Λέω πως ζω
κι όταν με ρωτούν πως τα πάω
απαντώ
"σπίτι - δουλειά
δουλειά-σπίτι"
Κάθε πρωί κατεβάζω τα σκουπίδια
με προσοχή μην σχιστούν οι σακκούλες
Προσέχω μην συναντήσω τον γείτονα
αποφεύγω τον σκύλο που μισώ
δεν ανοίγω το γραμματοκιβώτιο
κατοικούν μέσα του Κέρβεροι
κι ένας Προκρούστης
που θέλει δουλειά.
Αν του την δώσω τι θα λέω
όταν με ρωτούν αν ζω;
Ζω σπίτι;
κι όταν με ρωτούν πως τα πάω
απαντώ
"σπίτι - δουλειά
δουλειά-σπίτι"
Κάθε πρωί κατεβάζω τα σκουπίδια
με προσοχή μην σχιστούν οι σακκούλες
Προσέχω μην συναντήσω τον γείτονα
αποφεύγω τον σκύλο που μισώ
δεν ανοίγω το γραμματοκιβώτιο
κατοικούν μέσα του Κέρβεροι
κι ένας Προκρούστης
που θέλει δουλειά.
Αν του την δώσω τι θα λέω
όταν με ρωτούν αν ζω;
Ζω σπίτι;
Σχολιάζει ο Κώστας Τσιαχρής
Λένε πως τα πιο φοβερά πράγματα φορούν πάντοτε τις πιο αθώες λέξεις. Αγγίξτε προσεκτικά το παραπάνω ποίημα, για να νιώσετε την ένταση μέσα από τον ήρεμο παφλασμό στις φλέβες του. Δεν υπάρχει τίποτε το επικίνδυνο στις λέξεις του, ίσως μόνο τα τέρατα που εμφανίζονται ως απωθήσεις σε έναν χώρο εσκεμμένα ανεξερεύνητο, κι όμως η απειλή είναι αδιόρατα παρούσα, το σκηνικό έχει ήδη στηθεί, χωρίς να υπάρχουν καν τα πρόδηλα υλικά, ας πούμε απεικονίσεις, προβολείς, αντικείμενα. Ο φόβος βγάζει το κεφάλι του από κάθε στίχο, εισχωρεί μέσα στο σώμα του αφηγητή και του αναγνώστη σαν άρωμα, κολυμπάει στις σκέψεις του χωρίς να υπάρχει έτοιμο ποτάμι. Από την συγκαταβατική αποδοχή της ανάγκης να εξακολουθεί κανείς να ζει [«Λέω πως ζω» ], από τον εγκλωβισμό στο χιαστό σχήμα μιας αδιάκοπης πλήξης ["σπίτι – δουλειά /δουλειά-σπίτι"], φτάνουμε κάποτε στις συγκαλυμμένες εκδηλώσεις αυτού του φόβου : φόβος να μη διαταραχθεί η τελετουργία των πιο κοινότυπων δραστηριοτήτων ["Κάθε πρωί κατεβάζω τα σκουπίδια με προσοχή μην σχιστούν οι σακκούλες"], φόβος να μην εκτεθεί το καλά θωρακισμένο εγώ στην ανεπιθύμητη επαφή με το άλλο ον, είτε αυτό λαμβάνει τη μορφή του ανθρώπου [«Προσέχω μην συναντήσω τον γείτονα»] είτε τη μορφή του ζώου [«αποφεύγω τον σκύλο που μισώ»] , φόβος για τα θηρία που τρυπώνουν μέσα στην καθημερινή αλληλογραφία κι αναστατώνουν την τόσο βολική ησυχία που ξαμολάει κανείς μέσα στο φρούριο της σάρκας του [«δεν ανοίγω το γραμματοκιβώτιο /κατοικούν μέσα του Κέρβεροι /κι ένας Προκρούστης /που θέλει δουλειά»]. Κι είναι κι αυτός ο Προκρούστης, ένα τερατώδες απείκασμα του υποσυνείδητου, που ζητάει αναπροσαρμογές στα μεγέθη, κόψιμο -τέντωμα, και που καιρός και διάθεση για τέτοιες ανατροπές ! Κι αν όπως λέει ο αφηγητής, δώσει δουλειά σ’ αυτό το τρομερό θεριό, τι θ’ απομείνει σ’ εκείνον; Τι θ’απομείνει παρά μόνο ένας νεκρός χώρος, μέσα τον οποίο απλώς θα κρύβει τα τρωτά του ;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου