Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Η μόνη κληρονομιά

  Ένα ισχνό χαμόγελο  είναι κρυμμένο κάτω από το κράνος μου  Και τρέμει  Τις οβίδες που σφυρίζουν στον αέρα  και συντρίβουν τις ζωές  που κέ...

Δευτέρα 29 Ιουνίου 2015

Κώστας Τσιαχρής "Άρνηση"

Από τα  "Αιμοπετάλια"




Ίσως   έρθουν  μέρες  κίτρινες
πεσμένες  από  τα  κλαδιά 
να  λιώνουμε  μαζί  
αυτές  κι εγώ 
καθώς  με  πέταξαν   σ'  αυτό   το χώμα 
και  μου    είπαν  καθαρά :
από   δω  και  πέρα  
                                 θα  λογαριάζεσαι  νεκρός
από  δω  και  πέρα  
                                 θα  τρυπάς  το  χώμα   σα  σκουλήκι
για να  βρεις  το  πτώμα  σου 
για  να  μείνεις  παντοτινά  
χωρίς  ουρανό  και  χωρίς  βροχή 
ούτε  μια  υποψία  πράσινο  σε  όσο  λιγοστεύεις  
για  σένα  περισσός  ο  καιρός
μέσα    στην  ατίμωση  και  στην  πέτρα 

Αλλά  για κοίτα  που  εγώ  δροσίζομαι
που  βγάζω  από τις  σκέψεις  μου νερό
που  λίμνες  έγιναν τα  σωθικά μου
και   πετάω  σπόρους   στο  γυμνό 
και  πιάνουν  
κοίτα ποιήματα  που τρέχουν
απ'τις  τσέπες  μου 
και  βιάζονται  να  σκαρφαλώσουν  στο  μυαλό
Δε  λύνομαι  δεν  παραδίνομαι
δεν  έχω  αστέρια  
να  χρυσώνουν  ξένες  νύχτες 
Κρατώ  μες  στα  χαλάσματα  ένα  όχι 
και  πορεύομαι 


Κώστας   Τσιαχρής

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2015

Ε στάσιμο από τη "Μήδεια" του Ευριπίδη : μετάφραση από τον Κώστα Τσιαχρή






ΧΟ. ἰὼ Γᾶ τε καὶ παμφαὴς [στρ. α]
ἀκτὶς Ἁλίου, κατίδετ᾽ ἴδετε τὰν
ὀλομέναν γυναῖκα, πρὶν φοινίαν
τέκνοις προσβαλεῖν χέρ᾽ αὐτοκτόνον·
σᾶς γὰρ χρυσέας ἀπὸ γονᾶς                          1255
ἔβλαστεν, θεοῦ δ᾽ αἷμα ‹χαμαὶ› πίτνειν
φόβος ὑπ᾽ ἀνέρων.
ἀλλά νιν, ὦ φάος διογενές, κάτειρ-
γε κατάπαυσον ἔξελ᾽ οἴκων τάλαι-
ναν φονίαν τ᾽ Ἐρινὺν ὑπ᾽ ἀλαστόρων.         1260

μάταν μόχθος ἔρρει τέκνων, [αντ. α]
μάταν ἄρα γένος φίλιον ἔτεκες, ὦ
κυανεᾶν λιποῦσα Συμπληγάδων
πετρᾶν ἀξενωτάταν ἐσβολάν.
δειλαία, τί σοι φρενων βαρύς                    1265
χόλος προσπίτνει καὶ δυσσεβής
φόνος ἀμείβεται;
χαλεπὰ γὰρ βροτοῖς ὁμογενῆ μιά-
σματ᾽ ἐπὶ γαῖαν αὐτοφόνταις ξυνῳ-
δὰ θεόθεν πίτνοντ᾽ ἐπὶ δόμοις ἄχη.        1270

ΠΑΙΣ (ἔσωθεν)  ἰώ μοι.
ΧΟ. ἀκούεις βοὰν ἀκούεις τέκνων; [στρ. β]
 ἰὼ τλᾶμον, ὦ κακοτυχὲς γύναι.
ΠΑ. Α οἴμοι, τί δράσω; ποῖ φύγω μητρὸς χέρας;
ΠΑ. Β οὐκ οἶδ᾽, ἀδελφὲ φίλτατ᾽· ὀλλύμεσθα γάρ.
ΧΟ. παρέλθω δόμους; ἀρῆξαι φόνον.                           1275
δοκεῖ μοι τέκνοις.
ΠΑ. Α ναί, πρὸς θεῶν, ἀρήξατ᾽· ἐν δέοντι γάρ.
ΠΑ. Β ὡς ἐγγὺς ἤδη γ᾽ ἐσμὲν ἀρκύων ξίφους.
ΧΟ. τάλαιν᾽, ὡς ἄρ᾽ ἦσθα πέτρος ἢ σίδα-
ρος ἅτις τέκνων                                                            1280
ὃν ἔτεκες ἄροτον αὐτόχει-
ρι μοίρᾳ κτενεῖς.

μίαν δὴ κλύω μίαν τῶν πάρος [αντ. β]
γυναῖκ᾽ ἐν φίλοις χέρα βαλεῖν τέκνοις,
Ἰνὼ μανεῖσαν ἐκ θεῶν, ὅθ᾽ ἡ Διὸς
δάμαρ νιν ἐξέπεμπε δωμάτων ἄλαις·                           1285
πίτνει δ᾽ ἁ τάλαιν᾽ ἐς ἅλμαν φόνῳ
τέκνων δυσσεβεῖ,
ἀκτῆς ὑπερτείνασα ποντίας πόδα,
δυοῖν τε παίδοιν ξυνθανοῦσ᾽ ἀπόλλυται.
τί δῆτ᾽ οὐ γένοιτ᾽ ἂν ἔτι δεινόν; ὦ                               1290
γυναικῶν λέχος
πολύπονον, ὅσα βροτοῖς ἔρε-
ξας ἤδη κακά.


Αχ   γη κι   ολόφωτη  αχτίδα
του  Ήλιου , στρέψτε το βλέμμα  σας
κοιτάχτε  την κακούργα  τη  γυναίκα
προτού  ν' απλώσει  στα  παιδιά
το   φονικό της  χέρι το  αιματόβρεχτο
Απ'  τη χρυσή  σου ,Ήλιε ,  τη  γενιά 
είναι  βλαστάρι 
και  τώρα  ο  φόβος  να  χυθεί  από  θνητούς 
το   αίμα  του  θεού   φουντώνει 
Εσύ  όμως   Φως , σπέρμα  του  Δία ,
σταμάτησέ  την 
βάλε  φραγμό   στα  βήματά  της 
κι  έξω από τ' ανάκτορο  
τη   δόλια  οδήγησέ  την  
που οι δαίμονες  την  έχουν  κάμει 
φόνισσα   Ερινύα 

Πάνε   χαθήκαν  
τόσα  βάσανα  για  τα  παιδιά 
ανώφελα   λοιπόν  στον  κόσμο  έφερες
τη λατρευτή  γενιά  σου
σύ  που φτερούγισες  
μέσα  απ'  τις  αφιλόξενες  τις  μαύρες  Συμπληγάδες
Α   δύστυχη , πως όρμησε   
στα φρένα  σου  βαριά   χολή
και  σ' άγγιξε  το ανόσιο  φονικό ;
Αβάσταχτο  κακό  στον  άνθρωπο
να στρέφει   το μαχαίρι  στους  αγαπημένους 
Τότε σ' ολάκερη  τη γη
τα σπίτια  των φονιάδων 
τα  ραντίζουν   οι  θεοί 
μ'  αντάξιες  πίκρες  για τα φονικά  

ΠΑΙΔΙ  :  Ωχ   ωχ
ΧΟ:     Ακους   τις  κραυγές  των  παιδιών ,τις  ακούς  ;
            Αλίμονό   σου  δύστυχη , βαριόμοιρη   γυναίκα 
ΠΑΙ :  - Ω   τι να κάνω ; πως να  ξεφύγω πως  από  της  μάνας  μου το χέρι ;
            -Δεν  ξέρω , αγαπημένε  μου αδελφέ ! Πεθαίνουμε 
ΧΟ:   Να  μπω στο  σπίτι άραγε ; Το  κλώθει  ο   νους  μου
           να   γλιτώσω   τα  παιδιά   απ' το  φόνο
ΠΑΙ: -Ναι  μα  τους  θεούς ,όσο ακόμα  είναι  καιρός , γλιτώστε  μας
          -Όλο  και  πιο κοντά  , στου  ξίφους  την  παγίδα  πέφτουμε 
ΧΟ  :  Δύστυχη , σα να 'σουν από  πέτρα  ή σίδερο
           το σπόρο  των παιδιών  που γέννησες 
           θα  τον ξεκάνεις  με  το  ίδιο  σου το  χέρι 
           Έχω ακουστά  πως  μια  μονάχα   απ' τις  παλιές  γυναίκες
           άπλωσε θανατερό  το  χέρι   
           στα  μονάκριβά    της  σπλάχνα 
           Τη  φρενιασμένη  απ' τους  θεούς   Ινώ 
           όταν  την έδιωξε  του  Δία  το ταίρι από  το  σπίτι 
           και  να  πλανιέται  εδώ κι εκεί  την  άφησε
           Έπεσε   η δόλια    στ΄ αρμυρό  το  πέλαγο  
           ανόσια   πρώτα  σκότωσε  τα τέκνα  της
           γκρέμισε  το κορμί της  απ' της θάλασσας τα  βράχια
           και   βούλιαξε  στο  θάνατο   
           κοντά  στα  δυο   βλαστάρια  της 
           Ποιο  φοβερότερο  δεινό μπορεί να  γίνει ;
           Άχου κρεβάτι  πολυβάσανο  των  γυναικών !
           τόσα  κακά  που  μέχρι τώρα  σκόρπισες  μες  στους  θνητούς 
           

Κώστας  Τσιαχρής   

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2015

Jamie xx "In colour"



Στο πολύχρωμο παρθενικό του άλμπουμ ο Jamie xx ,μουσικός παραγωγός και μέλος του βρετανικού σχήματος The xx , καταθέτει την προσωπική του άποψη για τον ήχο του μέλλοντος .Χωρίς να παρεκκλίνει από την κατεύθυνση που χάραξε με το συγκρότημά του , με πρωταρχικό υλικό του τις υπνωτικές μελωδίες , τη σκοτεινή διάθεση και  με μια μουσική ταυτότητα βασισμένη στα ηλεκτρονικά μουσικά όργανα , εξερευνά στο "In colour" τα μυστικά ενός περισσότερο χορευτικού ήχου. Έτσι , ο ρυθμός συχνά ανεβαίνει , τα κρουστά δυναμώνουν και περικυκλώνουν τις μελωδικές φράσεις , ο ιδρώτας ξεκορμίζει απ'τους αδένες και κατρακυλάει  στο  σώμα  . Μουσικά το "In colour" αναβιώνει και εμπλουτίζει τον house και trip hop ήχο της δεκαετίας του 80 και του 90 . Για τη σύνθεση των τραγουδιών ο καλλιτέχνης χρειάστηκε μία χρονική περίοδο πάνω από πέντε χρόνια ,ενώ παράλληλα χρησιμοποίησε μουσικά αποσπάσματα από ποικίλες πηγές ,από τηλεοπτικές σειρές ,από ραδιοφωνικά προγράμματα αλλά και από τραγούδια . Για παράδειγμα , το "I know There's gonna be [Good Times] βασίζεται σε ένα sample από το τραγούδι των Persuasions "Good Times" .Επιπλέον , στο άλμπουμ συμμετέχουν δύο από τα βασικά μέλη των xx ,η Romy [Madley Croft] και ο Oliver Sim , οι οποίοι κάνουν φωνητικά στα "Loud places" , "Seesaw" [η πρώτη] και "Stranger in a room" [ο δεύτερος] , συμβάλλοντας αμφότεροι , με τον τρόπο που ερμηνεύουν , στη δημιουργία μιας απόκοσμης ατμόσφαιρας. Συμμετέχουν επίσης οι rappers Young Thug και Popcaan στο πιο ρυθμικό και διεγερτικό τραγούδι του δίσκου "I know There's gonna be [Good Times] . Με ένα σύνολο εξαιρετικών μουσικών στιγμών , ο Jamie Smith λοιπόν [όπως είναι το πραγματικό του όνομα ] , διευρύνει το ηχητικό στίγμα που τον καθιέρωσε ως παραγωγό των xx και δημιουργεί ένα άλμπουμ που ισορροπεί με θαυμαστό και σοφά μελετημένο τρόπο ανάμεσα στην ένταση της μουσικής των clubs και στην νωχέλεια της ambient αισθητικής , ανάμεσα στο γήινο και στο υπερβατικό .

Κώστας  Τσιαχρής


Διονύσης Γιατράς "Η στιγμή"







Ένα σου βλέμμα αρκούσε για να σταματήσει ο γύρω χρόνος.
Ένα σου βλέμμα αρκούσε για να νικήσω αιώνιους εφιάλτες που τυραννούν την ψυχή.
Και μία μουσική βουβή, μα τόσο γαλήνια, που μέσα απ’ τη σιωπή να δίνει τον μόνο πραγματικό ρυθμό.
Μπορεί να ειπωθεί τόσο συναίσθημα έξω από κάθε λέξη;
Κι όμως, στο κοίταγμά σου έμαθα να λέω την αλήθεια σιωπηλός.
Κι έπειτα ήρθαν οι λέξεις. Σα γιγάντιο καταστροφικό κύμα ήρθαν να διαλύσουν κάθε πραγματική στιγμή.
Μία μικρή στιγμή αγκάλιαζε όλο το χρόνο, που θα μπορούσε να κρατήσει, οποιαδήποτε υπόδουλη σε λέξεις επικοινωνία.
Κι ακόμη κι εκεί, στη ροή των λέξεων, στη διαρκώς άγνωστη κατεύθυνση του λόγου, ένιωθα τις φράσεις σου να με κεντρίζουν σαν το κεντρί του σκορπιού.
Τόσο απρόσμενα, τόσο εκρηκτικά ώστε να μου θυμίζουν ότι είμαι ακόμα ζωντανός.
Η ζεστασιά μίας φλόγας που σιγοκαίει γεμάτη θαλπωρή να σμίγει με την καταστροφική μανία μίας πυρκαγιάς που εξαφανίζει τόπους και χρόνους.
Μία μικρή στιγμή αρκούσε για να ξεκινήσει ο φλεγόμενος θάνατος του παλιού.
Μία μικρή στιγμή αρκούσε για να ανάψει μία νέα φλόγα πάθους και αισθησιασμού, θαλπωρής και φροντίδας.
Μία μικρή στιγμή γεμάτη σιωπή έδειξε ένα νέο κόσμο, ένα νέο παρόν, μία μικρή στιγμή αρκούσε για να διαλύσω τον κύκλο που αέναα έστρεφε το φλογερό δαίμονα εναντίον μου. 
Σ’ αυτήν τη στιγμή, κοιτώντας τα μάτια σου μπόρεσα να θυμηθώ ότι μόνο έξω από τις λέξεις η φλόγα μένει αναμμένη.

Τρίτη 23 Ιουνίου 2015

Κώστας Τσιαχρής "Ο Μωυσής στην Αλεξάνδρεια"

                   Ο   Μωυσής  στην   Αλεξάνδρεια 




Συχνά η βροχή  πέφτοντας
νομίζω  πως περιγράφει τα  σπλάχνα  μου
όπως  κλεισμένος   σε  καλάθι
ρέω στα  νερά  του  Νείλου

Απέξω το  μαχαίρι
το  αίμα  που  λυγίζει  ερωτικά
στο    φόνο
τα σφυρά  των αλόγων
χτυπούν  μες στο  στερέωμα
μανταλωμένες  οι  πόρτες
κι  ο φόβος  δείχνει με το δάχτυλο
το  παρακάτω  θύμα

Απέξω  η  δίψα
τ’ αναστατωμένα  χόρτα
οι  ματιές  με το δρεπάνι
δροσάτα  κόκαλα  
που  θα γλύψουν  οι αιώνες
σ’  ένα  σημείο   αναβίωσης  του  ανθρώπου
όταν το χνώτο  κι η λάσπη
συναντηθούν   ξανά
όταν η  γλώσσα  θα  μαγνητίζει
την  αλήθεια

Κι  από  το σώμα    
ας μείνει  μόνο  το   θέλημά  του
κι  από  τον κεραυνό
ας μείνει  το καύμα 
και το ξάφνιασμα
στα πετρωμένα  πρόσωπα
κι  από τ’  αλλόκοτα
ας μείνω  μόνο  εγώ
όπως  κλεισμένος   σε καλάθι
ρέω   στα  νερά  του  Νείλου
και  σφίγγω  μες  στη   χούφτα  μου
ερεθισμένο  σπόρι 

Θα  ξεπεράσει τον  καιρό
θα  ξεγελάσει με το φως   
γενιές  από φαντάσματα
θ’ απλώσει ρίζα  πάνω στ’ άστρα
και στις  κλίμακες  του  Χάροντα
Να το  σφυρί  να  τα  καρφιά
να το   ακυρωμένο  θαύμα
στη  γεύση   της  χολής
πίσω  απ΄ τη λόγχη  και  τη χλεύη
δεν  είναι  χρόνος   δεν είναι
για  να φτάσει   το δέρμα
να μοιάζει  σκόνη να τη   φυσήξω
να  φανερωθεί  τ’ απομέσα  μισό
να το  συμπληρώσω  με ήλιο
δεν  είναι
λάμπος  ή   δύναμη  ή  βάτος  ομιλούσα
νερό  κομμένο  στη μέση
να διασχίσω  τη φυλή  μου
δεν  είναι   πόλη  ή  παράθυρο
να βγω μεσάνυχτα
ν’ αποχαιρετήσω
το   σπέρμα  του  Αλεξανδρινού 
και  των  εφήβων του
τους  μιναρέδες 
και  το   Δικέρατο    Βασιλιά

Κλεισμένος   στο καλάθι
βγάζω  μία  μία
τις   αχτίδες   απ’ το  άδικο
και  τις καρφώνω
στα  καινούργια   σκήπτρα
Παίρνω  το  νόμο
από τις   ερημιές
τον  απιθώνω
στις  καρδιές   σας          
και  φωνάζω – Άγιος  ο ιδρώτας
                                       ο   αδιάντροπος  πόθος
                                             και  το  γυμνό 

  
Από  τη  συλλογή "Μια  εποχή  στο  αίμα"