Ο νοσοκόμος μου φωνάζει ένα πουλί πετάει στα χέρια σου που είναι ; δεν το βλέπεις; Να το διακλαδίζεται στους τοίχους τώρα πάνω απ'το κρεβάτι μπήγει τα φτερά του μέσα στην ποδιά μου Εσύ ο ασθενής Εγώ ματώνω Κι όμως το πουλί είναι εκεί Αν βγουν οι γάζες αν το ιώδιο ξεθυμάνει αν οι στάλες στον ορό σιγήσουν ίσως να ακουστεί ο κελαηδισμός αλλά μην τρέφεις μάταια ουρανό Αίνιγμα Κωνσταντάκη μου τελείως αίνιγμα αν τραγουδάει για θάνατο ή για γιατρειά
Ανάμεσαστιςαρχετυπικέςδιαθέσεις όσον αφορά
στησύλληψηκαι έκφρασητουποιητικού βιώματος κατάτη μεταπολεμικήπερίοδοτης νεοελληνικήςλογοτεχνίας,
δεσπόζουσα θέση καταλαμβάνει εκείνη του
πάσχοντοςποιητικού υποκειμένου.
Αφετηρία και κατάληξητηςσυγγραφικής πράξης γίνεται συχνά ο μικρόκοσμος
, το εσωτερικό μαρτύριο, η παραίτηση και η παράδοση στις ακυβέρνητες
πολιτείεςτων ενστίκτων, η καύση βαθιά
εγχαραγμένωνεικόνων, για να παραχθεί ο
αρμονικά ασύμμετρος και παρεκκλίνων λόγος. Αυτό σε κάποιεςπεριπτώσεις καταλήγεισε ένα είδος αυτοπαγίδευσης. Ο ποιητής κοιτάζονταςπροςτα έσω χάνει τον προσανατολισμό του, μπλέκεται στα δίχτυα που ο ίδιος
στρώνει, για να μπορέσει να θηρεύσει την εκλεκτήσυγκίνηση , κι ενώ γυρεύει πέρδικες καιφασιανούς, απομένειτελικά στο χέρι με τιςσκιέςαπόμερικά μόνο φτερά. Σαναδέξιος κυνηγός. Σεάλλεςπεριπτώσεις καταφέρνει να μετριάσει την εγωκεντρικήτοποθέτησητης γραφής του, καθώς αφήνει το περιθώριο στον αναγνώστη να αισθανθεί
ότι το βίωμα τον αφορά κι ότιαπ’
τιςλέξεις τουανασύρεταιμιαδιάθεση με καθολικόχαρακτήρα. Κι εκεί ακριβώς σπάζει ο κύκλοςτης αδιέξοδης ερμητικότητας κι απελευθερώνεταιενέργεια προς όλα τα μήκη και τα πλάτη
τουποιητικού σύμπαντος, πράγμαπου ασφαλώς είναικαιτοζητούμενο στησυγγραφική πράξη. Μόνοσε τέτοιεςστιγμέςεκρήξεων και ταλαντώσεων
γεννιέταιανθεκτικόςστη φθοράτων αναγνώσεων λόγος.
Ηεσωτερικότητα, η πάσχουσα συνείδηση που
ανακουφίζεται μέσω της εξωτερίκευσης των παθών στομελάνι, η εστίαση της ιδέαςστην προσωπική οδύνη, η πρωτοπρόσωπη
απόδοσητηςευαισθησίας, οβιωματικόςχρωματισμός τουλόγου, η συρραφή
στιγμιοτύπωναπότοβαθύτερο «είναι» , η συνύπαρξη υπερβατικών και ρεαλιστικώνστοιχείων είναι παρόντακαιστοπαρθενικό έργοτου Χρήστου
Μαρτίνη«Το ξένο φως». Απότις πρώτεςλέξεις δίνεται το σύνθημα :ακολουθείπνιγμός και όσοι έχουν
το σθένος να επιπλεύσουν ευπρόσδεκτοι (
καλό μου ναυάγιο πάλιβαπτίσου στο
χάλκινο φως) . Έπειτασεάλλαδεκαοκτώαριθμημένα, πλην
άτιτλα, ποιήματακαι σε άλλα δύο τιτλοφορημένα,
ξεδιπλώνεται το γεωλογικό ανάγλυφο μιαςευάλωτηςψυχοσύνθεσης που με
έντεχνεςδονήσεις προσπαθεί να κάνει το
δικό της υπέδαφος μήτρακαθολικώνεμπειριών. Μέσασε αυτό το υπέδαφος ο προσωπικός πόνοςστερεοποιείται, γίνεται ορυκτό που εξορύσσεταιόχι μόνο με τηνκαρδιά αλλά και με το μυαλό, και κόβεται στο
τέλος σεμικρά πετράδια με το σχήμα
ποιημάτων.
Στοίδιο υπέδαφος ανιχνεύονταικαταβολέςαπόπρογενέστεραεκφραστικάσχήματα και τάσειςτου
νεοελληνικού , και όχι μόνο, ποιητικούλόγου : οι παραλογές (στοτελευταίο ποίημα τηςσυλλογής με
τίτλο «Του καταραμένου») , τα τραγούδια των κοντραμπατζήδων (όσο κι αν το προσπάθησα ρούκουνα να σου
μοιάσω/ φλώρος εγώ μάγκας εσύ κι έτσι πηγαίνω πάσο) , η στιχουργία των
ιθαγενών της Αμερικής (κάθομαι δίπλα
στον σωριασμένο ήλιο/ και προσπαθώ να θυμηθώ/ ένατραγούδι /κανένατραγούδι δεν είναιδικό μου/ είμαι άρρωστος ) , η
αρχαίαελληνική επιγραμματοποιία (αν σας ρωτήσουν/ να πείτε κάτι τραγικό /πως
τράκαρε καβάλα σε μιαμηχανή/ στην άγρια
κόντρα με το χρόνο/ ή πως τον έσφαξαν σ’ ένα κωλόμπαρο τηςεθνικής οδού/κάποια θλιμμένη πέμπτη/ ναβρείτε κάτι πειστικό/ μην πείτε απλώς πως
πέθανα/ μην πείτετην αλήθεια: Ας προσεχτεί εδώότι οι στίχοι μοιάζουν με μία επιτύμβια παράκληση την οποία απευθύνει ο
νεκρός προςτους διαβάτες πουεπισκέπτονται τον τάφο του) , η καρυωτακική ειρωνεία(αιτήθηκα
πρωτόκολλο κοινό για το κορμί μου οιυπεύθυνοι αρνήθηκαν λόγω νομολογίας μου τόνισαν κύριε το σύστημα δεν το
υποστηρίζει τις εγκυκλίους μου έδειξαν αποφάσεις χίλια εκατό του έβδομου
κάθετος δύο χιλιάδες εικοσιπέντεείκοσι
του ενενήνταπέντε )) , η
θεατρικήυφήτης τραγικήςποίησης (τοποίημα «Ελένη»
θασυνιστούσε κάλλιστα έναν χειμαρρώδη μονόλογο σε μια υποτιθέμενη τραγωδία) απαντούν σεμικρότερο ή μεγαλύτεροβαθμόστα σπλάχνα της ποίησης του Μαρτίνη.
Ο ποιητής βεβαίως
φέρνει στα μέτρα της δικής του ποιητικήςόλες αυτέςτιςκαταβολές, αφήνοντάςτες να λειτουργούνδυναμικά και ναεπιδρούν στο βαθμό που δε νοθεύεται η καλλιτεχνικήαυτονομία του. Άλλοτε πάλι τις εμβολιάζει με
μοντέρνους τρόπουςέκφρασης, ώστε η
τελική εντύπωση νατιςεκτοπίζειστο παρασκήνιο. Στοτελευταίο
ποίημα της συλλογής, για παράδειγμα, «Του καταραμένου» η θεματική και
στιχουργική πλοκή που παραπέμπουν στο είδος των παραλογών, κρύβονται επιδέξια
κάτω από το σχήμα μιας μοντέρνας ποιητικής αφήγησης και μόνο με μία
αναπροσαρμογή του τρόπου ανάγνωσηςτων
στίχωνακούγεται καθαράο δεκαπεντασύλλαβοςρυθμός.
Χαρακτηριστικό,
επίσης, είναι ότι η όποια αίσθηση συντριβής αποπνέουν οι στίχοι επενδύεται με
κύριο υλικό τον ήλιο, η συχνή παρουσία του οποίου λειτουργεί ως αντίβαρο που
δεν επιτρέπεισε όλη αυτή τη
σκοτεινήδιάθεση να γίνει ένας
κουραστικός πεσιμισμός. Υπάρχει πάντα ένα χαλινάρι που συγκρατεί την υπερβολή
και φέρνει το συναίσθημα αντιμέτωπο με το μυαλό. Στο κέντροδε της συλλογήςενεργοποιείται σοφά τομοτίβο της θεραπευτικήςεπενέργειας της ποίησης με ένα ποίημα
πουαποτίνει φόρο τιμήςστα «ιαματικά» τραγούδια (medicinesongs) των Ινδιάνων. Ο πάσχων ποιητής, κατά το πρότυπο του καβαφικού Ιάσονος
Κλεάνδρου αλλά με μία διαφορετική υφολογική προσέγγιση, εναποθέτει την
ελπίδατης σωτηρίαςτου στα χέρια της ποίησης, παρόλο που, όπως
γράφει και οΚαρούζος, τα ποιήματά
τουκαταλήγουν να είναι«ενθύμια φρίκης» ,
Έτσι, το ρημαγμένο σώμα
και το ναυάγιο ταυτίζονται(τρίζει το
σώμα σαν σάπια καρίνα), ο ήλιος γίνεται κάτι σα συσίφειοβάρος (ένα
βράχο-τον ήλιο- κουβαλώ στις πλάτες μου), η αγωνία να αποτυπωθεί στη
γραφήη εμπειρία προτού εκφυλιστεί
υπονομεύεται από την τελική συνειδητοποίηση της αδυναμίας(να γράψουμε/πριν μας τελειώσει η εποχή....όμως/ πώς να κρατήσεις βράχο
με τα χέρια σου/πώς ναδεθεί ο χείμαρρος
με το σκοινί) και αλλού στήνεται ένα αινιγματικόσκηνικό αναμονής που θυμίζειφιλμ νουάρ (τις επόμενες μέρες θα λάβεις από μένα μια σακούλα/θα την αδειάσεις στο
τραπέζι της κουζίνας/θα χυθούν οι σπασμένες ακτίνες του ήλιου). Πιοκάτω, ο ποιητής διαμαρτύρεται για τον
τυπολατρικό ξεπεσμό της ανθρώπινης ποιότητας(σφράγισαν τις ανάσες μου με στρογγυλή σφραγίδα και με αρχειοθέτησαν ως
πράξη τελική), δημιουργεί μια καρικατούραφυλακής όπου τα δεσμά και ο δεσμοφύλακας απομυθοποιούνται (βγήκανα αγοράσω συρματόπλεγμα/ μα δεν περίσσευε καθόλου/ για φυλακές
δίνανβελόνες καικλωστές/ κι ένα παιδί κρατούσε τα κλειδιά)
,αντιμετωπίζει τους στίχους ως επικάλυψηνοσηρών στιγμών (και αν τους
στίχους αφαιρέσεις με νυστέρι /θα μείνει-επιτέλους- να βρωμίζει τον αέρα/ το
κουφάρι από το άγιο καλοκαίρι) , αγωνιά για την τύχη μιας αναπάντητηςικεσίας (ίσως
δεν πρόσεξαν την κλήση την κραυγή/ ίσως να μη μετέφεραν σωστάτην ικεσία)καιαναγραμματίζειτην κατάληξη του
μύθουτηςΕλένης, βάζοντας στο στόμα ενός σύγχρονου
Μενελάου έναν περιπαθή αναθεματισμό (ανάθεμα
την ώρα σου που γύρισες/ φύγε ξανά και μάζεψε ό,τι μπορείς πριν το φευγιό σου)
.
«Ενθύμια φρίκης» λοιπόναυτά τα ποιήματα του Χρήστου Μαρτίνη. Πλην όμωςτα
τιθασεύει ο λόγος και τα αναβαπτίζει σε μαρτυρικές καταθέσεις ενόςυποσυνείδητου σε αναμονή γιααποκαλύψεις.
Ότι έφερε η βροχή μια συνάντηση Λες κι οι σταγόνες ήταν ένα δώρο που έπρεπε να μην εξατμιστεί απ'το πρόσωπο Ότι σε κοίταξα κι ένιωσα ένα βάθος να αρχινά και να τελειώνει την ανάμνηση Ότι εκεί ίσως κάποια αλλοτινή στιγμή περνούσαν χελιδόνια κι έπαιρναν από τα μάτια σου σποράκια φως για να χτίσουν μια φωλιά τόσο ταπεινή που κι ο Θεός θα τη ζήλευε Ότι ακούστηκε το κλακ στη σκανδάλη όπως σημάδευε το στόμα μου τις λέξεις σου να ρίξει στο ψαχνό να γονατίσει την κορμοστασιά τους Ότι έπεσαν με κρότο έπεσαν με τη σειρά η αντίσταση ο δισταγμός η βολική αναμονή Ότι στο τέλος στήθηκαν με τόση ποίηση κορμιού τα σκηνικά που σαν να μοίρασες σε μένα και στην Άνοιξη καινούριους ρόλους
Σήμερα πρώτη μέρα κλώτσησες λεξούλα-αγγελούδι Έρωτα κι ένιωσα το χτύπημα Άνοιξα την πόρτα πέφταν χρώματα δασείες ονόματα Έκανα για σένα όνειρα να μπεις σε κείμενο να γίνεις υποκείμενο και να τινάξεις από πάνω σου το σάλιο της φριχτής της καθημερινής φθοράς 5/8/2018
Ακόμη μια φορά αγαπημένο βάρος σφίξε με και βγάλε απ'τις κλειδώσεις μου τη μουσική Βάλε ξανά τη γλώσσα σου κλειδί μέσα στο στόμα μου ν' ανοίξω νότες που άφηνα κλειστές πάνω σε τούτο το πεντάγραμμο το σώμα μου με τις αμίλητες αισθήσεις τις ακίνητες χορδές 3/8/2018