Έρχομαι από πολύ μακριά
από το τύμπανο της μασχάλης σου
έρχομαι
κι από τη σπάνια τάξη
του λαιμού
έχω δρόμο μπροστά μου
πόλεις και σπίτια να διανύσω
σύννεφα να μασήσει η φωνή μου
κι άλλων χεριών το μελάνι
να ξεφυλλίσω
μέχρι τα μάτια σου
να φτάσω
θα μ’ έχει χτυπήσει η ζωή
και το νερό της επαύριον
η νύχτα θα με θέλει
η κλεισμένη πατρίδα μου
κι ο χρόνος:
ψίχουλο στο σαγόνι
Γράφει ο Κώστας Τσιαχρής για το ποίημα
Η Οδύσσεια στο ξένο σώμα . Περιπλάνηση από μέλος σε μέλος μέσα στην αφαίρεση του λόγου, σ'ένα τοπίο αρμολογημένο από σκόρπιες εικόνες. Είναι πολύς ο δρόμος ως την πηγή του ορατού , ως τα μάτια ,που είναι ο τελικός προορισμός .Πιο πριν χρειάζεται να διανυθεί το γήινο [πόλεις ,σπίτια] και το αιθέριο [σύννεφα], να αλλάξει χέρια η εμπειρία , να μιλήσει το μελάνι της , η σκοτεινιά της. Αλλά ο Διονύσης Μαρίνος , πάνω από όλα εδώ , πραγματεύεται με τον ποιητικό τρόπο μια αναθύμηση θανάτου . Πίσω από την όποια κίνηση προς κάτι ζωντανό , παραφυλάει το "νερό της επαύριον" , ένας μεταφυσικός κλήρος που πρέπει να παραδοθεί στον παραλήπτη του. Και ασφαλώς ο χρόνος ,παρόλο που η αρχική εντύπωση της περιπλάνησης υπόσχεται ένα αδιάκοπο ξετύλιγμά του , μία διάσταση που συγγενεύει με το άπειρο , στο τέλος του ποιήματος σμικρύνεται , κατεβαίνει τις κλίμακες του αχανούς και περιορίζεται μέσα στο σχήμα ενός συμβόλου [ψίχουλο] που παραπέμπει σε κάτι μηδαμινό , σχεδόν ενοχλητικά κι απρόσεκτα παρατημένο πάνω στην επιφάνεια της ζωής.