Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2016

Συνομιλία με το ποίημα της Γιάννας Μπούκοβα "Τραφαλγκάρ"




Το δέρμα μου μαύρη ήπειρος
Όλο το βράδυ μάζευα τα παιχνίδια μου
τον μικρό πέτρινο παλιάτσο
που ανατριχιάζει τις σκιές
τον γαλάζιο τίγρη με το ρόδο καρφωμένο
στην καρδιά
και το αεροπλάνο που δεν πέταξε ποτέ
επάνω απ’ τον ισημερινό της σιωπής

Κι αφού μιλάω για την παιδική μου ηλικία
ας μην ξεχάσω τον κισσό που ροκάνιζε τη νύχτα τον τοίχο
και γλιστρούσε μέσα στο κρεβάτι μου

Και μια απαλή κόκκινη αυλαία
στο τέλος της πρώτης πράξης

«Σαραγόσα» – έλεγα
όπως θά ‘λεγε κανείς «Στο διάολο»
ή κάποιος άλλος «Άνοιξε, Σουσάμι»
«Καρχηδόνα» –έλεγα – «Τραφαλγκάρ»

Αλλά δεν είχα πια άλλους χάρτες
άλλα χαρτιά δεν είχα στο μανίκι μου
Έβλεπα από πάνω μου σκυμμένο το φεγγάρι
Για αίμα διψούσε και θεάματα

Σίγουρα
σίγουρα υπάρχει εξήγηση
όταν μεγαλώσω


Γράφει ο  Κώστας  Τσιαχρής [Ν.Ν.]

Δύσκολο να γράφει κανείς με την ίδια αθωότητα και την ίδια έκσταση με την οποία ψηλάφιζε τα πράγματα όντας παιδί. Η παιδική συνείδηση σαν ένα κουβάρι που τυλίγεται με χρώματα , με ανείπωτα θαύματα και με συνεχή θεατρικά καμώματα, υφαίνει την πραγματικότητα σε μια αρχετυπική κατάσταση .Ομορφιά , θάμβος ,αναμονή ,φανερωμένα όλα σε μιαν οριακή ένταση και σε μια ευλαβική αναμέτρηση με το αδοκίμαστο. Η Γιάννα Μπούκοβα , μία από τις εξαιρετικές ποιητικές φωνές των Βαλκανίων στις μέρες μας , φαίνεται πως γνωρίζει καλά τους κανόνες που ορίζουν το παιχνίδι της επιστροφής στην ομίχλη του παιδικού μυαλού .Κρατώντας το φαναράκι της με έναν τρόπο γοητευτικά τρυφερό , ρίχνει το φως προσεκτικά πάνω στις καταπαχτές και φωτίζει έναν απόκρυφο θησαυρό . Το βήμα της αργό , κανονισμένο με τρόπο που το μάτι και το μυαλό του αναγνώστη να πέφτει όσο χρειάζεται σε κάθε εικόνα που ανασύρεται. Και μέσα σε όλη αυτή την περιήγηση στα μυστικά της παιδικότητας , τα παιχνίδια , αντικείμενα απολύτως συνδεδεμένα με την αφέλεια και την ανεμελιά , αποκτούν μια ξενοφανή εκφοβιστική υπόσταση . Γίνονται μάρτυρες ίσως μιας επώδυνης μαθητείας στην ωριμότητα , σε μια πρώιμη καταναγκαστική ωριμότητα .Κι ενώ θα περίμενε κανείς να φεύγουν από τα χείλη ενός παιδιού βρισιές ,όπως «Στο διάολο» , ή φράσεις των παραμυθιών ,όπως «Άνοιξε , Σουσάμι» , εδώ η παιδική γλώσσα παγιδεύει μυστηριώδεις λέξεις - τοπωνύμια ,όπως «Σαραγόσα» , «Καρχηδόνα» , «Τραφαλγκάρ» , υπολείμματα ίσως μιας ενθουσιώδους οπτικής περιοδείας πάνω στους χάρτες και μιας σύμφυτης με την παιδικότητα διάθεσης για φυγή , ή από την άλλη λέξεις-σύμβολα - ειδικά η λέξη «Τραφαλγκάρ» (ακρωτήριο στο οποίο δόθηκε η περίφημη ομώνυμη ναυμαχία μεταξύ Αγγλικού και Γαλλικού στόλου, στη διάρκεια των ναπολεόντειων πολέμων) - ενός πολέμου που υφέρπει και σκοτεινιάζει την καθαρότητα του παιδικού μυαλού. Όταν το ποίημα ολοκληρώνεται , οι τελευταίοι στίχοι , παρά το διαβεβαιωτικό τους τόνο, κάθε άλλο παρά λύνουν το μυστήριο. Η επαναλαμβανόμενη (σίγουρα , σίγουρα) δήλωση της ποιητικής φωνής ,παρόλο που εκφέρεται από την οπτική γωνία του παιδιού , απηχεί περισσότερο την απόγνωση του ώριμου υποκειμένου , το οποίο απωθεί διαρκώς στο απώτερο μέλλον την όποια εξήγηση . Ενδεχομένως σκόπιμα . Για να μη σπάσει η εύθραυστη αλυσίδα που δένει το παρελθόν με το παρόν , για να μη νοθευτεί η γοητεία του συναισθηματισμού από τη διαβρωτική δύναμη της λογικής .Κι όπως η ίδια η ποιήτρια λέει σε μία συνέντευξή της «Το μόνο που κατάλαβα με σιγουριά μεγαλώνοντας είναι ότι με τόσο μαύρο μέσα μου και έξω δεν έχω άλλη επιλογή από το να καλλιεργήσω ένα κάποιο μαύρο χιούμορ»




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου