Στέκομαι εδώ
στη μέση ενός διλήμματος
σηκώνεται φουρτούνα
Ξάφνου πλημμυρίζω δες
η πλώρη χτύπησε στα βράχια
ανοίξανε τα ίσαλα
τα χρόνια γέρνουν
τα τραβάει βυθός
κοντεύει να βραδιάσει
Στη γέφυρα
ακόμη πολεμάει
το σώμα τους βοριάδες
Και τι θα γίνω πια
με τόσα τρωκτικά
που ανέβηκαν
στην ποίησή μου;
Αν έστελνες τουλάχιστον
ένα βαρκάκι φως
με δυο κουπιά
να σχίζουν τα νοήματα
Μα είναι αργά
σκοτείνιασε
και πώς να σώσεις;
Στο χέρι σου
κρατάς μονάχα
κεραυνούς