δεν κινείται με βάση την λογική αλλά εκφράζει αυτά που θέλει να πει πιο ελεύθερα. Χρησιμοποιεί επίσης συνειρμούς και σκέψεις τη μια μετά την άλλη οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους με εσωτερικό τρόπο.
Με τις εκφράσεις ''ψιτ μεγάλε'' και ''δε θα στο κάνω πιο λιανά'' που χρησιμοποιεί ο ποιητής, απευθύνεται στην νέα γενιά, διότι οι εκφράσεις αυτές είναι πιο απλοϊκές και καθημερινές, καθώς και πιο κατανοητές προς τους νέους. Με το ποίημα αυτό δεν έχει μόνο σκοπό να ξεκουράσει και να ευχαριστήσει τον αναγνώστη, αλλά θέλει να τον βάλει σε σκέψεις. Όπως το φεγγάρι δεν έχει μόνο την φωτεινή του πλευρά, έτσι είναι και η ποίηση. Όταν διαβάζουμε ένα ποίημα δεν

πρέπει απλά να το επεξεργαζόμαστε επιφανειακά, αλλά να εμβαθύνουμε, να κατανοούμε τις βαθυστόχαστες ιδέες του και να δίνουμε βάση στα λόγια και στις αντιλήψεις που μας περνάει ο ποιητής. Επιπλέον, ο Στίγκας θεωρεί πως πρέπει να κατανοήσουμε πλήρως το ποίημα, διαφορετικά πιστεύει ότι το ποίημα είναι κενού περιεχομένου. Τέλος, ο ποιητής αναφέρεται στον Μαγιακόφσκι, ο οποίος έγραφε ποιήματα πολιτικού περιεχομένου, τα οποία δεν ήταν ούτε μεροληπτικά, ούτε είχαν ένα βαθύτερο νόημα και συγκεκριμένα λέει πως όποιος αγνοεί τις συμβουλές του για την κατανόηση, μάλλον χρειάζεται να διαβάσει μερικά από αυτά τα ποιήματα.