Εγώ δε ζω σε αυτό το σώμα άλλος
που από το τρίξιμο της πόρτας ξέρει
αν μπήκε μέσα άγγελος ή διάολος
κρατώντας φωτοστέφανο ή μαχαίρι
Και σα να ζω εξόριστος στις λέξεις
Στρώμα μου και κουβέρτα το μελάνι
και ξυπνητήρι αλλόκοτες ορέξεις
που μόνο ένα μυαλό τετράγωνο αν πεθάνει
μπορεί για λίγο μέσα σε μια λάμψη
ή σ' έναν κρότο από σπασμένη τζαμαρία
ν' αγγίξει τρέμοντας ώσπου να πάψει
αυτή η υπερκόσμια. αρμονία
που όταν χτυπά τα μεσημέρια το κουδούνι
κάνοντας πως κοιμάται αυτός ο άλλος
αφήνει εμένα να φανώ γουρούνι
να τη σκοτώσω με πιστόλι ειδάλλως
με απειλεί πως θα χωρίσουμε για πάντα
πως θα μ' αφήσει απένταρο στους δρόμους
Κι έτσι χωρίς ελπίδα απ' τα τριάντα
σηκώνω ανήξερος και σιωπηλός τους ώμους
Κώστας Τσιαχρής