Όλα πέρασαν μ 'έναν τρόπο που παρίστανε την εξιλέωση κι έχω απομείνει ένας άνθρωπος που ζητά χαρτί να γράψει κάτι απ'τις αλήθειες του κι οι αλήθειες του ζητούν να σβήσουν κάτι από εκείνον Πέρασαν μ' έναν αγώνα δρόμου μεταξύ θηράματος και κυνηγού και πλέον δε φαίνεται ποιος θα σκοντάψει πρώτος ποιος θα σηκώσει από το χώμα τον πεσμένο του εαυτό για να του δώσει ακόμη μια φορά την αντοχή να ηττηθεί Ευτυχώς όμως νίκησες αγαπημένη μοναξιά την ώρα που έλεγα πως έφτασαν κομμάτια μου σε λάθος χέρια στην πιο ανθρώπινη εκδοχή του θεϊκού τερμάτισες χωρίς να περιμένεις δάφνες
απ' αυτή την ηλικία που όλοι φτυαρίζουν αθόρυβα το χιόνι τους στις αυλές των άλλων
Χριστούγεννα του 2018.Μίαχρονιά προς το τέλος της. Παρέα πάντοτε με τη
μουσική, με τους ήχους που συνόδευσαν διαφορετικές στιγμές και διαθέσεις. Τίποτε
το εντυπωσιακά διαφορετικό για εκείνους που περίμεναν το αδοκίμαστο και
πουη ζωή τους κύλησε μέσα στις μελωδίες.
Ωστόσο, οι καλέςπροτάσεις υπήρξαν και
θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Μέχρι που να γίνει το επόμενο μεγάλο βήμα προς τα
εμπρός. Όποτε γίνει. Ως τότε θα πορευόμαστε με αυτά, που μπορεί να μη θυμίζουν τις μεγάλες στιγμές του παρελθόντος, είναι ωστόσο
η μουσική του σήμερα, η μουσική μιας γενιάς που πρέπει να δώσει, έστω και
αναγκαστικά, ψυχή στην τεχνολογία Πολυσυλλεκτική η μουσική μας πρόταση με τα καλύτερα άλμπουμς ,όπως πάντα. Ένας πολύχρωμος κόσμος που συγχωνεύει όλα τα μουσικά είδη και αναδεικνύει τη διαφορετικότητα ως υπέρτατη μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης.
1.THE 1975 A BRIEF INQUIRY INTO ONLINE RELATIONSHIPS
Δικαιώθηκαν όσοι έμειναν με την ερώτηση "τι απομένει από τον έρωτα" στεγνή πάνω στο σάλιο Δικαιώθηκαν οι κόποι της μέρας το βραδινό σκοτείνιασμα κάτω απ'τα μάτια το μάρμαρο που μετάνιωσε για τις τόσες φορές που έμεινε υπάκουο στα χέρια του γλύπτη Δικαιώθηκαν όσοι κοίταξαν από ψηλά τον εαυτό τους και τίποτε σα ναυτία δεν τάραξε την πλήξη τους Όσοι μέτρησαν τριάντα προδοσίες και στο τέλος απ' το λαιμό τους κρεμάστηκε σα θρίαμβος το αργύριο Δικαιώθηκαν όσοι παραβίασαν το κόκκινο και πέρασαν στην αιωνιότητα μαζεύοντας κλήσεις που έκοψε το ίδιο τους το σώμα Ό,τι ζήλεψε τον ουρανό και φόρεσε καταμεσήμερο αστέρια για να μοιάζει πιο πολύ ουρανός Δικαιώθηκε Το έξω φως που για να βγει απ'το μέσα πέρασε μια μαθητεία στον ίσκιο Δικαιώθηκε Δικαιώθηκαν αν κάποιοι δάγκωσαν τον μύθο και γεύτηκαν την αλήθεια Αν όπως οι μωρές παρθένες βαρέθηκαν να κρατούν αναμμένο το λυχνάρι τους κάτω απ'τη φούστα και σκόρπισαν χαχανίζοντας στα γειτονικά μπαρ Δικαιώθηκαν αν έκλεισαν το παράθυρο για να τρυπώσει πιο βαθιά στους πνεύμονες ο καπνός από τον φλεγόμενο πειρασμό τους Αν πρόδωσαν το έτερον ήμισυ για να βρουν έστω μισό έτερον μια μικρή κατάφαση δίπλα στις άπειρες αρνήσεις το γέλιο που σταμάτησε μεταξύ ονείρου και Βασιλίσσης Καρδίας Όσοι γέρασαν από έρωτα και ξανάνιωσαν από μοναξιά Δικαιώθηκαν Όσοι απέρριψαν εν καιρώ χαλασμών μια πρόφαση για ξημέρωμα Δικαιώθηκαν Μονάχα μια δικαίωση εκκρεμεί ...του Πόντιου Πιλάτου
Τόση και τόση ζωή ξοδεύτηκε ανάμεσα σε θάμνους
και σε φυλλώματα περιμένοντας τον εχθρό
και τόσο τα λόγια μου ήσαν πάντοτε ένας κόπος
μια στιγμή αποκάλυψης των όπλων
που θα προτιμούσα πλήρως να εκτεθώ
χωρίς προσχήματα και λύσεις της ανάγκης
Ορατός από όλες τις γωνίες
με τα κόκκαλα στη φόρα και τις αμαρτίες ωμές
Ίσως με τέτοια μέσα να κολακευτεί ο εχθρός
όταν θα τρίβομαι σα γάτος πάνω στα σπαθιά του
κι ίσως απ'την πλήρη αμηχανία
θα θελήσει εκείνος τώρα να κρυφτεί
σε κάποια απ'τις πολλές χαράδρες του μυαλού
Πώς παίρνει και με χαρακώνει
μια απόκοσμη ευχαρίστηση
σχεδόν σα να γυρίζω
το σπαθί στα σωθικά μου
όταν στο αποκορύφωμα του τρόμου
πιάνω το ψαλίδι
κομματιάζω δίχως σκέψη
τους ανθρώπους που αγαπάω
τους χωρίζω σε μερίδες
τόσο για την εγκατάλειψη
τόσο για την παιδωμή
για την ανάταση την πυρκαγιά
την πάλη με τις πτώσεις
τους μοιράζω σε φωλίτσες
κι ας χύνουν από πάνω
τα βεγγαλικά τους τύψεις Όσοι αγαπώ είναι χαλάσματα
της θέλησής μου ν'αγαπήσω
ή ν'αγαπηθώ
Έτσι που ανέβαινε
λαχανιασμένος ως την τελευταία του λέξη
σέρνονταν στις σκάλες τα φτερά
έμπηγε τις φωνές η καθαρίστρια
Ανάθεμα την ώρα που γεννιόσουν άγγελος
απ'την αρχή σου κι απ'το τέλος φαντασμένος
Χτύπαγε με νεύρο τα κουδούνια
έσφιγγε στο στόμα τον αέρα
σα λαγωνικό πονούσε τις φωνές
Ώσπου τον έπιασε απ'το φωτοστέφανο
ένας άντρακλας αγουροξυπνημένος
τι χτυπάς ρε φίλε απ'τις οκτώ;
Ακόμα βράζει ο ύπνος στα σεντόνια μας
Το ψωμί μου βγάζω κύριε διαμαρτύρονταν
κι έκανε για σινιάλο επιβεβαίωσης
τα έντυπα που κράταγε στο χέρι
το ψωμί μου που πώς να συντηρείς φτερά
πώς να μοιράζεις την αθανασία πώς
σε τέτοιους άθλιους ουρανούς;
Ο νοσοκόμος μου φωνάζει ένα πουλί πετάει στα χέρια σου που είναι ; δεν το βλέπεις; Να το διακλαδίζεται στους τοίχους τώρα πάνω απ'το κρεβάτι μπήγει τα φτερά του μέσα στην ποδιά μου Εσύ ο ασθενής Εγώ ματώνω Κι όμως το πουλί είναι εκεί Αν βγουν οι γάζες αν το ιώδιο ξεθυμάνει αν οι στάλες στον ορό σιγήσουν ίσως να ακουστεί ο κελαηδισμός αλλά μην τρέφεις μάταια ουρανό Αίνιγμα Κωνσταντάκη μου τελείως αίνιγμα αν τραγουδάει για θάνατο ή για γιατρειά
Ανάμεσαστιςαρχετυπικέςδιαθέσεις όσον αφορά
στησύλληψηκαι έκφρασητουποιητικού βιώματος κατάτη μεταπολεμικήπερίοδοτης νεοελληνικήςλογοτεχνίας,
δεσπόζουσα θέση καταλαμβάνει εκείνη του
πάσχοντοςποιητικού υποκειμένου.
Αφετηρία και κατάληξητηςσυγγραφικής πράξης γίνεται συχνά ο μικρόκοσμος
, το εσωτερικό μαρτύριο, η παραίτηση και η παράδοση στις ακυβέρνητες
πολιτείεςτων ενστίκτων, η καύση βαθιά
εγχαραγμένωνεικόνων, για να παραχθεί ο
αρμονικά ασύμμετρος και παρεκκλίνων λόγος. Αυτό σε κάποιεςπεριπτώσεις καταλήγεισε ένα είδος αυτοπαγίδευσης. Ο ποιητής κοιτάζονταςπροςτα έσω χάνει τον προσανατολισμό του, μπλέκεται στα δίχτυα που ο ίδιος
στρώνει, για να μπορέσει να θηρεύσει την εκλεκτήσυγκίνηση , κι ενώ γυρεύει πέρδικες καιφασιανούς, απομένειτελικά στο χέρι με τιςσκιέςαπόμερικά μόνο φτερά. Σαναδέξιος κυνηγός. Σεάλλεςπεριπτώσεις καταφέρνει να μετριάσει την εγωκεντρικήτοποθέτησητης γραφής του, καθώς αφήνει το περιθώριο στον αναγνώστη να αισθανθεί
ότι το βίωμα τον αφορά κι ότιαπ’
τιςλέξεις τουανασύρεταιμιαδιάθεση με καθολικόχαρακτήρα. Κι εκεί ακριβώς σπάζει ο κύκλοςτης αδιέξοδης ερμητικότητας κι απελευθερώνεταιενέργεια προς όλα τα μήκη και τα πλάτη
τουποιητικού σύμπαντος, πράγμαπου ασφαλώς είναικαιτοζητούμενο στησυγγραφική πράξη. Μόνοσε τέτοιεςστιγμέςεκρήξεων και ταλαντώσεων
γεννιέταιανθεκτικόςστη φθοράτων αναγνώσεων λόγος.
Ηεσωτερικότητα, η πάσχουσα συνείδηση που
ανακουφίζεται μέσω της εξωτερίκευσης των παθών στομελάνι, η εστίαση της ιδέαςστην προσωπική οδύνη, η πρωτοπρόσωπη
απόδοσητηςευαισθησίας, οβιωματικόςχρωματισμός τουλόγου, η συρραφή
στιγμιοτύπωναπότοβαθύτερο «είναι» , η συνύπαρξη υπερβατικών και ρεαλιστικώνστοιχείων είναι παρόντακαιστοπαρθενικό έργοτου Χρήστου
Μαρτίνη«Το ξένο φως». Απότις πρώτεςλέξεις δίνεται το σύνθημα :ακολουθείπνιγμός και όσοι έχουν
το σθένος να επιπλεύσουν ευπρόσδεκτοι (
καλό μου ναυάγιο πάλιβαπτίσου στο
χάλκινο φως) . Έπειτασεάλλαδεκαοκτώαριθμημένα, πλην
άτιτλα, ποιήματακαι σε άλλα δύο τιτλοφορημένα,
ξεδιπλώνεται το γεωλογικό ανάγλυφο μιαςευάλωτηςψυχοσύνθεσης που με
έντεχνεςδονήσεις προσπαθεί να κάνει το
δικό της υπέδαφος μήτρακαθολικώνεμπειριών. Μέσασε αυτό το υπέδαφος ο προσωπικός πόνοςστερεοποιείται, γίνεται ορυκτό που εξορύσσεταιόχι μόνο με τηνκαρδιά αλλά και με το μυαλό, και κόβεται στο
τέλος σεμικρά πετράδια με το σχήμα
ποιημάτων.
Στοίδιο υπέδαφος ανιχνεύονταικαταβολέςαπόπρογενέστεραεκφραστικάσχήματα και τάσειςτου
νεοελληνικού , και όχι μόνο, ποιητικούλόγου : οι παραλογές (στοτελευταίο ποίημα τηςσυλλογής με
τίτλο «Του καταραμένου») , τα τραγούδια των κοντραμπατζήδων (όσο κι αν το προσπάθησα ρούκουνα να σου
μοιάσω/ φλώρος εγώ μάγκας εσύ κι έτσι πηγαίνω πάσο) , η στιχουργία των
ιθαγενών της Αμερικής (κάθομαι δίπλα
στον σωριασμένο ήλιο/ και προσπαθώ να θυμηθώ/ ένατραγούδι /κανένατραγούδι δεν είναιδικό μου/ είμαι άρρωστος ) , η
αρχαίαελληνική επιγραμματοποιία (αν σας ρωτήσουν/ να πείτε κάτι τραγικό /πως
τράκαρε καβάλα σε μιαμηχανή/ στην άγρια
κόντρα με το χρόνο/ ή πως τον έσφαξαν σ’ ένα κωλόμπαρο τηςεθνικής οδού/κάποια θλιμμένη πέμπτη/ ναβρείτε κάτι πειστικό/ μην πείτε απλώς πως
πέθανα/ μην πείτετην αλήθεια: Ας προσεχτεί εδώότι οι στίχοι μοιάζουν με μία επιτύμβια παράκληση την οποία απευθύνει ο
νεκρός προςτους διαβάτες πουεπισκέπτονται τον τάφο του) , η καρυωτακική ειρωνεία(αιτήθηκα
πρωτόκολλο κοινό για το κορμί μου οιυπεύθυνοι αρνήθηκαν λόγω νομολογίας μου τόνισαν κύριε το σύστημα δεν το
υποστηρίζει τις εγκυκλίους μου έδειξαν αποφάσεις χίλια εκατό του έβδομου
κάθετος δύο χιλιάδες εικοσιπέντεείκοσι
του ενενήνταπέντε )) , η
θεατρικήυφήτης τραγικήςποίησης (τοποίημα «Ελένη»
θασυνιστούσε κάλλιστα έναν χειμαρρώδη μονόλογο σε μια υποτιθέμενη τραγωδία) απαντούν σεμικρότερο ή μεγαλύτεροβαθμόστα σπλάχνα της ποίησης του Μαρτίνη.
Ο ποιητής βεβαίως
φέρνει στα μέτρα της δικής του ποιητικήςόλες αυτέςτιςκαταβολές, αφήνοντάςτες να λειτουργούνδυναμικά και ναεπιδρούν στο βαθμό που δε νοθεύεται η καλλιτεχνικήαυτονομία του. Άλλοτε πάλι τις εμβολιάζει με
μοντέρνους τρόπουςέκφρασης, ώστε η
τελική εντύπωση νατιςεκτοπίζειστο παρασκήνιο. Στοτελευταίο
ποίημα της συλλογής, για παράδειγμα, «Του καταραμένου» η θεματική και
στιχουργική πλοκή που παραπέμπουν στο είδος των παραλογών, κρύβονται επιδέξια
κάτω από το σχήμα μιας μοντέρνας ποιητικής αφήγησης και μόνο με μία
αναπροσαρμογή του τρόπου ανάγνωσηςτων
στίχωνακούγεται καθαράο δεκαπεντασύλλαβοςρυθμός.
Χαρακτηριστικό,
επίσης, είναι ότι η όποια αίσθηση συντριβής αποπνέουν οι στίχοι επενδύεται με
κύριο υλικό τον ήλιο, η συχνή παρουσία του οποίου λειτουργεί ως αντίβαρο που
δεν επιτρέπεισε όλη αυτή τη
σκοτεινήδιάθεση να γίνει ένας
κουραστικός πεσιμισμός. Υπάρχει πάντα ένα χαλινάρι που συγκρατεί την υπερβολή
και φέρνει το συναίσθημα αντιμέτωπο με το μυαλό. Στο κέντροδε της συλλογήςενεργοποιείται σοφά τομοτίβο της θεραπευτικήςεπενέργειας της ποίησης με ένα ποίημα
πουαποτίνει φόρο τιμήςστα «ιαματικά» τραγούδια (medicinesongs) των Ινδιάνων. Ο πάσχων ποιητής, κατά το πρότυπο του καβαφικού Ιάσονος
Κλεάνδρου αλλά με μία διαφορετική υφολογική προσέγγιση, εναποθέτει την
ελπίδατης σωτηρίαςτου στα χέρια της ποίησης, παρόλο που, όπως
γράφει και οΚαρούζος, τα ποιήματά
τουκαταλήγουν να είναι«ενθύμια φρίκης» ,
Έτσι, το ρημαγμένο σώμα
και το ναυάγιο ταυτίζονται(τρίζει το
σώμα σαν σάπια καρίνα), ο ήλιος γίνεται κάτι σα συσίφειοβάρος (ένα
βράχο-τον ήλιο- κουβαλώ στις πλάτες μου), η αγωνία να αποτυπωθεί στη
γραφήη εμπειρία προτού εκφυλιστεί
υπονομεύεται από την τελική συνειδητοποίηση της αδυναμίας(να γράψουμε/πριν μας τελειώσει η εποχή....όμως/ πώς να κρατήσεις βράχο
με τα χέρια σου/πώς ναδεθεί ο χείμαρρος
με το σκοινί) και αλλού στήνεται ένα αινιγματικόσκηνικό αναμονής που θυμίζειφιλμ νουάρ (τις επόμενες μέρες θα λάβεις από μένα μια σακούλα/θα την αδειάσεις στο
τραπέζι της κουζίνας/θα χυθούν οι σπασμένες ακτίνες του ήλιου). Πιοκάτω, ο ποιητής διαμαρτύρεται για τον
τυπολατρικό ξεπεσμό της ανθρώπινης ποιότητας(σφράγισαν τις ανάσες μου με στρογγυλή σφραγίδα και με αρχειοθέτησαν ως
πράξη τελική), δημιουργεί μια καρικατούραφυλακής όπου τα δεσμά και ο δεσμοφύλακας απομυθοποιούνται (βγήκανα αγοράσω συρματόπλεγμα/ μα δεν περίσσευε καθόλου/ για φυλακές
δίνανβελόνες καικλωστές/ κι ένα παιδί κρατούσε τα κλειδιά)
,αντιμετωπίζει τους στίχους ως επικάλυψηνοσηρών στιγμών (και αν τους
στίχους αφαιρέσεις με νυστέρι /θα μείνει-επιτέλους- να βρωμίζει τον αέρα/ το
κουφάρι από το άγιο καλοκαίρι) , αγωνιά για την τύχη μιας αναπάντητηςικεσίας (ίσως
δεν πρόσεξαν την κλήση την κραυγή/ ίσως να μη μετέφεραν σωστάτην ικεσία)καιαναγραμματίζειτην κατάληξη του
μύθουτηςΕλένης, βάζοντας στο στόμα ενός σύγχρονου
Μενελάου έναν περιπαθή αναθεματισμό (ανάθεμα
την ώρα σου που γύρισες/ φύγε ξανά και μάζεψε ό,τι μπορείς πριν το φευγιό σου)
.
«Ενθύμια φρίκης» λοιπόναυτά τα ποιήματα του Χρήστου Μαρτίνη. Πλην όμωςτα
τιθασεύει ο λόγος και τα αναβαπτίζει σε μαρτυρικές καταθέσεις ενόςυποσυνείδητου σε αναμονή γιααποκαλύψεις.