Παρασκευή 1 Ιουλίου 2016

Χρυσή Καρπαθιωτάκη "Το χρυσόψαρο"






Την εποχή της Μεγάλης Παρένθεσης, εννοώ, όταν μπήκαν όλα μέσα στην παρένθεση, οι σχολικές μου εκθέσεις, τα κραγιόν μου κι οι εφιάλτες μου, βρέθηκα ξαφνικά εντελώς μόνη σ’ ένα περιβάλλον τόσο μα τόσο απρόβλεπτο, κι αυτά τα γαλάζια μάτια που ξεπρόβαλλαν κάποτε μέσα στο σκοτάδι, ίσως δεν ήταν παρά η αντανάκλαση των περασμένων ερώτων μου. Οι έρωτες παίρνουν καμιά φορά ένα χρώμα γαλάζιο, όχι βέβαια ακριβώς γαλάζιο, πιο πολύ σαν ξεθυμασμένο μωβ, όπως τα ρούχα άμα τα μπλέξεις στο πλυντήριο. Με γοήτευαν ανέκαθεν τα πλυντήρια, όπως άλλωστε και τα μίξερ και τα καρουζέλ κι ο,τιδήποτε άλλο στριφογυρνάει έτσι υπέροχα παραμορφώνοντας την οπτική των πραγμάτων, τις νύχτες που γυρνούσα στο σπίτι μεθυσμένη έπεφτα στο κρεβάτι με τα παπούτσια κι αφηνόμουν να στροβιλίζομαι, νομίζω ήταν μονάχα τότε που υπήρξα πραγματικά ευτυχισμένη. Τα μαλλιά μου μεγάλωναν απότομα, παραμέριζαν τις κουβέρτες και χύνονταν στο πάτωμα, πίεζαν τα κίτρινα πλακάκια, άνοιγαν τρύπες, σέρνονταν στο ταβάνι του κάτω ορόφου, όπου ζούσε ο μελαγχολικός ταχυδρόμος με τη γυναίκα του, την άκουγα να ουρλιάζει κάθε φορά που τα μαλλιά μου τρυπούσαν την οροφή της. Εγώ όμως, α, εγώ ονειρευόμουνα για γείτονα ένα ρετρό φοιτητή με φαβορίτες και στενό κόκκινο πουλόβερ, που θα καταδεχόταν ν’ απαγχονιστεί με τις τούφες της κόμης μου, ώστε ν’ αναγορευτώ επιτέλους δικαιωματικά ικρίωμα. Μ’ αυτές τις σκέψεις έμενα μέρες και μέρες ξαπλωμένη, μέχρι που κάποια φορά ήρθε ο Λουκάς να με μαλώσει που είχα αποξεχαστεί, δεν είναι ακόμη ώρα μου είπε και μ’ έκλεισε στη ντουλάπα για ν’ αλλάξω ρούχα. Εγώ βέβαια ήξερα ότι το έκανε για να μη τον δω που πέταγε στα σκουπίδια το πεθαμένο χρυσόψαρο, βγήκα απ’ τη ντουλάπα με το νυφικό της μαμάς, το ψάρι μου πέθανε από έρωτα είπα κι αυτός με χαστούκισε για την αναίδειά μου, είναι πρόστυχο να φορτώνεις στους άλλους τις αδυναμίες σου μου φώναξε κι άναψε τσιγάρο. Ο καπνός του Λουκά έβγαινε μενεξελής απ’ τα ρουθούνια του, κι εγώ τον παρατηρούσα ακουμπισμένη στο κομό, τα λακκάκια στα μάγουλά του ήταν τόσο νοσταλγικά που σχεδόν δάκρυσα, στην πραγματικότητα επειδή θυμήθηκα μια αξεδιάλυτη ομορφιά που συνάντησα κάποτε στο σταθμό ενός τρένου. Και τόσο πολύ με συνεπήρε η ανάμνηση εκείνου του μαγιάτικου πρωινού που νομίζω μεταμορφώθηκα σε κήπο. Κι ενώ οι τουλίπες ξεχείλιζαν ήδη από το μπούστο του νυφικού κι ο κισσός είχε αρχίσει να τυλίγεται στο λαιμό μου, ο Λουκάς με κοίταξε υποτιμητικά, τι θεατρινισμός, μου είπε, κι όμως ξέρεις ότι ποτέ δε θα ξαναζήσεις ένα τόσο κίτρινο πρωινό. Ο Λουκάς πάντοτε μάντευε τη σκέψη μου και γι’ αυτό δεν του θύμωσα, κι ας το έβρισκα αγένεια να μου θυμίζει έτσι απροκάλυπτα την αποτυχία μιας ολόκληρης ζωής. Μετά όμως με πήρε το παράπονο, εγώ δεν έφταιγα καθόλου είπα λαχανιάζοντας κι ο κισσός έφερε άλλη μια βόλτα στο λαιμό μου, δικό του ήταν το λάθος που παρέλειψε να μου πει πώς θα τον αναγνωρίσω, εγώ ήμουν εκεί αλλά μέσα σε τόσο κόσμο τον έχασα. Ο Λουκάς γέλασε δυνατά και μου φύσηξε στα μούτρα ένα σύννεφο μενεξελή καπνό, πνίγηκα στο βήχα κι όλο το δωμάτιο έγινε μωβ, το νυφικό με στένευε, τι έχεις-λοιπόν-να πεις-τώρα, μου είπε σχεδόν τραγουδιστά, και τότε νομίζω τον μίσησα, το χρυσόψαρό μου πέθανε από έρωτα του είπα πεισμωμένα, κι αν δεν το πιστεύεις είσαι ανάξιος, έτσι μαλώσαμε οριστικά με το Λουκά και δεν τον ξανάδα ποτέ. Τώρα μένω ανενόχλητη μέρες και μέρες ριζωμένη στο κρεβάτι μου, ακούγοντας πάντα τα ουρλιαχτά της γυναίκας του μελαγχολικού ταχυδρόμου, και το νυφικό της μαμάς το πούλησα σ’ ένα περιοδεύοντα θίασο της συμφοράς. Κι έτσι είμαι απολύτως ήρεμη κι ευχαριστημένη. Το χρυσόψαρο μονάχα, αυτό μου λείπει κάπως πού και πού.

Από τη συλλογή "Χάντρες ,οκτώ  εξομολογήσεις κι ένας επίλογος"

Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον ένας λογοτέχνης να στέκεται στο σύνορο μεταξύ ποίησης και διηγηματογραφίας, να πασχίζει να στεριώσει τα πόδια του καλά και στις δύο μεριές,να επιλέγει το ανακάτεμα παρά την καθαρότητα, να προβάλλει τα γνωρίσματα της μιας συγγραφικής περιοχής πάνω στην άλλη, και στο τέλος να μην αφήνει καμία αμφιβολία για την απόλυτη επιτυχία του εγχειρήματός του. Εδώ η ποίηση όχι απλώς λοξοκοιτάζει,τοποθετεί απέναντί της το πεζογράφημα,το ανατέμνει,το αφαιμάσσει, το προκαλεί, του δίνει καινούργιες συντεταγμένες, στο τώρα και στο αύριο. Αφήνεται σε έναν αμαρτωλό χορό μαζί του, περισσότερο για να βρει εκείνη το δικό της βηματισμό και να απελευθερωθεί από τα συμβατικά σχήματα ή τους κανόνες που περιορίζουν το εκτόπισμά της. Το "χρυσόψαρο" , η πρώτη από τις οκτώ εξομολογήσεις της Χρυσής Καρπαθιωτάκη,μια χάντρα σε ένα αφαιρετικά κατασκευασμένο ποιητικό βραχιόλι,απεικονίζει εύγλωττα τον τρόπο σύνθεσης της ποιήτριας: ένας ολότελα παρενθετικός κόσμος ανοίγει διάπλατα τις ερμητικές καμπύλες του και αυτά που περικλείονταν με δύναμη μέσα του, χύνονται ξαφνικά μπροστά μας και ανασυντάσσουν τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να αντιληφθούμε την πραγματικότητα. Όνειρο και γεγονός χωνεμένα. Ο μέσα και ο έξω κόσμος σε μια σχεδόν ερωτικής φύσεως επικοινωνία.Και στο τέλος αυτό που κερδίζει τη μάχη ανάμεσα  στο βαρύνον και στο ελαφρύ ,είναι ασφαλώς το δεύτερο (Το χρυσόψαρο μονάχα, αυτό μου λείπει κάπως πού και πού).
Κώστας  Τσιαχρής 






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου