Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2021

Κώστας Τσιαχρής Τρύπες





Μια τρύπα  στο νερό  έκανα  εκείνο  το  πρωί  ,όταν   πήρα να φορέσω το  μοναδικό  ζευγάρι  καθαρές  κάλτσες  κι έκπληκτος  ανακάλυψα  στο μέρος  από το μεγάλο δάχτυλο την αρχή  μιας τρύπας . Καταραμένες  τρύπες , ξεστόμισα , δεν προλαβαίνω να φορέσω  κάλτσα και  μου βγαίνετε  φάντης μπαστούνι . Παλιά μου τέχνη κόσκινο . Θα τη μαντάρω ,όπως και τις άλλες . Μ’ αυτή την τσιγκουνιά μου ν’ αγοράζω κάλτσες   απ’τη λαϊκή, καλά  να πάθω . Αλλά και πάλι να ξοδεύεις χρήματα για  κάλτσες !  Πήρα  βελόνα και  κλωστή ,αλλά το πέρασμα απ’ την  τρύπα  της βελόνας  μου φάνηκε  σωστός   άθλος . Μπα , έκανα εκνευρισμένος , γέρασα κι ούτε που βλέπω να περάσω μια κλωστή . Κι  όπως δοκίμασα  για ακόμα  μια φορά, βγαίνοντας  στο μπαλκόνι , για να’ χω περισσότερο  φως  , μου ξέφυγε  η άτιμη η  βελόνα  κι έπεσε  από κάτω σε μια τρύπα που την είχε  ανοίξει  ένα  συνεργείο  του δήμου  στο  πεζοδρόμιο  κι  έμενε μια βδομάδα  σχεδόν ανοιχτή . Μάλιστα , πολύ  ωραία . Θα αναγκαστούμε να πάμε  με τρύπιες κάλτσες . Δε βαριέσαι . Εκείνη τη στιγμή ακριβώς παρατήρησα  ότι ο εκφωνητής  της  ραδιοφωνικής  εκπομπής  που άκουγα , μιλούσε  με  φανερή έξαψη  για την  προσφορά  του  μουσικού  συγκροτήματος «Τρύπες» . Για κοίτα σύμπτωση , σκέφτηκα . Έκλεισα το ραδιόφωνο , φόρεσα τις τρύπιες  κάλτσες  , τα παπούτσια μου , κι ετοιμάστηκα να φύγω. Με έπιασε όμως μια  παράξενη  επιθυμία να  κοιτάξω από την κλειδαρότρυπα στο  δωμάτιο  του συγκατοίκου μου , λαμπρού  επιστήμονα  , που καταγόταν από τη Δρακότρυπα Καρδίτσας  , αλλά  φοβερού  γυναικά . Ποιος ξέρει ποια έχει κουβαλήσει πάλι  στο σπίτι .Μάτι δεν έκλεισα  χτες το βράδυ από  τους στεναγμούς τους . Τώρα κοιμούνται  ακόμα   σα  ζώα . Θα περιμένει κιόλας  να του’ χω το  φαγητό έτοιμο . Και  που του άφησα  στο τρυπητό  τα  μακαρόνια  έτοιμα βρασμένα  , για να τα βουτυρώσει  , πολύ του  είναι.  Η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που  κοίταζα από την κλειδαρότρυπα  κι ασφαλώς θα μπορούσατε τώρα να σκεφτείτε πως είμαι ένας αδιάντροπος  ηδονοβλεψίας ,αλλά δεν είναι έτσι . Απλώς ζήλευα . Ζήλευα παράφορα  που  εγώ δεν είχα  επιτυχία στις γυναίκες  κι εκείνος τις άλλαζε σαν τις φανέλες . Και  κοίταζα  μόνο και μόνο , για να νιώσω μια χαιρέκακη ευχαρίστηση , αν κάποιες  φορές   τον έβλεπα να κοιμάται  μόνος , παρατημένος , κουλουριασμένος όπως εγώ με το μαξιλάρι στα σκέλια του . Ο  διακορευτής  μας   μόνος !  σκεφτόμουν  και  με  πλημμύριζε  ανείπωτη  χαρά . Ήμουν  πια έτοιμος  να βγω από το σπίτι . Ενστικτωδώς  έπιασα  με το  χέρι  το αυτί  μου . Είχα  καιρό  να φορέσω το σκουλαρίκι που μου χάρισε η  Δανάη και θα φαινόμουν πιο νέος , αν και πατημένα  σαράντα , φορώντας  το . Κάτι άσπρες  τρίχες  που όλο  πλήθαιναν στο κεφάλι μου  , με είχαν αναστατώσει  τελευταία . Πήγα στο υπνοδωμάτιο , άνοιξα ένα μικρό συρτάρι στο  κομοδίνο  μου  κι έβγαλα ένα ψευτοασημένιο  κρικάκι . Δοκίμασα να το φορέσω στ’ αυτί , αλλά η τρύπα είχε κλείσει .  Καταραμένες τρύπες  σήμερα ! Τι κακό κι  αυτό ! Η μια ατυχία πάνω στην άλλη . Πέταξα γρήγορα το κρικάκι στο συρτάρι  και  έφυγα βρίζοντας .  Στα χείλη   μου  μετά  από  λίγο   τριγυρνούσε  επίμονα  ένας στίχος  από  ένα αγαπημένο  μου ποίημα του Αναγνωστάκη  «Όταν τα βράδια , Τρυπάς το στήθος μου μ’ ένα μαχαίρι» . Κανείς μα κανείς  δε γνώριζε  τα πάρε δώσε μου με τον υπόκοσμο . Από πού και πως  τα έβγαζα πέρα   μυστήριο . Στον συγκάτοικό  μου  μιλούσα  για μια παλιά  κληρονομιά  που  μου είχε αφήσει  ένας μακρινός  θείος, χωρίς  πολλές όμως  λεπτομέρειες . Κάποιες  φορές  με άκουγε στο  τηλέφωνο  να  χρησιμοποιώ  παράξενα  συνθηματικά  ονόματα , όπως  «ο γάντζος» , «η φαρέτρα» ή  «το  σπιρτόκουτο» . Κάνουμε πλάκες με κάτι φιλαράκια , δικαιολογούμουν . Περπατούσα στον δρόμο τώρα με μία ανάλαφρη διάθεση . Είχα ξεχάσει  και τις τρύπες κι όλα τα στραβά . Με κατάπινε και κατάπινα τον ήλιο . Κι ούτε  που με προβλημάτιζε  που η τελευταία  δουλειά  πήγε  κατά  διαόλου κι όλο το βάρος για την αποτυχία  έπεφτε πάνω μου. Προσπέρασα  βιαστικά ένα περιπολικό  που ήταν σταματημένο  στον απέναντι  φούρνο . Έφτασα   στο  δημαρχείο  και  το βλέμμα μου έπεσε πάνω σε μια πρόσκληση  στον πίνακα ανακοινώσεων « Η  τρύπα του όζοντος  μας αφορά  όλους : μια διάλεξη που  θα κάνει αίσθηση» . Χμμμ, η τρύπα του όζοντος …ως τότε  θα έχουμε μετοικήσει  στις αιώνιες  τρύπες  μας . Αν  δε μας αφανίσουν πρώτα εκείνα τα πελώρια  τέρατα , οι μαύρες  τρύπες . Ουφ  δε θα κάτσω τώρα να ασχολούμαι  με  τέτοια . Άνοιξη παντού. Αυτές οι πασχαλιές  έχουν μια μυρωδιά που τρυπώνει  στα στήθια . Κι ο δρόμος ζεσταίνει τις πατούσες μέσα στα παπούτσια μου . Κι εκείνη η τρύπα στο μεγάλο δάχτυλο  πόσο ενοχλητική. Λες κι όλο μου το σώμα μαζεύτηκε τώρα εκεί . Λες  κι η γύμνια  διαπερνά τώρα όλο το  αίμα μου . Τι αφόρητη !  Περπατάω κι η σκέψη  μου  όλη είναι μια τρύπα τώρα . Να γυρίσω γρήγορα  στο σπίτι να βγάλω τις κάλτσες . Να γυρίσω γρήγορα. Πρώτα όμως πρέπει να πάω εκεί .Όλα  κι όλα . Να μη νομίσουν ότι φοβάμαι κιόλας. Τώρα το μεγάλο δάχτυλο , το νιώθω, πρέπει να έχει  πεταχτεί έξω από την κάλτσα  θριαμβευτικά.  Να ξεκαθαρίσει η υπόθεση . Δε θα φορτωθώ  όλο το φταίξιμο εγώ  που χάλασε  η δουλειά. Κάποια τρύπα στον νόμο θα βρεθεί ,  για να  τη βγάλουμε καθαρή  και πάλι . Περνάω  από το  δάσος   κι ακούω το χτύπημα που κάνει  το ράμφος  του τρυποκάρυδου πάνω στους  κορμούς . Τι πένθιμο χτύπημα ! Ντοκ … Ντοκ…. Ντοκ . Φτάνω   μετά από  δέκα λεπτά στο  ορισμένο σημείο . Ούτε ίχνος  αγωνίας στο πρόσωπό  μου. Πιο πολύ σκέφτομαι την τρύπα  στο δάχτυλο παρά οτιδήποτε άλλο . Μαζί  και  το χτύπημα  του τρυποκάρυδου   που  αντηχεί ακόμη μέσα  μου  σαν εκκρεμές. Επιτέλους  ήρθες , μου λέει . Περίμενα ένα τέταρτο . Άργησες .  Έπρεπε να τακτοποιήσω κάτι , δικαιολογούμαι . Έχουν μάθει τα πάντα για σένα . Η αστυνομία σε παρακολουθεί . Προδόθηκες και χάλασες και τη δουλειά . Αδύνατον , του λέω . Φρόντισα να γίνουν όλα με άκρα  μυστικότητα . Φρόντισες  αλλά  δεν υπολόγισες σωστά . Και  τώρα ; ρωτάω , και το αίμα  στο μεγάλο δάχτυλο  φουντωμένο  σφυροκοπάει άγρια . Τώρα ήρθε η ώρα της πληρωμής . Και  βγάζει  από   την τσέπη   της ζακέτας του ένα περίστροφο και μου ανάβει μια στο στήθος . Το τελευταίο  πράμα  που θυμάμαι ,όπως πέφτω και σπάνε  τα μάτια  μου και μπαίνει ποτάμι μέσα  το σκοτάδι , είναι  αυτή η άτιμη η τρύπα στην κάλτσα .  Πιο άτιμη κι από την τρύπα στο στήθος .  Την επομένη  με  έριξαν σε μία κρύα τρύπα μέσα στο χώμα .  




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου