Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2016

William Faulkner "The sound and the fury"







Γράφει  ο Κώστας  Τσιαχρής

     ToThe sound and the fury” , το κορυφαίο ίσως έργο του Αμερικανού  Νομπελίστα  συγγραφέα Willian Faulkner, εκδόθηκε  το  1929,  ακριβώς τη χρονιά κατά την οποία  ξέσπασε η μεγάλη οικονομική κρίση στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Αναφορές  στην  οικονομική  ατμόσφαιρα πριν από το ξέσπασμα της κρίσης   γίνονται άλλωστε στο τρίτο  κεφάλαιο του μυθιστορήματος, όπου  ο αφηγητής  Τζέησον , ένας  από τους  γιούς  της οικογένειας  Κόμπσον, περιγράφει εμμέσως την εξάρτηση των  αγροτών  του Νότου  από το Χρηματιστήριο  Βάμβακος της  Νέας Υόρκης και τους Εβραίους κερδοσκόπους . Ο χώρος στον οποίο εξελίσσεται η πλοκή είναι ο συντηρητικός  αμερικανικός  Νότος, και  συγκεκριμένα  το  Jefferson του  Μισσισσιππή . Δίνεται έτσι η ευκαιρία στον Faulkner να σκιαγραφήσει το πορτρέτο  μιας  παρακμασμένης  κοινωνίας, μέσα στην οποία συμβιώνουν η άρχουσα τάξη των λευκών και  η κοινωνικά υποβαθμισμένη των μαύρων. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον  ο αμοραλισμός  διαχέεται με γοργά βήματα και αποκαθηλώνει την εικόνα των   χριστιανικά ενάρετων λευκών Αμερικανών. Ο Faulkner ξεσκεπάζει με τολμηρό τρόπο τα αιμομικτικά σύνδρομα, τις ρατσιστικές προκαταλήψεις, τον κυνισμό, τη διάλυση της οικογενειακής συνοχής, το εσωτερικό κενό των ανθρώπων της μεταβιομηχανικής εποχής.
     Το  μυθιστόρημα «εξιστορεί» με έναν ιδιόρρυθμο αφηγηματικό τρόπο την περίπου  τριαντάχρονη  ιστορία των  Κόμπσον, μιας  ξεπεσμένης αριστοκρατικής οικογένειας του Νότου , η οποία παλεύει να συντηρήσει τη φήμη της, χωρίς τελικά να τα καταφέρνει, καθώς οδηγείται σταδιακά στην οικονομική καταστροφή και  η μοίρα αρκετών μελών της έχει τραγική κατάληξη. Στο τέλος οι   Κόμπσον διαλύονται, καθώς ο πατέρας  Τζέησον Κόμπσον πεθαίνει, η μητέρα  Καρολάιν μοιάζει να έχει παραιτηθεί από τη ζωή, και από τα τέσσερα παιδιά , ο διανοητικά ανάπηρος   Μπέντζυ  κλείνεται  σε  άσυλο, η κόρη  Κάντυ το σκάει, για να παντρευτεί τον εκλεκτό της (ο οποίος αργότερα,λόγω αμφιβολιών για την πατρότητα του παιδιού τους, εγκαταλείπει τη γυναίκα και το παιδί του) , ο ρομαντικός Κουέντιν, για τις σπουδές  του οποίου  στο  Χάρβαρντ η οικογένεια πουλάει την ακίνητη περουσία της, αυτοκτονεί, ενώ  ο  μεγαλύτερος γιός Τζέησον χάνει τις οικονομίες μιας  ζωής, όταν η κόρη της Κάντυ Κουέντιν κλέβει τα χρήματα  και ακολουθώντας τα χνάρια της μητέρας της, φεύγει με έναν θεατρίνο ενός περιπλανόμενου θιάσου. Το βιβλίο απαρτίζεται από τέσσερα κεφάλαια, το καθένα από τα οποία τοποθετείται χρονικά σε  μία συγκεκριμένη μέρα  και στο οποίο υιοθετείται μία διαφορετική  αφηγηματική τεχνική, και από ένα είδος οδηγού με την ιστορία των βασικότερων μελών της οικογένειας από το 1699 .
    Στο πρώτο κεφάλαιο, το ρόλο του αφηγητή αναλαμβάνει  ο Μπέντζυ. Ως εκ τούτου η αφηγηματική σκοπιά προσαρμόζεται  επιδέξια  από τον Faulkner στα δεδομένα του  εγκεφάλου  ενός  διανοητικά καθυστερημένου. Τα χρονικά  επίπεδα διαπλέκονται, ακριβώς επειδή ο αφηγητής αδυνατεί να τα διαχωρίσει. Παρελθόν και παρόν συνυπάρχουν  στο μυαλό του ως  μία αξεδιάλυτη μάζα, μέσα στην οποία στριφογυρίζουν, πολλές  φορές επαναλαμβανόμενα, σκηνές από τη ζωή του  ίδιου  και των μελών της οικογένειάς του. Επικρατεί, επομένως, ένα είδος άναρχης καταγραφής εικόνων, σκέψεων  και  συναισθημάτων. Ο Μπέντζυ αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα με έναν καθαρά  αισθητηριακό  τρόπο. Ό,τι  μπορεί να συλλάβει μέσω των αισθήσεων, ερμηνεύεται ως ζώσα  πραγματικότητα   στη συνείδησή του: οι σκιές  περπατούν, η φωτιά ανάβει πάνω στον καθρέφτη, τα σκαλοπάτια κατεβαίνουν από μόνα τους, το ποτό κατρακυλάει μέσα στο λαρύγγι του. Η μεταφορική  λειτουργία της γλώσσας δε χρωματίζει απλώς ποιητικά και  συγκινησιακά  την αφήγησή του, αποτελεί φυσιολογική προέκταση του ιδιόρρυθμου τρόπου με τον οποίο ερμηνεύει τα συμβάντα γύρω του.
     Στο δεύτερο κεφάλαιο μεταφερόμαστε  χρονικά  στο  1910. Εδώ αφηγείται ο  Κουέντιν και ακολουθείται η τεχνική  του εσωτερικού μονολόγου, από την  οποία  επηρεάστηκαν   αργότερα  συγγραφείς όπως ο  James Joyce  και  η   Virginia  Woolf, αλλά και ημεδαποί, όπως ο Στρατής Τσίρκας, ο Στέλιος Ξεφλούδας ή  ο Νίκος  Γαβριήλ Πεντζίκης. Ο Κουέντιν είναι μία καθαρά ρομαντική φύση. Ο μεγάλος του αντίπαλος φαίνεται να είναι ο χρόνος, τον οποίο προσπαθεί να παρακάμψει με κάθε δυνατό μέσο. Σπάζει το ρολόι του, για να απαλλαγεί από τον βασανιστικό έλεγχο των λεπτοδεικτών , χωρίς να τα καταφέρνει. Κυνηγάει τον χρόνο με μία Δονκιχωτική εμμονή και στο τέλος απομένει να ακούει τους κτύπους που τον σημαίνουν σαν επιβεβαίωση της αναπότρεπτης πορείας  προς το τέλος. Στην αφήγηση του Κουέντιν συνυφαίνονται δύο κυρίαρχα  συμβάντα, η ζωή  του  στο  πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ  και  το παρελθόν της οικογένειάς του στο Τζέφερσον, ιδιαίτερα η σχέση του με την αδελφή του Κάντυ. Και εδώ εγκαταλείπεται η γραμμικότητα στην αφήγηση, αν και σε αντίθεση με το πρώτο κεφάλαιο  η διάκριση των χρονικών επιπέδων είναι  περισσότερο  εύκολη. Ο Κουέντιν είναι εξαιρετικά εύστροφος  και το μυαλό του φαίνεται να μεταπηδά με περισσή ευκολία και  εξαιρετική επιδεξιότητα από το ένα συμβάν στο άλλο. Μέσα στο μυαλό του ακροβατούν γεγονότα, όπως η πικρία για την απώλεια της παρθενίας της αδελφής του Κάντυ, η προστατευτική στάση του απέναντί της, η άγνοια της Κάντυ για τον πραγματικό πατέρα του παιδιού της, ο γάμος της με τον Χέρμπερτ Χεντ,  η επίμονη  ιδέα της αιμομιξίας,  η απόφασή του να αυτοκτονήσει με πνιγμό,  η πώληση του λιβαδιού του Μπέντζυ, προκειμένου να σπουδάσει εκείνος στο Χάρβαρντ, η περιπλάνησή  και η συνάντησή του με ένα μικρό  κορίτσι που ανήκε σε μία οικογένεια Ιταλών μεταναστών. Στην τελευταία, μάλιστα, περίπτωση ο Κουέντιν εκδηλώνει την απωθημένη επιθυμία του για την αδελφή του μέσω της προστατευτικής του στάσης απέναντι στο κορίτσι. Προς το τέλος του δεύτερου κεφαλαίου, παρατηρούμε ότι στην  αφήγηση του Κουέντιν  εγκαταλείπεται  εντελώς κάθε προσπάθεια διευκόλυνσης του αναγνώστη όσον αφορά στην παρακολούθηση των σκέψεων ή των συνειρμών του αφηγητή. Οι συντακτικοί κανόνες αίρονται, οι φράσεις στοιβάζονται πολλές φορές χωρίς αλληλουχία, ενώ η κατάθλιψη του Κουέντιν δεν αφήνει περιθώρια  για μία ξεκάθαρη ερμηνεία των λεγομένων του.
   Στο τρίτο  κεφάλαιο, αφηγητής είναι ο  Τζέησον, ο πιο πραγματιστής από τα  αδέλφια του και  ο πλέον αδίστακτος. Εδώ διαφωτίζονται περισσότερο το παρελθόν και το παρόν της  οικογένειας Κόμπσον και η αφήγηση, παρόλο που γίνεται σε πρώτο πρόσωπο και από την οπτική γωνία ενός συγκεκριμένου προσώπου, αποκτά περισσότερο γραμμικό χαρακτήρα, συμφωνώντας, από την άποψη αυτή, με το βασικό γνώρισμα της προσωπικότητας του αφηγητή, που είναι η σχεδόν κυνική ευθύτητα. Ο Τζέησον μιλά χωρίς περιστροφές, λέει τα πράγματα έξω από τα δόντια, με έναν τρόπο ενοχλητικά ωμό. Σε αντίθεση με τα άλλα αδέλφια του, απεχθάνεται την αδελφή του Κάντυ, ενοχλείται από τα καμώματα της κόρης της Κουέντιν, επιθυμεί τον εγκλεισμό του Μπέντζυ  στο άσυλο του Τζάκσον. Μετά το θάνατο του πατέρα του, είναι εκείνος που συντηρεί την εναπομείνασα  οικογένειά του (χρονικά βρισκόμαστε στο 1928, μία μέρα πριν από την αφήγηση του Μπέντζυ) και είναι το εκλεκτό παιδί της μητέρας του. Ο πραγματισμός του τον κάνει να λατρεύει  τα χρήματα και να φτάνει στο σημείο να αποσπά ποσά από τις επιταγές που  έστελνε η Κάντυ στην κόρη της Κουέντιν. Στο τέλος, ως ένα είδος  αποκατάστασης της δικαιοσύνης, ο Τζέησον τιμωρείται, όταν η Κουέντιν κλέβει τις «οικονομίες» του και  εγκαταλείπει το σπίτι.
     Στο  τελευταίο κεφάλαιο, ο Faulkner επιλέγει την κλασική  τριτοπρόσωπη αφήγηση, αναδεικνύοντας κυρίως την προσωπικότητα της  Ντίλσυ, της νέγρας υπηρέτριας  του σπιτιού. Η Ντίλσυ ως χαρακτήρας βρίσκεται στον αντίποδα  του κυνισμού, τον οποίο αντιπροσωπεύει ο Τζέησον. Διακατέχεται από  μία βαθιά πίστη στο Θεό και στον άνθρωπο. Στο πρόσωπό της ο συγγραφέας σκιαγραφεί τον αντίποδα της παρακμής  της οικογένειας Κόμπσον. Με ένα βαθύ ανθρωπιστικό ενδιαφέρον φροντίζει, μαζί με τον εγγονό της Λάστερ, τον διανοητικά καθυστερημένο Μπέντζυ, ενώ ταυτοχρόνως, και παρόλο που βρίσκεται εν έτει 1928 σε μεγάλη ηλικία, εκτελεί αγόγγυστα τις οικιακές εργασίες και  ανέχεται τις ιδιοτροπίες της οικοδέσποινας  Καρολάιν.
    Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς ότι σε κάθε κεφάλαιο επιχειρείται η εφαρμογή μιας  διαφορετικής αφηγηματικής προσέγγισης, καθώς και η ανάδειξη μιας συγκεκριμένης περιοχής του ανθρώπινου εγκεφάλου. Στο πρώτο κεφάλαιο κυριαρχεί το νηπιακό στάδιο αντίληψης των πραγμάτων, στο δεύτερο η ποιητική ερμηνεία της πραγματικότητας από ένα αγριεμένο εφηβικό μυαλό, στο τρίτο η προσγείωση στο ρεαλισμό της ενηλικίωσης  και στο τελευταίο η εγκαρτέρηση που οδοιπορεί μαζί με τη φθορά.
    Συνολικά, το The Sound  and  the Fury, τον τίτλο του οποίου εμπνεύστηκε ο  Faulkner από  ένα  απόσπασμα του  Μάκβεθ του  Σαίξπηρ, είναι ένα «αφηγηματικό κολλάζ» που μπορεί αρχικά να θέτει δυσθεώρητα εμπόδια στην παρακολούθησή του από τον αναγνώστη, η προσεκτική, ωστόσο, και επαναλαμβανόμενη ανάγνωση, καταυγάζει τα όποια σκοτεινά σημεία και  μας φέρνει αντιμέτωπους με τα τραγικά μυστικά που συχνά κρύβονται πίσω από την πόρτα  μιας καθ’όλα ευυπόληπτης οικογένειας.



1 σχόλιο:

  1. Χρειάστηκα ένα ολόκληρο καλοκαίρι για να το διαβάσω και να το κατανοήσω. Εξαιρετική η ανάλυσή σας όπως ταιριάζει σε ένα αριστούργημα. Ευχαριστούμε...

    ΑπάντησηΔιαγραφή