Άναψες. Ας πούμε ότι παίζω το κοριτσάκι με τα σπίρτα. Σε βλέπω
που τρεμοπαίζεις μικρή μου φλόγα , όπως θάρρεψες από το σπρώξιμο του αέρα κι ανέβηκες. Σαν ένα κυματιστό κορμάκι καυτερό ή μια
γλωσσίτσα που κρύβει τέφρα στο γλείψιμό της. Κορώνει το λειρί
σου, πετάγεται αγρίμι προς τα πάνω, ρίχνεις κινούμενη σκιά στον
τοίχο του δωματίου, σε φόντο δυνατό
πορτοκαλί . Σε φτύνει η κορφή του σπίρτου. Να και οι πύρινες κλωστές σου προς τα έξω ! Καμαρώνεις
για τα δευτερόλεπτα και για το κομμάτι ξυλαράκι που θα ζήσεις. Δε θα σε πειράξω
παρά μόνο όταν σωθεί η ζωούλα σου, στο έσχατο λείψανο του ξύλου, ένα βήμα
προτού κοκκινίσεις το δέρμα μου.
Αλλά πρώτα
άφησέ με να δω μέσα σου Εκείνη… Η
καημένη μου η δεσποινίς Θάμνος !
Έρχομαι καμιά φορά στο κοιμητήριο και περιφέρομαι άσκοπα ανάμεσα στους τάφους
και κοιτάζω τις φωτογραφίες. Με πιάνει τότε ένα
ακατανόητο σφίξιμο, τανάλιες μου βιδώνουν τα στήθη, πονάω ως τα σκοτεινά μου. Τι πρόσωπα γελαστά που
μάχονται την απάθεια και το τυφλό
χρώμα των μαρμάρων, τι μικρές έρπουσες οράσεις παντού, αυτά τα
χαμόγελα παντού, κι εγώ να στέκομαι και να χαμογελώ μαζί τους, λες και θέλω να
θέσω σε λειτουργία κάποιο ,νεκρωμένο τώρα, κύκλωμα ευτυχίας ! Έρχομαι πάντα απόγευμα κι ένα βήμα πριν από το μνημείο της βγάζω τα παπούτσια μου, σα να’ μαι σε χώμα
ιερό, «μή ἐγγίσῃς ὧδε. λῦσαι τὸ ὑπόδημα ἐκ τῶν ποδῶν σου· ὁ γὰρ τόπος, ἐν ᾧ σὺ ἕστηκας,
γῆ ἁγία ἐστί». Με περιαδράχνει μια φωνή πιο σιγανή κι από το θρόισμα που κάνουν
τα φτερά της πεταλούδας, εκκενώνει όλους τους άλλους ήχους, στήνει το παράπηγμά
της πάνω μου, «γῆ ἁγία ἐστί». Και πώς να μην είναι που την ταΐζει
τέτοιο σεπτό σώμα που θα’ πρεπε να σηκωθεί ολόρθη να το προσκυνά. Η
δεσποινίς Θάμνος!
Από παιδάκι, με το ακόμη φυρό μυαλό μου,
αναρωτιόμουν γιατί κηρύσσουν κάποιοι
αμνηστία στο κακό που τους έχουν κάνει και βάζουν τα σπαθιά στα θηκάρια,
ενώ μπορούν ν’ αρπαχτούν απ’ το κακό κι όταν νιώσουν να χτυπά λάβρο το αίμα στην καρδιά τους, να το γυρίσουν καταπάνω στο θύτη τους.
Κι ονειρευόμουν τον ταλαίπωρο αναξιοπαθούντα που δυνάμωνε ξαφνικά, που ανέτρεπε την εναντίον του αδικία και αρπάζοντας ένα μυδραλιοβόλο
μοίραζε ακατάπαυστα ριπές και θανατηφόρες τρύπες
σ’ εκείνους που τον πλήγωσαν. Δεν καταλάβαινα τότε.
Κάθομαι
τώρα στο μάρμαρο και στη φωτογραφία της
το αγριωπό σγουρό μαλλί σα να σκίζει την κορνίζα και να χιμάει έξω. Διπλώνεται
μετά , διακλαδίζεται παντού και τυλίγεται σαν
αγιόκλημα στα κυπαρίσσια. Τι άγριο μαλλί! Τη βλέπαμε που έβγαινε κάθε τόσο από
το κομμωτήριο της κυρίας Κικής, είχε περάσει πια η μόδα αλλά επέμενε. Το μαλλί
ψιλή περμανάν και όρθιο, χτισμένο
επιδέξια με περισσή λακ, να στέκεται
ακατάδεκτο στα ύψη του. Ένας μαλλιαρός
θάμνος. Αμέσως τα πιτσιρίκια της έβγαλαν το παρανόμι, «Δεσποινίς
Θάμνος». Περνούσε από το δρόμο της γειτονιάς κάθε απόγευμα, σούσουρο στα
μισάνοιχτα παράθυρα, οι καθωσπρέπει κυράδες να την κοιτάζουν και να μη
σώνεται το δηλητήριο και το περιγέλιο από
τα χείλη τους : Περνάει το ίσκιωμα με το καλλωπιστικό στο κεφάλι! Κι αυτή να
κάνει πως δεν άκουγε, σφράγιζε το μυαλό της μ’ αδιαφορία και συνέχιζε. Η δεσποινίς Θάμνος !
Μέχρι και ιστορίες έπλασαν οι μικροί
μάγκες για το θάμνο που βασίλευε στο κεφάλι της. Είναι ζωντανό πράμα σας λέω,
το είδα να κουνιέται τη νύχτα κάτω από το φεγγαρόφωτο, μπορεί να κρύβει μέσα
του δαιμόνους, μη γελάτε ρε, να θα σας
πάει έτσι και τινάξει το μαλλί της μπροστά σας, να. Εγώ την είδα ένα βράδυ που
καθόταν στην ταράτσα του σπιτιού της, καύσωνας καιρός, ακούμπαγε το θάμνο με
τον πλάστη που φτιάνουν οι γιαγιάδες
πίτες και άνοιγε στη μέση ο θάμνος, ε ρε μια λάμψη, και να κατεβαίνουν τα
μεγάλα αστέρια να πίνουνε τη λάμψη και να θηλάζουν με δαύτη τα μικρούλια τους τ’
αστράκια. Σαχλαμάρες, από κάτω είναι φαλακρή, δεν έχει τρίχα, παιδιά,
φοράει περούκα ξόανο , να την προσέχουν
οι άντρες , και βγαίνει τσάρκες τα βράδια σε πονηρά μέρη, έτσι μου’ πε ο
πατέρας μου.
Τη
γνώρισα στην οργάνωση, δε φανταζόμουν πως θα’ ταν κι αυτή μέλος, έτσι
ατσούμπαλη κι αλλοπαρμένη όπως ήταν. Της μίλησα, της είπα σε γνωρίζω, σε βλέπω
στη γειτονιά, κοντά σου μένω, μου ρίχνει
μια καχύποπτη ματιά και δώστου να
δαγκώνει τα νύχια της. Και πως σε
λεν εσένα, με ρωτά, της κάνω Μωυσή, και μόλις αγκιστρώθηκε καλά
επάνω της το μάτι μου, λες και
ανάνηψε από κάποια δυνατή αρρώστια και φωτίστηκε το μούτρο της και μου φάνηκε
χαριτωμένη. Πρέπει να προσέχουμε, της λέω, οι μέρες είναι σκοτεινές κι αυτοί δεν αστειεύονται, θα βάλουν παντού σπιούνους και πρέπει όλες μας οι κινήσεις να’ ναι
μετρημένες. Εγώ προσέχω, μου απαντά, σε κανέναν δε μιλάω, γράμμα βουλωμένο
είμαι. Ας όψονται κάτι κακές γλώσσες μόνο. Μωρέ καλά κάνεις, αλλά δε χρειάζεται
και τόση μυστικοπάθεια, και προπαντός μην καταλάβουν τίποτε οι μπόμπιρες, απ’
αυτούς την παθαίνεις εκεί που δεν το περιμένεις. Κι αυτή η τόσο απρόσιτη, η
περικυκλωμένη από αχλή και σκότος, έγινε με τον καιρό αίθρια ψυχή, άνοιξαν τα ράμματά της κι αντί να
φανερωθεί το κακοφόρμισμα που νόμιζα,
μου ξεπετάχτηκε δέρμα δροσερό και
άχραντο.
Ήταν μεσάνυχτα που βγήκαμε
να μοιράσουμε στα μουλωχτά
προκηρύξεις, καλούσαμε τους πολίτες σε
διαδήλωση διαμαρτυρίας, δε φανταζόμασταν πως οι σπιούνοι από μέρες είχαν πάρει πληροφορίες και κατασκόπευαν
όλες τις κινήσεις μας. Της λέω προσεκτικά, βάλε κανένα σκουφί να μην πετάγεται αυτό το
μαλλιαρό κέρατο και δίνουμε στίγμα. Δε
μ’ άκουσε, ο θάμνος να προεξέχει τροφαντός κι αγέρωχος, το καμάρι μου, έλεγε
χωρατεύοντας πειραχτικά, το ήξερε που όλος ο κόσμος τη σχολίαζε γι’ αυτό, καρφί
δεν της καιγόταν. Κι όπως ήμασταν στη γωνία, στο κατάστημα με τα γυαλικά, και πάνω στη βιτρίνα ακτινοβολεί ένα διαβολεμένο
φως, γυρνάω πίσω, Χριστέ μου, κάνω, τετέλεσται, μας έπιασαν, και όρμησαν
καταπάνω μας, άκουσα τα παγερά χέρια που κροτάλιζαν μέσα στην ησυχία, μας
περικύκλωσαν, έπεσαν χάμω οι προκηρύξεις .Ήταν πολιτοφύλακες του καθεστώτος κι
ήμασταν δυο τρομαγμένα θηράματα μέσα
στα βρόχια τους. Μας μετέφεραν στην ασφάλεια, ανακρίσεις, αγρύπνια,
βαναυσότητα. Εκείνη, δεν ξέρω πώς,
αναγνώρισε έναν απ’ τους βασανιστές μας ,ο γιός της Ευρυδίκης, της χήρας
του δικαστή, πρώην συμμαθητής της, συνεργαζόταν τώρα με αυτούς.
Αλλά το σταύρωμα το μεγάλο ήρθε μετά,
κάμποσες μέρες αφού λιώσαμε στο
κρατητήριο, σχεδόν ακοίμητοι και νηστικοί, ένα πρωί του Δεκέμβρη, μας μετέφεραν
στην πλατεία του Αγίου Μηνά, δημόσια διαπόμπευση «προς παραδειγματισμό των
αντιφρονούντων», στήθηκε εξέδρα, λαός να παρακολουθεί. Και γύρω μας ψίθυροι και
κάποια που φώναζε «Τα έλεγα εγώ που αυτή η
δαιμόνισσα είχε μπλεξίματα». Κι
έβλεπες που μόνο φόβος κι αδιαφορία ρούφαγαν
τα πρόσωπα όλων και κανείς δεν είχε πια πρόσωπο, μια μεγάλη ρυτίδα
τράβαγε μέσα της δέρματα, μάτια, χαμόγελα, τράβαγε διαβολεμένα και κανείς
δεν αντιστεκόταν.
Εμένα μου έδεσαν τα χέρια σ’ ένα κομμάτι πάγο, μελάνιασαν,
πέρναγαν οι ώρες, βούιζε μέσα στο αίμα μου η παγωνιά, σα να με πέταξε απέξω η
σάρκα μου η ίδια. Κάποια ώρα λιποθύμησα κι όταν συνήλθα, ένα σώμα που απόθεσα
τα χέρια μου στον Άδη, σπάραξε η καρδιά
μου που τώρα ήμουν μάρτυρας στο δικό της
μαρτύριο. Με μια μεγάλη λαμπάδα της έκαιγαν τούφα με τούφα το μάλλινο θάμνο. Ατάραχη εκείνη , λες
και «ὁ βάτος καίεται πυρί, ὁ δὲ βάτος οὐ κατεκαίετο». Σα να μην καιγόταν, σα να
μη μάσαγαν οι φλόγες τα κλαράκια του θάμνου της, η καημένη μου η δεσποινίς Θάμνος. Κι εγώ περίμενα απ’ ώρα σε ώρα να βγει- γιατί δε βγήκε;- ο
άγγελος που έλεγε η γραφή, να βροντοφωνάξει, ν’αποστρέψουν όλοι το πρόσωπο, να κοιταχτούν
στα πολύ μακρινά τους μέρη και να μην
τολμήσουν πια να βγάλουν άλλη νύχτα από κει μέσα.
Έπεφταν σταγόνες απ’το φλεγόμενο κερί στο κρανίο της, αλλά μονάχα τρομεροί σπασμοί
αυλάκωναν το τεζαρισμένο πρόσωπο, ούτε
ένα ξεφωνητό δεν ακούστηκε σε πείσμα των κυράδων που περίμεναν την ηχητική
επιβεβαίωση του εξευτελισμού της.
Ακούγονταν βεβαίως και κάποια ωωωω
αποτροπιασμού, περισσότερο ωστόσο ως ενδόμυχη ικανοποίηση που το κρανίο με το
κερένιο στέμμα δεν ήταν δικό τους. Γιατί σιγά σιγά στη θέση του τρίχινου
θάμνου, όπως έλιωνε το κερί και σοβάντιζε
το κρανίο, πυργωνόταν τώρα ένα κέρινο λοφίο, τραγικά αστείο, και κάποιοι
ευφραίνονταν που η φωτιά αποτέφρωνε την περηφάνια της παράξενης δεσποινίδος.
Βοούσαν μέσα μου τα λόγια του Ηράκλειτου «ύβριν χρή σβεννύναι μαλλον ή
πυρκαϊήν» κι επαναλάμβανα ψιθυριστά, με τη δική μου τώρα αλαζονεία, λες και
κανείς άλλος δεν ένιωθε συμπόνια για τούτο το πλάσμα, και ξεχνώντας ολότελα το
δικό μου μαρτύριο, «Εγώ είμαι αυτός που υπάρχει, ο ών, ο ών, ο ών». Για να
υπάρχεις ,πρέπει να κατεβαίνεις τον άνθρωπο ως το ύψος του μυρμηγκιού. Μόνο
εκεί, σ’ αυτό το χαμηλό ανάστημα, μπορείς να νιώσεις πραγματικά τον εαυτό σου.
Πέντε χρόνια μετά, το καθεστώς είχε ανατραπεί, ο
θάμνος ανέμιζε πάλι κορδωμένος στο
κεφάλι της, ίδιος με θημωνιά από τρίχινα ελατήρια. Υπηρετούσε τώρα στο
πυροσβεστικό σώμα. Από τις λίγες γυναίκες. Ριχνόταν πρώτη στις φωτιές, τα
γνώριζε καλά τα κόλπα τους, έλεγε, μπορούσε να τις κουλαντρίσει. Με το φόβο τα
είχε βρει και μόνο η μοναξιά την τρόμαζε, μη μείνει χωρίς άνθρωπο στο πλάι της.
Ένα απόγευμα του Ιούνη, δέχτηκαν κλήση, πυρκαγιά στο σπίτι της χήρας του
δικαστή, της κυρίας Ευρυδίκης. Ετοιμάστηκε ένα όχημα, μαζί κι αυτή , είχε υπηρεσία,
το θυμήθηκε, ναι ο γιός της κυρίας Ευρυδίκης, ο βασανιστής της, μαρμάρωσε η
καρδιά της, πήγε προς στιγμήν η οργή να ανέβει πάνω απ’ το καθήκον. Δεν
ανέβηκε. Ξεκίνησαν. Οι φλόγες δάγκωναν από παντού το σπίτι, ξέχασε το τηγάνι
στο μάτι της κουζίνας κι άρπαξε, τους είπε μια γειτόνισσα, άντε μετά να τη
μερώσεις τη φωτιά, που όλα μέσα στο σπίτι τους είναι από ξύλο ακριβό. Ακόμη όμως άντεχε το σπίτι
.Άνοιξαν οι μάνικες , θεριό το νερό
ξεπήδησε από μέσα, χούγιαξε ολόρθο και πλάκωσε να φοβερίζει τη φωτιά, που σαν τη γάτα ανατρίχιασε και
πέταξε στον ουρανό καπνούς και σπίθες.
Είναι μέσα ο γιός μου, τσίριξε μια φωνή… κοιμόταν…άφησα το τηγάνι στη φωτιά και
βγήκα λίγο έξω … ξεχάστηκα…για όνομα του Θεού, το παλικάρι μου…Η κυρία
Ευρυδίκη. Λιποθύμησε απ΄ την ένταση. Η δεσποινίς Θάμνος κοντοστάθηκε. Ξανάνιωσε
την οργή. Θυμήθηκε την ταπείνωση. Έκανε πίσω, ας πάει άλλος, «μή ἐγγίσῃς ὧδε»,
ας απονεμηθεί δικαιοσύνη. Έπιασε το θάμνο με το χέρι της. Για μια στιγμή της
φάνηκε πως έσταζε κερί, πως μια λιωμένη μάζα χυνόταν από όλο το κρανίο της.
Αλλά όπως ακούμπησε , ήταν μόνο τρυφερά
δαχτυλιδάκια από μαλλί. «Ο ών» μουρμούρισε «ο ών». Και κάθε σπιθαμή οργής ξεφούσκωσε. Και αμολήθηκε μέσα στο σπίτι και δε βγήκε ποτέ και η μη
κατακαιόμενη βάτος κάηκε οριστικά.
Ω μακάρι τώρα ν’ αναπαύεται «εἰς γῆν ἀγαθὴν
καὶ πολλήν, εἰς γῆν ῥέουσαν γάλα καὶ μέλι».
Κώστας Τσιαχρής