Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Η μόνη κληρονομιά

  Ένα ισχνό χαμόγελο  είναι κρυμμένο κάτω από το κράνος μου  Και τρέμει  Τις οβίδες που σφυρίζουν στον αέρα  και συντρίβουν τις ζωές  που κέ...

Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013

Ευφροσύνη Μαντά Λαζάρου "Ο Νώε στην πόλη"


 Ως   Βιβλική   φιγούρα  ο  Νώε  συνιστά   την  περίπτωση  του  εκλεκτού  εκείνου  όντος  που   αναλαμβάνει  να φέρει  σε πέρας  ένα  υπερφυσικό  αίτημα  για   την  αποκατάσταση  της    κοσμικής  ισορροπίας  .Εκφράζει το πρότυπο της  δικαιοσύνης  και της ευσέβειας  το  οποίο   ξεχώρισε  ο  Θεός  μέσα  από τον συρφετό  της ακολασίας  και του εμπιστεύτηκε  το  μοναδικό αλλά  συνάμα  τραχύ έργο  της   ανασύστασης  του ανθρώπινου είδους .Έτσι , ο  Νώε  επιλέχτηκε   να  είναι   ο επιζών  ενός   καθαρτήριου  κατακλυσμού ,προορισμένου  να επιφέρει   τη θεραπεία  της  ηθικής  κατάπτωσης  των ανθρώπων  .
       Οι  παραπάνω επισημάνσεις  δεν  είναι  άσχετες  με το  εννοιολογικό   υπόβαθρο  της τελευταίας  ποιητικής  συλλογής της Ευφροσύνης  Μαντά -Λαζάρου «Ο  Νώε  στην πόλη» . Το  δίπολο  «φθορά- κάθαρση » , τόσο  εμφαντικά   δοσμένο  μέσα  από την οικονομία  της  Βιβλικής  ιστορίας  του  Νώε  , ραβδοσκοπεί   τα    υπόγεια   ρεύματα  της  έμπνευσης  της ποιήτριας   και  συγκροτεί   το θεμέλιο πάνω στο οποίο  στηρίζεται  η  σύνθεση του  έργου  της «Ο  Νώε στην πόλη». Κι  αν η  μία ορίζουσα  στον τίτλο  της συλλογής  έχει  Βιβλική προέλευση  και  ανάγεται  στο  πεδίο  του  υπερβατικού , η άλλη ορίζουσα , η  «πόλη» , στρέφει  το βλέμμα και τη σκέψη μας κατευθείαν στα δεδομένα της   καθημερινής  εμπειρίας . Αυτή  λοιπόν  η συγκρουσιακή    συνάντηση   του   ιδεατού   με  το  φθαρτό    υφαίνεται  ποικιλότροπα  σε  όλα τα ποιήματα  της  συλλογής  και  συμπληρώνεται    με  το  στοιχείο  της  κάθαρσης  . Δεν  είναι   τυχαίο  το  γεγονός  ότι  η  πορεία    της  ανάγνωσης  , η οποία  θέτει  στο κέντρο  την πόλη  , ακολουθεί   μέχρι  το τέλος  εκείνους   τους   χρονικούς  δείκτες  που  παραπέμπουν  στη  διαδικασία  της   λύτρωσης . Οι  πολλαπλές  εικόνες  της πόλης   τοποθετούνται  αρχικά  μέσα  σε   μία   σχεδόν παρακμιακή   νυχτερινή  κορνίζα ,  με  τους  απόηχους  συναισθητικών  ακρωτηριασμών  παντός είδους [ οι άνθρωποι «ακρωτηριάζουν» την πόλη , η πόλη είναι ήδη κομματιασμένη  , οι γυναίκες  αποκομμένες  από τους άντρες τους]  και   με  την   περίπου  επιτακτική  απαίτηση   κάθε πόλη να έχει το λιμάνι και τη γυναίκα της , για ν' αποφεύγει τους   οδυνηρούς ακρωτηριασμούς. Η  ανάγνωση  συνεχίζεται   πλαισιωμένη   πάντοτε  με   νυχτερινά  σκηνικά  .Η  πόλη , ως κυρίαρχο  ποιητικό  υποκείμενο , πλασμένη από την ποιήτρια με μία  ανθρωπομορφική  αντίληψη , επιβεβαιώνει  με κάθε  της κίνηση  την ατμόσφαιρα  της αποσύνθεσης : χασμουριέται , βάζει στο λαιμό της   σαν   φθοροποιό  κόσμημα   τις εφτά πληγές  όχι του Φαραώ αλλά της γειτονιάς , αυταπατάται ,  κρύβει τις  ομορφιές  της . Στο τέλος ωστόσο της  ανάγνωσης   ο χρονικός  δείκτης  της  αυγής   αποδίδεται   ως  ρηματική  ενέργεια  στην ίδια  την πόλη , ακριβώς  για να σηματοδοτήσει  το  πέρασμα  στην  αναγέννηση , για  να  γαλβανίσει  μέσα μας  την επιθυμία  της  επιστροφής στο φως . Η   δε  εμμονή  στην  εικόνα  των εργατών του  δήμου  που  καθαρίζουν   τους  δρόμους  , επιβεβαιώνει  εύγλωττα   τον  παραπάνω   συμβολισμό  .Οι εργάτες  του δήμου  μετατρέπονται  σε  ένα  ποιητικό  όχημα   διευκόλυνσης  της συνέχειας  της ζωής . Κάπως  έτσι  κι  αφού προηγουμένως  έχει  συντελεστεί   ο  εξαγνισμός ,  αποβαίνει  εντελώς   φυσική  η  βούληση  της  αφηγηματικής  φωνής  να  συνενωθεί  οριστικά  με  την αποκαθαρμένη  πλέον πόλη  [«Τότε  στο  τίμιο  βλέμμα του πρωινού της  πόλης  μου θέλω να γίνω δάκρυ. Ή πάλι  μια σταγόνα  φως στο τζάμι του  ύπνου της .Κι ύστερα να ξυπνώ τριανταφυλλιά  στους κήπους»] . Και  ξεπροβάλλει  ο   Νώε  ,αφήνοντας πίσω του  έναν    κόσμο  σκουριάς  και  μούχλας  , για να ονοματίσει αυτά  που τελικά  πρέπει  να   σωθούν .
        Η  πόλη  για  την οποία  μιλά  στα  ποιήματά  της  η  Ευφροσύνη  Μαντά- Λαζάρου ,  η   Λευκωσία  ,προσεγγίζεται  από την ποιήτρια  με  μία   κινηματογραφική    διάθεση  . Πρόσωπα , κινήσεις , χώροι , αντικείμενα   και  συναισθήματα   μπαίνουν  κάτω από το φακό της  γραφής   της  σε μία ρέουσα  γραμμή  που τείνει   προς  κάποια   διαρκώς  αναβαλλόμενη  διέξοδο. Το  σημαντικότερο  όλων όμως  είναι  ότι  η ποιήτρια  προσπερνά με μία σχεδόν γενναιόψυχη  αποφασιστικότητα  το  στερεότυπο  της  δοκιμαζόμενης  από  την  τουρκική   κατοχή  πόλης  και  αντιμετωπίζει  τη  Λευκωσία  με  την παράνοια  και με την  αγάπη  που ταιριάζει  σε κάθε  μοιραία  πόλη .Τραβάει  απ' τα σκοτάδια της   τις  πιο  τρυφερές  λέξεις  ,όπως  αντίστοιχα  υφαίνει  με  τη μεγαλύτερη  τρυφερότητα   τις  αφανέρωτες  πτυχές  της . Κι η   πόλη   στέκεται  μετάρσια  μεταξύ της νύχτας  και της  μέρας , μεταξύ  του  έρωτα και του  κατακλυσμού , μεταξύ  του  ύπνου  και  της έκρηξης των  ορμονών  , ενώ  η  αφηγηματική    φωνή  της  επιφυλάσσει   εκλεκτές  συγκινήσεις .Σε μια τέτοια  στιγμή μάλιστα  λυρικής  έξαρσης   ,όταν  διαβάζει  κανείς  τους  ακόλουθους στίχους  «Σκεπάσου  περιστέρα μου , σκεπάσου αηδόνα !Σκεπάσου  αγαπημένη  πόλη μου τον ανάλαφρο  ύπνο τους , το βαρύ  ξύπνημά  τους , σκεπάσου  τη  ζωή τους   και το  θάνατο βάλε  κορώνα  στο κεφάλι  σου τη  λαμπερή σελήνη  και μέσα  από  σκοτάδια   φύγε  αστέρι   σαν ανάληψη στον ουρανό» , ο  ερωτικός    παλμός  τον αιφνιδιάζει  με τη δύναμη  της   εκφοράς  του  , με το  απροσδόκητο   της  φλέβας  μέσα   στην  οποία  πάλλεται .
       Από  την  άποψη της  σύνθεσης , « Ο Νώε  στην πόλη»    διαρθρώνεται  από  επτά   επιμέρους   ποιητικές   ενότητες  , σε καθεμία  από τις  οποίες   αναδεικνύεται  συνήθως  ένα  κυρίαρχο  μοτίβο .Στην πρώτη  ενότητα με τον τίτλο «Όταν η πόλη  γέρνει ράθυμη στο φίλημα του σκότους , ανοίγουν οι  μαστοί πελώριας νύκτας»  ,το  ζευγάρι « γυναίκα»  -«λιμάνι» ανασκαλεύει    στη  διάθεση του  αναγνώστη  την παράσταση  μιας  ανοχύρωτης   πόλης   που   ψάχνει    απελπισμένη   ένα  καταφύγιο [«Κάθε  πόλη πρέπει να έχει  το λιμάνι της  και τη γυναίκα της»].  Το  ποίημα  «Τυχαίνει  καμιά  φορά  ,όταν η πόλη χασμουριέται , να βρέχει  συγχρόνως»   διαπερνάται  από  το  τρίπτυχο «βρώμικο»-«ψεύτικο»- «παλιό» .Από τη βρώμικη ανάσα της πόλης  [«Τότε η  παλιά  πόλη  βρωμάει  σαν στόμα  αρρώστου  ή σαν χνώτα  πεινασμένου» ]  μεταφερόμαστε  στα  παλιά  σπίτια  που αναδύονται  μέσα από το αμυδρό  φως των αστεριών  και των  αυτοκινήτων [«τότε  αναδύονται  -σαν από θάλασσα ή στεριά -σπίτια  παλαιικά , εμποτισμένα  με το  όπιο της νέας  χρήσης»] , κι  ύστερα  σε μια  διάσταση  όπου   τα πάντα  μοιάζουν με  πλατωνικές  σκιές , με ψεύτικο  υπόβαθρο στο  οποίο στέκονται  διάφορες  μορφές [«να που στο τέλος  όλα τους είναι  σκηνικά»] . Στο   «Οι   εφτά πληγές  της   γειτονιάς   αιμάτινο  αλυσιδάκι  στο λαιμό  της  πόλης»  συνυπάρχουν  ένας  κατατρεγμένος  κίναιδος , ένα  μυστηριώδες  άνθος ,οι  αλλοδαποί εργάτες , οι  θαμώνες  ενός  παρακμιακού   καφενείου , ένα ζευγάρι ηλικιωμένων που  λιώνουν μαζί ,μια γυναίκα με αντιλήψεις άλλων καιρών  κι ένας κόσμος που θυμίζει την «Έρημη  χώρα»  του Έλιοτ [«Κανένα  φαρμακείο   δεν διανυκτερεύει  . Μια μέρα  δεν θα υπάρχει  και κανένας  για να πεθάνει  εδώ σ' αυτή τη γειτονιά»]. Με  την  ενότητα «Όταν η νύχτα  χασμουριέται  πάνω από τις στέγες  , ανοίγουν  οι αρμοί της πόλης επικίνδυνα»  ετοιμάζονται  τα  γιατρικά για τις «εφτά πληγές»,όπως  αυτά  κρυσταλλώνονται  στις λέξεις «φαρμακείο» , «ταρίχευση» , «φωτογραφία» .Έτσι , ο ταριχευτής -φαρμακοποιός  και ο φωτογράφος   καταλήγουν  σύμβολα της  επιθυμίας  για  τη  συντήρηση  αυτών που χάνονται . Στη  σύνθεση «Όταν η πόλη χασμουριέται οι  αυταπάτες  της απλώνονται όπως ο ουρανός» κυριαρχεί  η αντίθεση  «νέοι» -«στρατιώτες»   για  να  σημάνει  την  απόσταση  που χωρίζει  τη  ζωή  έξω από τα όρια  από  τη ζωή  μέσα  στα όρια .  Στην  προτελευταία  ενότητα  « Η πόλη κρύβει τα λουλούδια της  σε ηλιακούς  και μυστικές  αυλές»  ,ο   κομβικός  στίχος  «Μα ποιος θα μπορούσε  να  δίνει το φιλί της ζωής αν δεν είναι ο ίδιος  βαρυπενθής;»   φέρνει    στο  προσκήνιο  τη φιγούρα  του  ποιητή  ως  του  τραγικού   εκείνου όντος  που έχει τη δύναμη να συναισθανθεί  βαθιά την απώλεια  της  ζωής και  ακολούθως   να την εκφράσει  στην  πιο   ζωντανή  της όψη. Από  την άλλη  , το τηλέφωνο  μετατρέπεται με παράδοξο τρόπο   σε   διακριτικό  γνώρισμα της  αδυναμίας  επικοινωνίας  σε μια εποχή δικτύωσης των πάντων . Στο εξόδιο  κομμάτι της συλλογής «Όταν η πόλη ξημερώνει , επιστρέφουν οι  μέρες  σαν υπόσχεση» οι εργάτες του δήμου και ο Νώε  φέρνουν  μαζί τους  τον  αέρα της κάθαρσης .
     Από  την  άποψη  της  έκφρασης πάλι , οι  λέξεις     της    Ευφροσύνης   Μαντά   Λαζάρου , αν και ριζώνουν     στα  χωράφια  της  ποίησης ,   παρατάσσονται  και  συντάσσονται   πάνω  σε  μία  αφηγηματική  φόρμα   που  συγγενεύει   αισθητικά  με  εκείνη του  μοντέρνου   διηγήματος .Κι   ενώ επιδερμικά   το αφηγηματικό  στοιχείο  μοιάζει να  αποτελεί  το κυρίαρχο  εκφραστικό  μέσο , κάτω από  αυτή  την επίφαση  παραμένει ζωντανός ο σφυγμός  του ποιητικού  λόγου. Το πιο  χαρακτηριστικό  είναι  ότι  σ' αυτή την ποίηση  δεν υπάρχουν  ακριβώς  στίχοι  ή  στροφές  , αλλά  συστάδες   φράσεων που  συγκεντρώνονται  σε  μικρές ή μεγάλες  αφηγηματικές  ενότητες  και  μεταφέρουν μία  κυρίαρχη  κάθε  φορά  διάθεση .Θα  τολμούσα  μάλιστα  να  πω  ότι κάθε  τέτοια  ενότητα    αποτελεί  στην πραγματικότητα   ανάπτυγμα ενός στίχου , έτσι  ώστε  να  μεταλαμβάνουν   περισσότερες  λέξεις   αυτό  που συμπυκνωμένα  αποδίδει  μία  μόνο φράση .Όταν  λοιπόν η ποιήτρια  γράφει «Οι άνθρωποι κόβουν την πόλη σαν ψωμί στα δυο , να πάρουν ο καθένας  το κομμάτι του . Τα έχουν αυτά οι έρωτες τους  ακρωτηριασμούς .Με  τους  πολέμους  των φυλών  εκτεταμένη  μαχαιριά   κατά  μήκος   μιας πράσινης γραμμής .Με τις  αψιμαχίες   των ανθρώπινων  καρδιών  , βαθιά , ως το μεδούλι της  ζωής και του θανάτου το κόκκαλο»  αισθάνομαι  ως αναγνώστης   ότι   μέσα  σ' αυτή  την αλυσίδα  φράσεων  διαβάζω  την  ανάπτυξη  του στίχου «Τα έχουν αυτά οι έρωτες τους  ακρωτηριασμούς». Κι  είναι  στην ουσία   οι  λέξεις που  τριγυρίζουν  αυτή  τη φράση ,   εκείνες  που  την  ανασηκώνουν  στο ύψος   του  στίχου  ,και  συνακόλουθα της ποίησης  .
    Η  ποίηση  λοιπόν της  Ευφροσύνης Μαντά Λαζάρου  , «δραματική»  και  την ίδια  στιγμή  εσωτερική ,  συν-κινητική    και  ταυτόχρονα  απόμακρη ,  το  ίδιο ιμπρεσιονιστική  και ρεαλιστική ,      λειτουργεί  με τους δικούς της όρους , με  την ένταση   μιας  εφηβικής  έξαψης  όπως  αυτή αποτυπώνεται   σ' ένα  σώμα που   ανακαλύπτει  στις  απαρχές  του τον  Έρωτα .Κι  αυτός  ο έρωτας   στη συλλογή «Ο  Νώε  στην πόλη»  έχει τη φυσιογνωμία  της Λευκωσίας , της   πόλης  που  μεγαλώνει   σαν εφηβικό στήθος  στο  κορμί της ποιήτριας .
Τσιαχρής  Κώστας   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου