Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Ονειροπόληση

  Ένα ταξίδι χωρίς παράθυρο μας έφερε  η καινούρια  άνοιξη Και ταξιδεύουμε τυφλά σ΄ ένα απέραντο ταβάνι τρένου Κι ούτε κάποια εικόνα...

Τετάρτη 24 Αυγούστου 2016

Ο άντρας με το αγαλματάκι : ένα διήγημα του Κώστα Τσιαχρή

Αναδημοσίευση  από : http://fractalart.gr/kostas-tsiaxris-2/



      Τι να ‘ταν άραγε αυτό το μπαμ που μ’ έκανε ανήσυχο να πεταχτώ μεσημεράκι του Σεπτέμβρη, ο δρόμος έξω πυρωμένος, ησυχία παντού; Για πήγαινε δες, βρε Λαυρέντη, είπα στο παιδί που με βοηθούσε στο μαγαζί, τι έγινε, τι ήταν αυτός ο θόρυβος. Προτού γυρίσει, ακούστηκαν απ’ έξω φωνές, μελισσολόι ολόκληρο. Μιχάλη, γρήγορα ένα ασθενοφόρο. Πάρε γρήγορα, μου λέει αλαφιασμένος ο Λαυρέντης, που μπήκε μέσα τρέχοντας, κουνώντας νευρικά τα χέρια. Γρήγορα. Τι έπαθες Λαυρέντη; Πάρε πρώτα και σου λέω μετά, σχεδόν κατάπινε τα τελευταία του λόγια. Κανένα ατύχημα, σκέφτηκα, και δίχως άλλη σκέψη κάλεσα το ασθενοφόρο. Ο άντρας με το αγαλματάκι, μου είπε, μόλις έκλεισα το τηλέφωνο. Τι ο άντρας με το αγαλματάκι; επανέλαβα ρωτώντας. Κάτω στο δρόμο, μέσα στα αίματα, τον χτύπησε φαίνεται αυτοκίνητο. Δεν πρόλαβε ν’ αποτελειώσει το μαντάτο, άφησα στη μέση τους λογαριασμούς κι έτρεξα έξω με το πρόσωπο αγριεμένο. Ακριβώς εκεί, στην καμάρα που κάνουν τα δυο μεγάλα πεύκα, καταμεσής του δρόμου, καμιά δεκαριά γείτονες και περαστικοί, είχαν κυκλώσει ένα σώμα πεταμένο πάνω στην άσφαλτο. Πλησίασα με ανησυχία ανακατωμένη με συγκίνηση. Ήταν εκεί ξαπλωμένος στο πλάι, αιμορραγούσε, του κρατούσαν το κεφάλι με μια μπλούζα, αλλά φαινόταν ήρεμος, ανάσαινε ακόμη. Μ’ αναγνώρισε, δεν είχε δύναμη, τα χείλη του μπλάβα, έλα ρε φίλε του λέω, υπομονή, υπομονή και θα κεράσω πάλι μπύρα, και θα μου πεις επιτέλους γιατί ερχόσουν και στεκόσουν εδώ τόσο καιρό. Τα μάτια του όμως λες κι αναζητούσαν με αγωνία κάτι, γύριζαν γοργά μέσα στις κόγχες τους, σα να περίμεναν δεν ξέρω τι. Έξαφνα, ασυναίσθητα κατάλαβα, το αγαλματάκι, έψαχνε το αγαλματάκι.
     Ήταν μια απομίμηση κυκλαδικού ειδωλίου, που το κουβάλαγε μαζί του από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε στα μέρη μας ένα πρωί του περασμένου Μάη. Δεν είχα δώσει σημασία στην παρουσία του, μια μέρα μ’ έπιασε ο Λαυρέντης και μου λέει, Μιχάλη, τον είδες έναν τύπο που εδώ και μια εβδομάδα κάθεται έξω από το σπίτι του δικαστικού, στο χαμηλό τοιχίο που βρίσκεται απέναντι, σχεδόν ακίνητος; Έχει κι ένα μικρό άσπρο άγαλμα στα χέρια του. Βγήκα στην πόρτα του μαγαζιού, κοιτάζοντας μέσα στην αντηλιά το διώροφο σπίτι. Καθόταν εκεί και σα να προσευχόταν, έσφιγγε πάνω στο στήθος το αγαλματάκι, βύθιζε ολάκερο μάρμαρο μέσα στη σκέψη του, και το ωραίο του πρόσωπο ράγιζε κάπου κάπου από μία θλίψη που έσκαγε πάνω του σαν κροτίδα. Ένα μάτι κοφτερό σαν το δικό μου μπορούσε να διακρίνει την υγρασία πάνω στα μάγουλα, φετούλες αρμυρές να κατεβαίνουν απ’ τα μάτια, να λασπώνουν τα μαύρα γένια. Παράξενος άνθρωπος, σκέφτηκα, δικιά του ράτσα, από κείνους τους ευαίσθητους που χάνουν μια μέρα το δεκανίκι τους και γλιστρούν ανάλαφρα σε μια παραίτηση από καθετί λογικό. Φαινόταν όμως καλοστεκούμενος, περίπου στα σαράντα, το ντύσιμό του προσεγμένο και νεανικό, και τις κινήσεις του ενορχήστρωνε μια έμφυτη ευγένεια. Τι να θέλει τούτος εδώ; μουρμούρισα και τράβηξα το νου μου σαν ψάρι έξω από αυτές τις σκέψεις. Λαυρέντη, δεν ειδοποιούμε τον κύριο Πέτρο, να προσέχει; είπα στο νεαρό που έστρωνε κάτι τραπέζια. Μου έγνεψε καταφατικά και προθυμοποιήθηκε να μου φέρει το τηλέφωνο. Τον είδα, μου απάντησε ο δικαστικός, μόλις τον ενημέρωσα. Μου πέρασε από το μυαλό ότι μπορεί να είναι κάτι ύποπτο, αλλά φαίνεται ακίνδυνος. Δεν ξέρω τι να υποθέσω. Θα το παρακολουθώ το ζήτημα. Ευχαριστώ. Μου έκανε εντύπωση η ευκολία με την οποία έβγαλε τα συμπεράσματά του και η αδιαφορία του. Δεν έδωσα λοιπόν συνέχεια, εφόσον εκείνος που θα έπρεπε να ανησυχεί άμεσα, δεν αισθανόταν κανενός είδους απειλή. Παρακολουθώντας μέρα με τη μέρα τον άντρα με το αγαλματάκι, κατάλαβα ότι ερχόταν πάντοτε απόγευμα γύρω στις έξι. Καθόταν για τέσσερις πέντε ώρες και το πρόσωπό του έμοιαζε μ’ επικίνδυνο γκρεμό που όποιος δοκίμαζε να το κοιτάξει γλιστρούσε σ’ ένα απρόβλεπτο βάθος και ξεσκιζόταν το βλέμμα του πάνω σε κοφτερές γωνίες.
        Σύντομα έγινε το αντικείμενο συζήτησης της γειτονιάς κι όλοι έκαναν τις δικές τους υποθέσεις για το μυστηριώδες τούτο πλάσμα. Κανένας μπάτσος με πολιτικά θα είναι, που έχει αναλάβει να φυλάει το σπίτι του κυρίου Πέτρου Αρκούδιου, του δικαστικού και δεν το λένε, διέδιδε με απόλυτη βεβαιότητα, η κυρία Παναγιώτα, που έχει το μικρό παντοπωλείο δίπλα στον «Καζαντζίδη» μου. Δε φαίνεται για τέτοιος, τη διέκοπτε η φιλενάδα της, η Αντιγόνη. Τρελάρας είναι που του σάλεψε και βρήκε καθημερινή ασχολία. Κι είναι και απόμακρός, τρομάρα του, δεν τολμάς να του πάρεις λόγια. Στην αρχή τον πέρασα για ζητιάνο, πήγα να του δώσω χρήματα, ούτε καν με κοίταζε, τα μάτια του έχυναν σκοτάδι, κουλουριάστηκε, και σα να βγήκε από το σώμα του ένας πελώριος φράχτης που δε μ’ άφηνε καθόλου πια να πλησιάσω, μου ιστορούσε γλαφυρά ο κύριος Γιάννης, ο καθηγητής από την απέναντι πολυκατοικία. Εκδοχές, δεκάδες εκδοχές, που ένας θεός ξέρει αν κάποια από αυτές ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα.
      Μια μέρα, κόκκινη βροχή έπεφτε, έφτυναν λάσπη τα σύννεφα, μουντζούρωνε δέντρα κι αυτοκίνητα, ερημιά, ούτε ψυχή στο μαγαζί. Βγήκα στην πόρτα, κοίταξα το σπίτι του δικαστικού, γυμνό μέσα στην τόση κοκκινίλα, το ‘γλειφε με δύναμη η βροχή. Είναι όντως τρελός, σκέφτηκα, όταν είδα τον άντρα να δέχεται τη βροχή κατάμουτρα και να μη λέει να κάνει βήμα από τη θέση του στο τοιχάκι. Θα πάω να του μιλήσω. Λυπάμαι που τον βλέπω έτσι σα στοιχειό μέσα σ’ αυτή την αντάρα. Πήρα μια ομπρέλα και κατευθύνθηκα προς το μέρος που καθόταν. Στάθηκα μπροστά του και τον κοίταζα με σοβαρό και συνάμα προστατευτικό ύφος. Καλησπέρα, είμαι από την ταβέρνα απέναντι, σας βλέπω μέρες εδώ, σας συμβαίνει κάτι; Δεν πήρα απάντηση. Είχε χαμηλώσει το κεφάλι, λες και στεκόταν απέναντι σε κάποιο δήμιο, και κοιτούσε με μια απίστευτη αταραξία τη βρεγμένη άσφαλτο. Την ίδια ώρα από τα λασπωμένα του μαλλιά κατέβαιναν παχιές κόκκινες γραμμές που χάρασσαν τα μάγουλά του, για να τρυπώσουν έπειτα μέσα στα γένια του και να γίνουν βούρκος.
      Θα έρθεις μαζί μου, είπα αποφασιστικά, θέλοντας να δώσω ένα τέλος στο αδιέξοδο. Το βλέπω που κάποιο αγκάθι σε κεντάει. Θα πάμε να πιούμε μια μπύρα και να φορέσεις στεγνά ρούχα. Θ’ αρρωστήσεις με τόση υγρασία πάνω σου. Τον τράβηξα απαλά απ’ το μπράτσο και δεν αντιστάθηκε, σα να το ήθελε κιόλας. Μπήκαμε κάτω από την ομπρέλα μου και τραβήξαμε κατά το μαγαζί. Τι μπλέκεις μ’ αυτόν το δαίμονα, μου είχε πει πρωτύτερα ο Λαυρέντης. Θα βρούμε κανένα μπελά, ας κοιτάζουμε τη δουλειά μας. Τόσα χρόνια μέσα στους ανθρώπους έχω μάθει να αναγνωρίζω τον επικίνδυνο, Λαυρέντη, και τούτος δω δεν κρύβει μέσα του δόλο, άλλο πράμα του χαλάει τα σωθικά, και ίσως με τον καιρό το μάθω. Μπήκαμε στο άδειο μαγαζί, αμέσως έτρεξα στην αποθήκη, έφερα μια μπλούζα καθαρή κι ένα παντελόνι φόρμας. Φόρα τα κι ας μη σου κάνουν, είπα, μου τα επιστρέφεις αύριο. Με κοίταζε διστακτικά, αλλά σα να του ζέστανε την καρδιά όλη αυτή η φροντίδα από έναν μέχρι τότε άγνωστο άνθρωπο και τελικά δεν έφερε αντίρρηση. Πλύθηκε, χτένισε τα μαλλιά, τα γένια του, φόρεσε τα στεγνά ρούχα και μετά από ένα τέταρτο καθόταν απέναντί μου αμίλητος. Τον παρατηρούσα προσεκτικά όσο το βλέμμα του ήταν στείρο και δεν άφηνε κανένα συναίσθημα να σκάσει μύτη πάνω του. Είχε όμορφα, λεπτά χαρακτηριστικά, καλοδιατηρημένο δέρμα, μάτια που έμοιαζε το σχήμα τους βαρκούλες, όπως τις κοιτάς από ψηλά, ελάχιστες ρυτίδες που άφηναν το πρόσωπο να ισορροπεί παράξενα ανάμεσα στην ωριμότητα και σε κάτι απροσδιόριστα εφηβικό, κομψά κι ευγενικά χείλη.
     Λένε πως η φωνή μου είναι ζεστή και πως απλώνεται σαν καλοκαιρινή κουφόβραση πάνω στα σωθικά των ανθρώπων, τα πυρώνει κι αυτά φουσκώνουν, ανοίγουν και δέχονται με καλοσύνη τα λόγια μου. Κι αφού αρχίσει η σπορά, καρπίζει γρήγορα η λαχτάρα να μ’ εμπιστευτούν, να μου ανοίξουν χαραμάδες στα γυμνά τους μέρη, να ντραπούν μ’ εκείνη τη γλυκόπικρη ντροπή που αισθάνεται κανείς, όταν τον πιάνουν να χαϊδεύεται μόνος του.
       Έχεις και μέσα σου πολλή βροχή και φαίνεται, του λέω. Μ’ αρέσουν άνθρωποι σαν και του λόγου σου, άστατοι, αγκαθωτοί στα συναισθήματα, αχαρτογράφητοι. Αλλά ό,τι πεις, θα το ακούσω με ευλάβεια, ακόμα και τη σιωπή σου θα προσπαθήσω να καταλάβω. Έχει έναν τρόπο η κάθε σιωπή να ξηγιέται, δικό της αλφαβητάρι, πίστεψέ με. Αναστέναξε σα να ρούφαγε τον καπνό από ένα αόρατο τσιγάρο. Τώρα το βλέμμα του φαινόταν γόνιμο, κι οι κόρες των ματιών του έγιναν σιγά σιγά δυο φουσκωμένες κοιλίτσες και σα να κλώτσαγε κάτι από μέσα τους. Ω τώρα θα’ χουμε γεννητούρια, σκέφτηκα. Και γρήγορα έφτασε η στιγμή να επιβεβαιωθώ. Ένας ψίθυρος, νεογέννητο κεφαλάκι, άρχισε να βγαίνει με κόπο από τα χείλη του. Πονούσε φανερά αυτή η γέννα.
     Όλα ξεκίνησαν από μια επιθυμία μου να μάθω ταγκό. Τόση πεζότητα που να την αντέξει κανείς, είπε, καθημερινά να περπατάς και να μη φτερώνει τα πόδια σου μουσική. Περπατούσα, πλήγιαζαν τα πόδια μου από την επανάληψη, πάντα στην ίδια διαδρομή. Αν έκανα λίγο να ξεφύγω, κάτι σαν νόμος στρατιωτικός μου επέβαλλε το συνηθισμένο ρυθμό στο βάδισμα. Κι ένιωθα βουρδουλιές στα καλάμια, μια υπενθύμιση του κόστους που θα επέφερε η ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης. Συμμαζευόμουν γρήγορα, έραβα τις επιθυμίες στο στόμα, να μην ουρλιάζουν, κι έμενε η ζωή μου άμαθη από χορούς και λικνίσματα. Για να χορέψεις άλλωστε ταγκό, χρειάζεσαι ένα δεύτερο σώμα, κάποιον να σε κρατήσει από τη μέση, εκεί που φωλιάζουν όλα τα βρώμικα πάθη. Κι εγώ δεν προσπάθησα ως τότε να βρω δεύτερο σώμα. Το βρήκα τυχαία, ένα βράδυ τον περασμένο Αύγουστο, είχα γενέθλια, μοναξιά, δεν πάνε στα κομμάτια κι οι βουρδουλιές, σκέφτηκα, θα υπομείνω το κόστος της ανατροπής. Μιλήσαμε από έναν υπολογιστή, έδειξε πρόθυμο σώμα, ικανό να με παρασύρει στα γυρίσματα του χορού, να μπήξει στα πόδια μου την επανάσταση. Υπνωτισμένος ακολούθησα, χωρίς να ξέρω τα βήματα, έκανα πως τα ήξερα, δεν είπα τίποτε για την άγνοιά μου. Προσποιήθηκα τον άρτιο χορευτή. Κάθε βράδυ χορεύαμε. Με τα λόγια, με σταδιακές αποκαλύψεις, με μικρά φορτία αγάπης που τα ρίχναμε πάνω μας και συνεχίζαμε, δε βαριέσαι τι βάρος να σου κόψει τη φόρα, όταν σ’ αλαφρώνει τέτοιος ρυθμός; Εγώ πάντα μέσα στην προσποίηση, γιατί δεν ήθελα να φύγει πια το ευλογημένο χέρι από τη μέση μου, ήταν αργά, το λίκνισμα είχε τρυπώσει σε όλο μου το σώμα. Κυβερνούσε χέρια, πόδια, μορφασμούς, παλμούς, χυμούς, στεγανά κι ευάλωτα μέρη. Όμως εννιά μήνες μετά, ένα βράδυ, μπέρδευα συνεχώς τα βήματα. Μου ζήτησε εξηγήσεις. Τι να πω; ξεσκέπασε επιδέξια το ψέμα μου. Με παίρνει το άλλο βράδυ και μου λέει με μια φωνή σκέτο πάγο… πήρα για να σε αποχαιρετήσω, έφτασε το τέρμα…
       Σώπασε και είδα που αφρίσανε τα μάτια του και βάλτωσε το σταχτοπράσινο χρώμα τους μέσα στα δάκρυα. Μου είπε τ’ όνομά του, Δημήτρης Σοφιάδης, έμενε μακριά από δω. Πολύ ωραία, σκέφτηκα, ανάθεμα κι αν κατάλαβα κουβέντα απ’ όσα είπε. Κάτι για χορούς και χορευτές και βήματα που έκανε πως ήξερε και στο τέλος κάποιος που τον εγκατέλειψε, τρέχα να βρεις άκρη. Σίγουρα τρελάρας, σίγουρα, είχε δίκιο η Αντιγόνη. Ποιος ξέρει τι ομίχλη σκεπάζει τα λογικά του. Κι αυτό το αγαλματάκι τι το κουβαλάς μαζί σου; Σύμβολο, είπε, σύμβολο της μετάβασής μου από την ακινησία στο λίκνισμα και πάλι στην ακινησία. Μάλιστα, έκανα βεβαιωμένος πια για την αδυναμία ή και την απροθυμία του να μιλήσει καθαρά και να φυσήξει τον καπνό απ΄τα λόγια του. Δοκίμασα μια τελευταία ερώτηση, κι ο κύριος Πέτρος ; Έχει κάποια σχέση με όλα αυτά; Ρωτάω γιατί κάθεσαι ακριβώς έξω από το σπίτι του κι αλήθεια ποιο νόημα έχει αυτή η εμμονή σου να κάθεσαι ακίνητος για τόσες ώρες, λες και συναγωνίζεσαι στην ακινησία το άγαλμα; Χαμογέλασε ελαφρά με το τελευταίο που είπα κι από το σταχτοπράσινο των ματιών του το ένιωθα που πάλευαν ν’ απελευθερωθούν δεκάδες σκέψεις. Κι ενώ ήταν έτοιμες να πεταχτούν και να γίνουν λέξεις, ξεφούσκωσε απότομα η ένταση του κορμιού του, έγειρε στο πίσω μέρος της καρέκλας σα μαραμένο μπαλόνι και απλώς ψέλλισε αινιγματικά: Μερικοί άνθρωποι το στραβοπάτημά σου το ερμηνεύουν ως δολοπλοκία σε βάρος τους. Εδώ έρχομαι γιατί έτσι πρέπει. Ζητώ μια εξιλέωση. Κάποιο έγκλημα, σκέφτηκα, μπορεί να’ χει κάνει αυτός εδώ και δε βρίσκει τρόπο για να γλυκάνει τον αέρα που φυσομανάει μέσα του. Ίσως έτσι εξηγούνται όλα.
      Από εκείνη τη μέρα κι έπειτα δεν ξανάρθε στο μαγαζί, εμένα όμως η καρδιά μου με τράβαγε με αλυσίδες προς τη μεριά του. Μου έγινε συμπαθής αυτός ο αλλόκοτος, με το αγαλματάκι του, με τις θεατρινίστικες κινήσεις του, με την πραότητα που έσπρωχνε στ’ αφανή τον απομέσα του χαλασμό. Πήγαινα κάθε μέρα για κανένα δεκάλεπτο κοντά του, σπανίως μιλούσε, κι όμως τα αίματά μας ταίριαξαν. Τον κερνούσα μπύρα, του μίλαγα για το παρελθόν και το παρόν μου, για πρόσωπα της γειτονιάς, για θέματα της επικαιρότητας. Στοιχηματίζω ότι δεν άκουγε τίποτε, αλλά κούναγε με υπομονή κι ευγένεια το κεφάλι. Το ίδιο κεφάλι που τώρα κρατάω μέσα στα αίματα κι αυτός αναζητά το αγαλματάκι του.
    Που να’ ναι άραγε εκείνο το μικρό κομψοτέχνημα; Είδε κανείς ένα αγαλματάκι; Ψάξτε σας παρακαλώ. Φωνάζω απελπισμένος, γιατί καταλαβαίνω, το ασθενοφόρο αργεί, το αίμα παλαβό αντί να πήξει κελαρύζει, ανοίγει τα κλαδάκια του στο οδόστρωμα. Αχ αιματάκι μου, πόσο δύσκολα πιάνεσαι και πόσο εύκολα σκορπάς! Πάει ο άνθρωπος! Το αγαλματάκι, να το δει σαν τελευταία εικόνα, κάντε κάτι. Που να κάνουν, άφαντο το αγαλματάκι. Κάποιος κακοήθης θα το βούτηξε, γιατί αν είχε σπάσει με το ατύχημα, θα βρίσκαμε τ’ απομεινάρια του στο δρόμο, αλλά τίποτε. Σε κάτι τέτοιες ώρες, γεννιέται σε μερικούς μια μικρόψυχη επιθυμία να σκυλέψουν έναν άνθρωπο που χάνεται, να περιμαζέψουν ακόμα και το πιο αχαμνό αντικείμενο που θα βρουν στις τσέπες ή πάνω του. Έβαλα το αυτί μου κοντά στο στόμα του, κάτι πεταγόταν από εκεί σαν ψίθυρος…Δε γίνεται να χορεύεις ταγκό μόνος σου, δε γίνεται… κι έπειτα χάθηκαν οι συσπάσεις στο πρόσωπο και σα να πήρε η ακινησία τη γομολάστιχα και να έσβηνε με λύσσα οτιδήποτε πρόδιδε ζωή.
     Στην κηδεία πρόσεξα που ήταν παρών και ο κύριος Πέτρος Αρκούδιος, μου έκανε εντύπωση, παρακολουθούσε από απόσταση ανέκφραστος, λες και ξεπλήρωνε στους τύπους κάποια οφειλή. Αλλά τι ανεξήγητο που πέντε μήνες μετά, μια μέρα επισκέφθηκα το σπίτι του, έλειπε ο Λαυρέντης, να του πάω μια παραγγελία κι ανοίγοντας την πόρτα, όσο έψαχνε να βρει χρήματα, κοιτάζω ,και πόσο ανατρίχιασα, στον απέναντι τοίχο και βλέπω έναν πίνακα με δυο χορευτές παραδομένους σ’ ένα απερίγραπτο λίκνισμα, κι από κάτω, στη στιλπνή επιφάνεια ενός μπουφέ ένα αγαλματάκι, ακριβώς ίδιο μ’ εκείνο που κράταγε ο μυστήριος άνδρας;




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου