Στο φίλο Νίκο
πάνω στο μάρμαρο χτυπούσε το λευκό
πιο δυνατά απ' το ανύπαρκτο
Από την όραση έβγαλα τα μάτια
κι έβλεπα πιο δυνατά απ' τα μάτια
ένα πρόσωπο
στο πρώτο πύκνωμα της ομορφιάς
Πρώτη γραμμή του ανθρώπου
δίχως αίμα δίχως
να κυκλώνει μάτια στόμα λόγο
μέσα στο κουκούλι φθόγγων
Όλα αδέσποτα κι ίδια στιγμή
όλα υπάκουα στο ρυθμό
Αλλά το μεσημέρι εκείνο τρέμοντας
το κουτί ανοίγοντας
πετάχτηκε στα χέρια μου ανυπάκουο
και δεν πίστεψα
ήταν τόσο νόημα
που μου λέρωσε ολότελα
τα τριάντα επτά μου χρόνια ταξιδεύοντας στον ουρανό
και μήτε που έλεγα
να σκοτεινιάσω και να διαλυθώ βροχή
πάνω στη δίψα
ενός και μόνο Ανθρώπου
Από το "Νέο Νόημα"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου