ΧΟ. ἰὼ Γᾶ τε καὶ παμφαὴς [στρ. α]
ἀκτὶς Ἁλίου, κατίδετ᾽ ἴδετε τὰν
ὀλομέναν γυναῖκα, πρὶν φοινίαν
τέκνοις προσβαλεῖν χέρ᾽ αὐτοκτόνον·
σᾶς γὰρ χρυσέας ἀπὸ γονᾶς 1255
ἔβλαστεν, θεοῦ δ᾽ αἷμα ‹χαμαὶ› πίτνειν
φόβος ὑπ᾽ ἀνέρων.
ἀλλά νιν, ὦ φάος διογενές, κάτειρ-
γε κατάπαυσον ἔξελ᾽ οἴκων τάλαι-
ναν φονίαν τ᾽ Ἐρινὺν ὑπ᾽ ἀλαστόρων. 1260
μάταν μόχθος ἔρρει τέκνων, [αντ. α]
μάταν ἄρα γένος φίλιον ἔτεκες, ὦ
κυανεᾶν λιποῦσα Συμπληγάδων
πετρᾶν ἀξενωτάταν ἐσβολάν.
δειλαία, τί σοι φρενων βαρύς 1265
χόλος προσπίτνει καὶ δυσσεβής
φόνος ἀμείβεται;
χαλεπὰ γὰρ βροτοῖς ὁμογενῆ μιά-
σματ᾽ ἐπὶ γαῖαν αὐτοφόνταις ξυνῳ-
δὰ θεόθεν πίτνοντ᾽ ἐπὶ δόμοις ἄχη. 1270
ΠΑΙΣ (ἔσωθεν) ἰώ μοι.
ΧΟ. ἀκούεις βοὰν ἀκούεις τέκνων; [στρ. β]
ἰὼ τλᾶμον, ὦ κακοτυχὲς γύναι.
ΠΑ. Α οἴμοι, τί δράσω; ποῖ φύγω μητρὸς χέρας;
ΠΑ. Β οὐκ οἶδ᾽, ἀδελφὲ φίλτατ᾽· ὀλλύμεσθα γάρ.
ΧΟ. παρέλθω δόμους; ἀρῆξαι φόνον. 1275
δοκεῖ μοι τέκνοις.
ΠΑ. Α ναί, πρὸς θεῶν, ἀρήξατ᾽· ἐν δέοντι γάρ.
ΠΑ. Β ὡς ἐγγὺς ἤδη γ᾽ ἐσμὲν ἀρκύων ξίφους.
ΧΟ. τάλαιν᾽, ὡς ἄρ᾽ ἦσθα πέτρος ἢ σίδα-
ρος ἅτις τέκνων 1280
ὃν ἔτεκες ἄροτον αὐτόχει-
ρι μοίρᾳ κτενεῖς.
μίαν δὴ κλύω μίαν τῶν πάρος [αντ. β]
γυναῖκ᾽ ἐν φίλοις χέρα βαλεῖν τέκνοις,
Ἰνὼ μανεῖσαν ἐκ θεῶν, ὅθ᾽ ἡ Διὸς
δάμαρ νιν ἐξέπεμπε δωμάτων ἄλαις· 1285
πίτνει δ᾽ ἁ τάλαιν᾽ ἐς ἅλμαν φόνῳ
τέκνων δυσσεβεῖ,
ἀκτῆς ὑπερτείνασα ποντίας πόδα,
δυοῖν τε παίδοιν ξυνθανοῦσ᾽ ἀπόλλυται.
τί δῆτ᾽ οὐ γένοιτ᾽ ἂν ἔτι δεινόν; ὦ 1290
γυναικῶν λέχος
πολύπονον, ὅσα βροτοῖς ἔρε-
ξας ἤδη κακά.
Αχ γη κι ολόφωτη αχτίδα
του Ήλιου , στρέψτε το βλέμμα σας
κοιτάχτε την κακούργα τη γυναίκα
προτού ν' απλώσει στα παιδιά
το φονικό της χέρι το αιματόβρεχτο
Απ' τη χρυσή σου ,Ήλιε , τη γενιά
είναι βλαστάρι
και τώρα ο φόβος να χυθεί από θνητούς
το αίμα του θεού φουντώνει
Εσύ όμως Φως , σπέρμα του Δία ,
σταμάτησέ την
βάλε φραγμό στα βήματά της
κι έξω από τ' ανάκτορο
τη δόλια οδήγησέ την
που οι δαίμονες την έχουν κάμει
φόνισσα Ερινύα
Πάνε χαθήκαν
τόσα βάσανα για τα παιδιά
ανώφελα λοιπόν στον κόσμο έφερες
τη λατρευτή γενιά σου
σύ που φτερούγισες
μέσα απ' τις αφιλόξενες τις μαύρες Συμπληγάδες
Α δύστυχη , πως όρμησε
στα φρένα σου βαριά χολή
και σ' άγγιξε το ανόσιο φονικό ;
Αβάσταχτο κακό στον άνθρωπο
να στρέφει το μαχαίρι στους αγαπημένους
Τότε σ' ολάκερη τη γη
τα σπίτια των φονιάδων
τα ραντίζουν οι θεοί
μ' αντάξιες πίκρες για τα φονικά
ΠΑΙΔΙ : Ωχ ωχ
ΧΟ: Ακους τις κραυγές των παιδιών ,τις ακούς ;
Αλίμονό σου δύστυχη , βαριόμοιρη γυναίκα
ΠΑΙ : - Ω τι να κάνω ; πως να ξεφύγω πως από της μάνας μου το χέρι ;
-Δεν ξέρω , αγαπημένε μου αδελφέ ! Πεθαίνουμε
ΧΟ: Να μπω στο σπίτι άραγε ; Το κλώθει ο νους μου
να γλιτώσω τα παιδιά απ' το φόνο
ΠΑΙ: -Ναι μα τους θεούς ,όσο ακόμα είναι καιρός , γλιτώστε μας
-Όλο και πιο κοντά , στου ξίφους την παγίδα πέφτουμε
ΧΟ : Δύστυχη , σα να 'σουν από πέτρα ή σίδερο
το σπόρο των παιδιών που γέννησες
θα τον ξεκάνεις με το ίδιο σου το χέρι
Έχω ακουστά πως μια μονάχα απ' τις παλιές γυναίκες
άπλωσε θανατερό το χέρι
στα μονάκριβά της σπλάχνα
Τη φρενιασμένη απ' τους θεούς Ινώ
όταν την έδιωξε του Δία το ταίρι από το σπίτι
και να πλανιέται εδώ κι εκεί την άφησε
Έπεσε η δόλια στ΄ αρμυρό το πέλαγο
ανόσια πρώτα σκότωσε τα τέκνα της
γκρέμισε το κορμί της απ' της θάλασσας τα βράχια
και βούλιαξε στο θάνατο
κοντά στα δυο βλαστάρια της
Ποιο φοβερότερο δεινό μπορεί να γίνει ;
Άχου κρεβάτι πολυβάσανο των γυναικών !
τόσα κακά που μέχρι τώρα σκόρπισες μες στους θνητούς
Κώστας Τσιαχρής