Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016

Στήλη Άλατος



Ένα  διήγημα  του  Κώστα  Τσιαχρή
Αναδημοσίευση  από το www.poiein.gr 


                                                                  Στήλη  Άλατος
      Παράξενα  που  άνοιξε  το  δέρμα  ,όταν το  ξυράφι ξέφυγε και  σύρθηκε   στο  χέρι με δύναμη  και  δεν πρόλαβες να  δεις  τίποτε! Μόνο που ένιωσες  την εισβολή και μετά κοκκίνισαν  τα  πάντα κι έμοιαζε  το κομμένο  δέρμα με συμπληγάδες που ανοιγόκλεισαν για λίγο και σου  έφεραν ένα τσούξιμο στο μυαλό  και  στην ανάσα. Και κράτησες  σφιχτά το λαβωμένο  χέρι  με μια πετσέτα που  βρήκες πρόχειρη εκεί , στο  δωμάτιο 15 του ξενοδοχείου «Η  Νεκρά Θάλασσα». Αλλά το  αίμα πότιζε το πανί που  ολοένα βάραινε  και δεν ήξερες  πώς  να το σταματήσεις. Και  σου φάνηκε πως  μια   πορφύρα  σε κύκλωνε απ’ όλες τις μεριές  και σ’ ανάγκαζε  να χάνεις όλα τα άλλα  χρώματα. Ήταν ωστόσο αυτό που έκανε  τον ταύρο μέσα σου  να σηκώσει το κεφάλι και τα κέρατα, να χιμήξει καταπάνω στην αμηχανία σου. Δεν είχες άλλο γιατρικό, μήτε οινόπνευμα μήτε στάλα κάτουρο να ρίξεις πάνω στην πληγή. Μονάχα το χοντρό αλάτι που κουβαλούσες σα φυλαχτό και στο τύλιγε η μάνα σου να το’ χεις πάντα μαζί σου  «να κάνεις τους  εχθρούς σου  του αλατιού». Ξεδίπλωσες  με   τρέμουλο  το πουγκί κι έχωσες  μέσα του βιαστικά  τα  δάχτυλα ,ώσπου ένιωσες  τους τραγανούς κρυστάλλους  να  κροταλίζουν  σιγανά. Έπειτα με το σχήμα της  Αγια-Τριάδας  έβγαλες τα δάχτυλα έξω   φορτωμένα  κι ετοιμάστηκες  γι’ αυτό που θα ‘ρθει. Άφησες  να πέσει  χάμω η πετσέτα- πρόχειρος  επίδεσμος, σα να  ‘χε  κόψει φόρα  το αίμα ,αλλά η σάρκα ολάνοιχτη , ένας  κρατήρας που κάθε λίγο έφτυνε παχιά κόκκινη λάβα. Πάτησες  τα δόντια τόσο που παραμορφώθηκε το πρόσωπο. Και κίνησες το ράντισμα με την Αγια-Τριάδα.
      Εκεί  ήταν που κοκάλωσε  για λίγο ο χρόνος. Ίσα  που πρόλαβες  να δεις τους κόκκους του αλατιού ,αλλά τους είδες, όπως έπεφταν σα χιόνι και βούιζαν στον ενδιάμεσο αέρα. Θυμήθηκες  το βομβαρδιστικό με τα γαλάζια  φτερά, παιχνίδι που κληρονόμησες μετά το θάνατο του αδελφού σου και το  ‘βαζες τα βράδια να υψώνεται και να βομβαρδίζει τη θλίψη σου. Μπουμ, η πρώτη έκρηξη κι έκανες πως χαιρόσουν. Λιγάκι μόνο ,για να μην πάει  χαμένη η πτήση. Κι εκείνο το βράδυ του Γενάρη που  χιόνισε και στις τρεις τα ξημερώματα σε σήκωσε ο θρήνος της μητέρας «Πέτροοοοο….» και τι να δεις που μαύρο το σώμα του  παιδιού, τα χέρια του , τα πόδια του, παραδομένα στους σπασμούς. Μα  γλίστραγε τόσο πολύ το παγωμένο χιόνι και  τ’ αυτοκίνητο χωρίς αλυσίδες. Και τι να κάνουμε τώρα; Τσίριζε η μάνα με απελπισία. Και ρίξατε τα δυο τσουβάλια αλάτι στο δρομάκι της αυλής , για να πάτε  να φωνάξετε τον κύριο Οδυσσέα με το αγροτικό που είχε λέει  λάστιχα παντός καιρού και στην ανάγκη αλυσίδες…Το αλάτι έπεσε απαλά κι αισθάνθηκες την έκρηξη απ’ την πληγή να μπαίνει ορμώντας στην καρδιά. Τινάχτηκες κι ένα  κομμάτι πόνου σου ‘φερε  λιγοθυμιά στα μάτια. Τραβήχτηκε η κομμένη σάρκα προς τα μέσα  και το πηγμένο αίμα ανακατώθηκε με το αλάτι και  σα να μαύρισε περισσότερο…Αλλά τι να σου κάνει και το αλάτι ;Ήταν αργά. Χαμένο το παιδί, κρεμάστηκε η ψυχή του στ’ άστρα και δεν πρόλαβες για τελευταία φορά ν’ ακούσεις το τραγούδι που έμαθε απ’ το ραδιόφωνο και μ’ εκείνη τη σχεδόν κοριτσίστικη φωνούλα τραγουδούσε «Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι».
    Στην κηδεία   πρόσεξες  που η θεία  Μελπομένη έριχνε  αλάτι πίσω της , δε ρώτησες γιατί, σε κυβερνούσανε τα δάκρυα και δεν είχες το κουράγιο…Τώρα καίει η πληγή και ξέρεις, το ξυράφι  επίτηδες σου γλίστρησε. Ήταν για να μπει ένα τέλος. Μα η ζωή δε χύθηκε απ’ το σώμα σου. Κρατήθηκε απ’ τις φλέβες με τα νύχια.  Πάλεψες μαζί της. Άφησες το αίμα αγριωπό κι απρόθυμο να σταματήσει. Και μόλις ένα βήμα πριν να του παραδοθείς ολότελα και πέσεις στο κρεβάτι ακίνητος και χάσεις τις αισθήσεις  σου, σου φάνηκε  πως χτύπησε στο μέρος της καρδιάς το φυλαχτό με το αλάτι. Το άλλο χέρι δεν κρατήθηκε, έτρεξε να σώσει. Ξαφνικά μεγάλωσε ο δρόμος του θανάτου. Σου φάνηκε πως έβγαζε  ξανά στην ίδια αφετηρία, τρόμαξες…Μεγάλωνες κι εσύ , μα πάντα το μυαλό σου  έμπαινε επίμονα στο ίδιο σκηνικό: ένας μικρός γαμπρός  με κούφιο πρόσωπο , χαμένο μέσα στα χρυσάνθεμα και στο άσπρο  ξύλο. Γυναίκες  που έβαζαν μες  στη μακάβρια τούτη  ζαρντινιέρα δώρα για τον ύπνο του νεκρού αδελφού και βέβαια σακουλάκια με αλάτι , να ξορκίσουν τους δαιμόνους, μη μολύνουν την ψυχούλα του παιδιού. Μεγάλωνες. Σκούριαζε μαζί σου και το βομβαρδιστικό με τα γαλάζια φτερά. Κι ο μηχανισμός  που έκανε τα φτερά του να μακραίνουν, χάλασε . Καθόλου  δε σε πτόησε  αυτή η μικρή ανατροπή. Συνέχισες να  κάνεις πτήσεις  και  να βομβαρδίζεις κάθε  βράδυ με ενοχές  τα σωθικά  σου. Γιατί  δε  θέλησε  η μοίρα να είσαι  εσύ ο μικρός  γαμπρός. Γιατί απόμειναν τα  χέρια σου να χαϊδεύουν  τη φωτογραφία  του με τ’  ασημένια καρφιά στην κορνίζα  και την άλλη που δείχνει  τον κύκλο των παιδιών με τη θέση του Πέτρου άδεια κι εσένα  με το μαντήλι , να γυροφέρνεις δακρυσμένος και να τραγουδάς «αλάτι ψιλό , αλάτι χοντρό, έχασα τη μάνα μου και πάω να τη βρω». Μεγάλωνες. Όλα  γύρω σου μίκραιναν , έχαναν το θάμπος  τους και κατακάθονταν σα σκόνη πάνω στην ηλικία σου. Οι σπουδές σου σκόνη. Ο γάμος σου σκόνη. Οι  καλλιτεχνικές σου ανησυχίες  σκόνη. Σκέπαζε απλώς την επιλογή της εξόδου προς το μαύρο…
      Και τώρα να που το αίμα  στο κομμένο χέρι μαύρισε εντελώς, σχεδόν ξεράθηκε και νιώθεις που φυτρώνει ένα πελώριο αγκάθι πάνω στο δέρμα σου. Και σε τρυπάει σαν παρελθόν και σε βυθίζει  εκεί , σ’ εκείνο το βράδυ που γνώρισες τυχαία το Νέο Νόημα, έτσι ονόμασες το  πρόσωπο αυτό ,και σα να πέρασε ένα ξεσκονόπανο και είδες για πρώτη φορά τον άνθρωπο στο πρόσωπό σου, την αγάπη να σε τραβάει από τον ώμο, να γυρίζεις έκπληκτος και να βγαίνουν ανθάκια λεμονιάς και τρυφερά μάραθα πάνω στους τοίχους. Και παρόλο που το σπέρμα έτρεξε , παρόλο που  τα  χείλη δαγκώθηκαν κι ανακατώθηκαν οι γλώσσες , παρόλο που τα χέρια ψηλάφισαν τη γύμνια μέχρι το τελευταίο καβούκι της, δεν ήταν για να πατήσει σε δάφνες αυτός ο έρωτας. Αλλά για τρεις τουλάχιστον φορές είδες τα Σόδομα να χτίζονται ξανά, μ’ εκείνον τον ανεπαίσθητο ήχο που ξεγελάει την ακοή των  άγουρων ανθρώπων και περνάνε τους χτύπους  των μαστόρων για μουσική. Γιατί μόνο μουσική άκουγες και δεν πρόσεξες  καθόλου που μαζί με τους χτίστες είχαν  ήδη πάρει θέση στο περιθώριο και οι εμπρηστές. Αλλά όπως και να ήταν, τα Σόδομα χτίστηκαν και θα τα κουβάλαγες μαζί σου για πολύ καιρό. Θα έμπαιναν μέσα σ’ εκείνο το ευγενικό χαμόγελο, στο ζεστό σα φουσκωμένη ζύμη σώμα, στα γυαλιά που φορούσε ,όπως σου είπε , για τον αστιγματισμό, στο βλέμμα που χανόταν και ψαχούλευε με δύναμη τον αέρα και στους  γρίφους που άφηνε κλειστούς μέσα στα δόντια του , στο Νέο Νόημα. Και πορευόσουν σα να  ‘χες  υπογράψει με  τον εαυτό σου τη συμφωνία του Άλατος.
     Ώσπου  ξύπνησες  ένα πρωί , χειμώνας ήτανε, τα σύννεφα έχυναν παντού μελάνι, σκόρπιο το μυαλό, αγνώριστα τα δέντρα, κάτι σαν θηλιές επάνω στα κλαδιά, Χειμώνας , μήτε πουλιά , μήτε τρίλιες, μια λύπη έκοβε βόλτες πάνω στα καμπουριασμένα σπίτια. Εγκαταλείπω, είπες, χωρίς να δώσεις εξηγήσεις και χωρίς να χαϊδέψεις για  τελευταία φορά το βομβαρδιστικό με τα γαλάζια φτερά, κληρονομιά μετά το θάνατο του αδελφού σου.  Μάζεψες λίγα πράγματα , δυο τρία βιβλία, την κολόνια πορτοκάλι που έσμιγε τα ρουθούνια  σου με το ράντισμα της θείας Μελπομένης στο δωμάτιο που ξενυχτήσατε  το νεκρό παιδί , και δε θυμάσαι τι άλλο. Μπήκες στο αυτοκίνητο και ταξίδεψες με μια έκφραση θριάμβου στο πρόσωπο, είχες πατήσει , νόμιζες, το φόβο ανάσκελα και τίποτε δε σε πτοούσε. Δεν υπολόγιζες  πως μία τέτοια φυγή θέλει αληθινή ψυχή και πείσμα. Έφτασες νύχτα στη μικρή παραλιακή πόλη κι είδες τη φωτεινή ταμπέλα και παραξενεύτηκες «Ξενοδοχείο  η Νεκρά Θάλασσα». Εκεί  ήταν που θα έμενες για μία μέρα σχεδόν ακίνητος στο κρεβάτι. Τη δεύτερη δεν άντεξες , σηκώθηκες, κοιτάχτηκες στον καθρέφτη , είχε  χαθεί ο θρίαμβος, διάβαζες κενό μέσα στα μάτια σου .Κι όλο το  νόημα είχε  γαντζωθεί σ’ εκείνο το ξυράφι- αντίκα που αγόρασες  απ’ το παλαιοπωλείο «Σαν Άλλοτε» . Αφήνιασε το λογικό σου, έτρεμες, «ας γίνει το θέλημά Μου» ψέλλισες, χωρίς  να το πιστεύεις, κατέβασες το χέρι που βαστούσε το φόνο, αλλά δεν είχε  δύναμη. Του κόπηκε στη μέση η ορμή. Προδόθηκε , προδόθηκες.
    Και τώρα στέκεσαι με μια πληγή αλμυρή και μ’ ένα βλέμμα που το τρώει η θάλασσα. Και πίσω σου ακούς τα Σόδομα που καίγονται. Φωνές αγγέλων και δαιμόνων μοιρασμένες ισότιμα, κι η φωτιά δυναμώνει, και γέλια πολλά , βουητά και σειρήνες , κραυγές , αναστεναγμοί τρυπάνε  τον ουρανό και στάζει χρόνος παντοτινός. Μαζί θαύμα και φρίκη. Ω μη γυρίσεις !Καλύτερα  δάγκωσε το λωτό που φέρνει τη λησμονιά. Μη γυρίσεις !Κράτα στ’ αυτιά σου την απειλή που σου ψιθύρισε ο άγγελος.

     Αλλά ήσουν καμωμένος για να μην αντέχεις και δεν άντεξες. Γύρισες. Είδες. Έμεινες παντοτινά ακίνητος. Σα στήλη Άλατος. Εκεί   στο δωμάτιο 15 του ξενοδοχείου  «Η Νεκρά Θάλασσα».

1 σχόλιο:

  1. Σκοτεινό,λυρικό και πολύ ποιητικό το διήγημά σας,κύριε Τσιαχρή.Ωραίος ο τρόπος με τον οποίο δέσατε το αλάτι μέσα στην πλοκή.Το διάβασα και με απορρόφησε από την αρχή ως το τέλος!Να είστε καλά

    ΑπάντησηΔιαγραφή