Αν ένας από τους σκοπούς της υψηλής τέχνης είναι να ξυπνάει μέσα στο μυαλό και την καρδιά του αποδέκτη της την παραζάλη , τότε ο τίτλος της πέμπτης δουλειάς του Kurt Vile από τη Φιλαδέλφεια των Ηνωμένων Πολιτειών είναι αποκαλυπτικός της πρόθεσης του καλλιτέχνη να το πετύχει . Να μεθύσει δηλαδή τις αισθήσεις μας με τα πιο απλά και συγχρόνως παράξενα συστατικά .Ο μουσικός κόσμος του Kurt Vile είναι φτιαγμένος από κιθάρες .Ο τρόπος ωστόσο με τον οποίο τις χρησιμοποιεί ανατρέπει πολλά από τα στερεότυπα που ένας φίλος της ροκ μουσικής έχει στο μυαλό του σχετικά με τον όρο "κιθαριστικό ροκ ". Έτσι ,οι δομές των τραγουδιών του , ιδίως σε αυτό το δίσκο , είναι χαλαρές ,σχεδόν ατμοσφαιρικές ,πολύ κοντά σ' αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ambient rock . Η χαλαρότητα αυτή μάλιστα συνδυάζεται με μία σχεδόν αλήτικη ερμηνεία , που νομίζει κανείς ότι προσπαθεί να συμφιλιώσει την έννοια της ομορφιάς στην τέχνη με την τραχύτητα που κρύβει μέσα της μια φλογισμένη ψυχή . Επιφανειακά τα φωνητικά του Vile ηχούν κάποιες φορές μονότονα και χωρίς ένταση . Ακούγοντας όμως προσεκτικότερα τα τραγούδια , αντιλαμβάνεται κανείς ότι η ακατέργαστη γοητεία τους δε θα μπορούσε να λειτουργεί το ίδιο αποτελεσματικά με μία πιο εκλεπτυσμένη ερμηνεία . Ο ίδιος ο δημιουργός τους επιθυμεί να βγάλει την ομορφιά μέσα από το αγκάθι της φωνής του ,και οι απαιτητικοί ακροατές μπορούν να το αντιληφθούν αυτό . Όσον αφορά τη θεματική των τραγουδιών , αυτή περιστρέφεται γύρω από έναν αυτοβιογραφικό άξονα .Τα τραγούδια είναι φορτωμένα με τις εμπειρίες του τραγουδοποιού και των μελών του συγκροτήματός του .Αναφορές φυσικά στον ήχο και στο έργο άλλων δημιουργών υπάρχουν διάχυτες μέσα στο δίσκο ,αλλά και γενικότερα σε όλες τις δουλειές του Vile .Ο Bruce Springsteen στις πρώτες του ηχογραφήσεις είναι ίσως μία από τις σημαντικότερες επιρροές για εκείνον. Το ίδιο και οι εξαιρετικοί Pavement ,οι αρχιερείς του lo fi ήχου . Και κοντά σ' αυτούς ο Neil Young , o Tom Petty και ο John Fahey . Αυτές τις επιρροές ο Kurt Vile τις ενσωματώνει διακριτικά στο δικό του καλλιτεχνικό στίγμα και δημιουργεί μουσική που παραπέμπει κατευθείαν στην καρδιά της αληθινής ροκ κουλτούρας . To άλμπουμ Wakin' on a pretty daze κυκλοφόρησε από την εταιρεία Matador τον περασμένο Απρίλιο και η κριτική του αποδοχή ήταν καθολική , αφού πράγματι μπορεί με άνεση να χαρακτηριστεί ως μία από τις σημαντικότερες κυκλοφορίες αυτής της χρονιάς και όχι μόνο .
Ο σκοτεινός ονειρικός ήχος των Mazzy Star ,στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 90, έμελλε να αποτελέσει για πολλούς μεταγενέστερους καλλιτέχνες μία πολύτιμη πηγή έμπνευσης . Οι ρίζες ωστόσο του ήχου που δημιούργησε το συγκρότημα βρίσκονταν στο προγενέστερο μουσικό σχήμα των Opal . Οι Mazzy Star υπήρξαν ουσιαστικά η φυσική μετεξέλιξη των Opal ,όταν το ένα από τα δύο μέλη τους ,η μπασίστρια Kendra Smith εγκατέλειψε τον συνοδοιπόρο της David Roback .O Roback χρησιμοποίησε τότε τη φίλη του Hope Sandoval στα φωνητικά και έτσι εγένετο το συγκρότημα των Mazzy Star . Στην περίοδο από το 1990 μέχρι το 1996 κυκλοφόρησαν τρεις δίσκους : το She hangs brightly του 1990 , το Tonight that i might see του 1993 και το κύκνειο άσμα τους Among my swan του 1996 . Την επόμενη χρονιά διαλύθηκαν και ακολούθησαν ο καθένας τον προσωπικό του δρόμο , αν και περιστασιακά επανασυνδέονταν για κάποιες ζωντανές εμφανίσεις . Η ηχητική τους ταυτότητα παραπέμπει ασφαλώς στους Opal και στη λεγόμενη Paisley Underground σκηνή της California ,μια σκηνή που ανδρώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 80 με συγκροτήματα όπως οι Rain Parade , οι Dream Syndicate ,οι Green on Red ή οι Long Ryders , και που βασίστηκε στη μουσική παράδοση των Byrds , αναμειγνύοντας ψυχεδελικά και folk συστατικά . Οι Mazzy Star ωστόσο βάθυναν περισσότερο αυτόν τον ήχο , του προσέδωσαν μία ονειρική διάσταση και τον άφησαν να συνομιλήσει με το Shoegazing , παρακλάδι του εναλλακτικού ροκ ,που εκφράστηκε κυρίως με τα συγκροτήματα των My Bloody Valentine , Ride και Slowdive και που ως κύριο χαρακτηριστικό του είχε το χτίσιμο των τραγουδιών πάνω σε πολλαπλά κιθαριστικά στρώματα και σε αιθέριες μελωδίες . Η σύζευξη όλων αυτών των στοιχείων με μία απόκοσμη , σχεδόν γοτθική , country αισθητική σφράγισε μοναδικά τις δουλειές των Mazzy Star και έκανε τραγούδια όπως το Fade into you και Flowers in December ιδανικές μουσικές επενδύσεις για τα υπαρξιακά ταξίδια της ψυχής μας. Οι Mazzy Star μετά από 17 χρόνια επιστρέφουν με την καινούργια τους δουλειά Seasons of your day , ,έχοντας επανασυνδεθεί και ηχογραφήσει τα τραγούδια αυτού του άλμπουμ σποραδικά , ανάμεσα στο 2007 και το 2012 , σε διάφορες τοποθεσίες ,από την Καλιφόρνια μέχρι τη Νορβηγία .To άλμπουμ θα κυκλοφορήσει στις 24 Σεπτεμβρίου και μέχρι τότε απολαμβάνουμε το πρώτο δείγμα που λέγεται California .
Έχει περάσει σχεδόν ενάμισης χρόνος από τότε που ο "Μότσαρτ της Ποίησης" ,όπως ήθελαν να αποκαλούν τη Σιμπόρσκα οι συμπατριώτες της Πολωνοί , ταξίδεψε για την αιωνιότητα σε ηλικία 88 ετών . Ενάμισης χρόνος κι όσο περισσότερο μελετώ την ποίησή της αιφνιδιάζομαι από την απαράμιλλη ικανότητά της να ισορροπεί θαυμαστά ανάμεσα στο στιβαρό και στο χαριτωμένο , ανάμεσα στο βάρος και στην ελαφρότητα της ανθρώπινης υπόστασης .Η μεγάλη Πολωνέζα ποιήτρια , από τις σημαντικότερες του εικοστού αιώνα σε παγκόσμια κλίμακα , γεννήθηκε το 1923 στην πόλη Prowent αλλά η ζωή και η καλλιτεχνική δράση της συνδέθηκαν με την Κρακοβία .Το 1945 ξεκίνησε να σπουδάζει Κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο Jagiellonian της Κρακοβίας ,παράλληλα με τις μελέτες της πάνω στην Πολωνική λογοτεχνία . Κατά τη διάρκεια των σπουδών της είχε την τύχη να γνωριστεί με τον διακεκριμένο ποιητή Czeslaw Milosz ,του οποίου το έργο στάθηκε για κείνη μία σημαντική πηγή έμπνευσης . Η Σιμπόρσκα άρχισε λοιπόν να γράφει και να δημοσιεύει ποιήματά της σε διάφορες τοπικές εφημερίδες και περιοδικά για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα . Εγκατέλειψε τις σπουδές της , εξαιτίας της οικονομικής της δυσπραγίας , το 1948 και κατά το ίδιο έτος η ζωή της σημαδεύτηκε από το γάμο της με τον ποιητή Adam Wlodek . Αργότερα βέβαια το 1959 θα έπαιρνε διαζύγιο .
Η πρώτη ολοκληρωμένη ποιητική της δουλειά επρόκειτο να εκδοθεί το 1949 , αλλά έπεσε θύμα της λογοκρισίας στην οποία υποβαλλόταν κάθε λογοτεχνικό έργο από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Πολωνίας . Ωστόσο , αρχικά , η ποιήτρια δεν εναντιώθηκε στις επιταγές του Κόμματος , όπως και άλλοι καλλιτέχνες και δημιουργοί της χώρας της , και τα πρώτα της έργα απηχούν ακριβώς τη φιλοσοφία του σοσιαλιστικού ρεαλισμού , αναπαράγοντας τα στερεότυπα μέσα στα οποία δομήθηκε το συγκεκριμένο κοινωνικό και ιδεολογικό σύστημα . Έτσι δε δίστασε να υμνήσει κεφαλαιώδεις προσωπικότητες του υπαρκτού σοσιαλισμού όπως ο Στάλιν και ο Λένιν ή να γράψει ποιήματα που εγκωμίαζαν μεγαλεπήβολες κατασκευές του Κόμματος ,όπως ήταν η δημιουργία μιας βιομηχανικής πόλης κοντά στην Κρακοβία . Σε ύστερη φάση ωστόσο η ποιήτρια άρχισε να αποστασιοποιείται από την Σοσιαλιστική ιδεολογία , η οποία περιόριζε δραματικά τις εκφραστικές της επιλογές , και να συνάπτει επαφές με ανθρώπους της διανόησης από το εξωτερικό , όπως ήταν ο εκδότης του περιοδικού Kultura Jerzy Giedroyc , Πολωνός μετανάστης στο Παρίσι .Απελευθερωμένη πια από τις συμβάσεις της τέχνης του προλεταριάτου ,η Σιμπόρσκα πέρασε στην ουσιαστική φάση της λογοτεχνικής της παραγωγής .Παράλληλα με τη δημιουργία ποιημάτων , άρχισε να ασχολείται πιο συστηματικά με τη συγγραφή δοκιμίων και κριτικών στο περιοδικό Zycie Literackie . Η μετασοσιαλιστική ποιητική της Σιμπόρσκα βασίζεται στο στοιχείο του απρόοπτου .Θαρρεί κανείς ότι η ποιήτρια παίζει με τα ποιήματα που δημιουργεί ,χωρίς ωστόσο αυτή η παιγνιώδης διάθεση να καταστρέφει το υπαρξιακό βάθος και την τραγικότητά τους .Απλώς ο τελικός στόχος της είναι να αποφορτίσει αυτή την τραγικότητα από την έντασή της , να την καταστήσει φίλη με τον άνθρωπο , και φυσικά με τον εαυτό της . Έτσι ,εντάσσει στην ανθρώπινη τραγικότητα και την καθημερινότητα με τις πιο ευτελείς συνήθειες , με τις χρηματικές συναλλαγές ,με τα κατοικίδια , με τις εξομολογήσεις της στιγμής .Κατορθώνει όμως με μεγάλη ποιητική εμβέλεια αυτό το ασήμαντο να το μεταστρέψει σε διαχρονικό , σε ερωτηματικό που έξαφνα αρχίζει να βασανίζει κάθε αναγνώστη .Άλλοτε πάλι αφήνει μέσα στους στίχους της να διαχυθεί το παράδοξο , όχι για να εντυπωσιάσει φραστικά ή τεχνικά , αλλά για να συνομιλήσει πρώτιστα με την παραδοξότητα της ποιητικής πράξης .Γιατί η ίδια η ποίηση για τη Σιμπόρσκα είναι ένα μεγάλο παράδοξο , μια μεγάλη αντίφαση ανάμεσα στο "υπάρχω" και "δεν υπάρχω" . Το χαρακτηριστικό αυτό μάλιστα συνοδεύεται από μία διακριτική ειρωνική διάθεση ,αλλά κι από την εναλλαγή στην οπτική γωνία της ποιητικής αφήγησης . Για παράδειγμα , σε ένα από τα ποιήματα η εστίαση μεταφέρεται σε μία γάτα μέσα στο άδειο διαμέρισμα ενός νεκρού .Η αμφισημία ακόμη πολλών ποιημάτων είναι συνειδητή επιλογή της ποιήτριας ,καθώς με τον τρόπο αυτό διευρύνονται οι δυνατότητες της ερμηνείας και αποφεύγεται ο εγκλωβισμός των ποιημάτων μέσα στα στερεότυπα που τόσο πολύ πολέμησε στην ωριμότητά της η ποιήτρια . Και πέρα βέβαια από όλα αυτά ή καλύτερα δίπλα σε όλα αυτά στήνεται το ιστορικό πλαίσιο μιας Πολωνικής κοινωνίας που πάσχιζε να ανοίξει μικρά παράθυρα πάνω στο τείχος των σοσιαλιστικών εμμονών και να δραπετεύσει προς την ελευθερία της έκφρασης . Στο τέλος αυτό που μένει ως οριστική εντύπωση από την ανάγνωση των ποιημάτων της Σιμπόρσκα , την ελληνική μετάφραση των οποίων οφείλουμε στο Βασίλη Καραβίτη , είναι η αγωνιώδης πάλη της ποιήτριας να κάνει τον άνθρωπο να συναντηθεί με την ανθρωπιά του . Κι όπως η ίδια γράφει για την ποιητική της : Δανείζομαι λέξεις βαριές από το πάθος ,για να τις κάνω έπειτα να φαίνονται ελαφρές"
Η Patti Smith είναι μία μυθική καλλιτέχνιδα .Υπήρξε από τους κυριότερους εκφραστές της punk και new wave σκηνής της Νέας Υόρκης στα μέσα της δεκαετίας του 1970 ,μαζί με άλλα σπουδαία ονόματα όπως οι Ramones , οι Television , οι Talking Heads και οι Misfits . Ξεκίνησε τις εμφανίσεις της από το θρυλικό club CBGB ,το οποίο είχε εξελιχθεί εκείνη την εποχή σε φυτώριο των νέων τάσεων στο χώρο της ροκ μουσικής , στην οποία ως τότε κυριαρχούσε το λεγόμενο progressive .Η γενιά αυτών των καλλιτεχνών έδωσε τη δική της απάντηση στη στασιμότητα στην οποία είχε περιέλθει το progressive μετά από μία θριαμβευτική πενταετία δημιουργικής έκρηξης . Αντί για τις μακρόσυρτες συνθέσεις και τις αυτοσχέδιες αναπτύξεις των τραγουδιών επένδυσαν στο στοιχείο της αμεσότητας και της δυναμικότητας . Ο ήχος τους ήταν τραχύς , σχεδόν άξεστος , απευθυνόταν κυρίως στο σώμα και στις αισθήσεις, κι έβαζε στην άκρη κάθε προσπάθεια για εντυπωσιασμό και εκζήτηση . Ένα από τα συγκροτήματα αυτής της ομάδας ήταν και οι Patti Smith Group ,στους οποίους πέρα από την Patti συμμετείχαν και οι Lenny Kaye [κιθάρα και μπάσο] , Ivan Krall [κιθάρα και μπάσο] , Jay Dee Daugherty [ντραμς] και Richard Sohl [keyboards] . To πρώτο τους άλμπουμ Horses θεωρείται δίκαια ως ένα από τα καλύτερα έργα ροκ μουσικής όλων των εποχών .Η Patti Smith πάντρευε μοναδικά την τραχύτητα των ήχων του συγκροτήματός της με την άναρχη ποίησή της ,η οποία ήταν επηρεασμένη από τους λογοτέχνες της Beat generation . Η καριέρα της συνεχίστηκε με εξίσου σπουδαίες δουλειές στη δεκαετία του 70 όπως το Radio Ethiopia και το Easter , και με κλασικά τραγούδια όπως το Dancing barefoot, το Pissing in a river , και βέβαια το Because the night . Λίγο πριν το άλμπουμ Wave του 1979 παντρεύτηκε τον πρώην κιθαρίστα των MC5 Fred "Sonic" Smith ,o οποίος λάτρευε την ποίηση όπως και εκείνη . Μάλιστα την εποχή εκείνη κυκλοφορούσε ως ανέκδοτο ότι παντρεύτηκε τον Fred μόνο και μόνο επειδή δε θα χρειαζόταν να αλλάξει το επώνυμό της .Αφοσιωμένη στην οικογενειακή της ζωή αποσύρθηκε εντελώς από την καλλιτεχνική δράση σε όλη σχεδόν τη δεκαετία του 80 μέχρι το 1988 , όταν κυκλοφόρησε το πολύ καλό Dream of life , στο οποίο υπήρχε και μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της καριέρας της , το People have the power .O Fred "Sonic" Smith πέθανε το 1994 από καρδιακή προσβολή .Το γεγονός αυτό επηρέασε ιδιαίτερα αρνητικά την Patti και μόνο μετά από την έντονη παρέμβαση των φίλων της Michael Stipe των REM και Alen Ginsberg [εξαίρετου ποιητή και δημιουργού του The Howling] άρχισε και πάλι να ασχολείται με την καριέρα της και τις συναυλίες ,ταξιδεύοντας σε όλη την Αμερική με τον Bob Dylan . To άλμπουμ του 1996 Gone again ήταν αφιερωμένο στον άνθρωπο που αγάπησε περισσότερο από όλους στη ζωή της , τον Fred . Ακολούθησαν τα άλμπουμς Piece and Noise και Gung Ho , ενώ το 2002 κυκλοφόρησε η συλλογή Land στην οποία περιλαμβάνονται τα σημαντικότερα τραγούδια της καριέρας της από το 1975 μέχρι και το 2002 .Ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσε σε εκείνη τη συλλογή η εξαιρετική διασκευή της στο τραγούδι του Prince "When Doves cry" . Tα επόμενα άλμπουμς Trampin' και Twelve [με διασκευές σε γνωστά και αγαπημένα της τραγούδια ] στη δεκαετία του 2000 δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να επιβεβαιώνουν το ερμηνευτικό και καλλιτεχνικό της ταλέντο . Και κάπως έτσι μετά από μία πορεία σχεδόν σαράντα χρόνων ,κυκλοφόρησε πέρσι το τελευταίο της έργο "Banga" ,ένα άλμπουμ εστιασμένο περισσότερο ίσως από ποτέ στη μελωδία και στο συναίσθημα ,χωρίς φυσικά να λείπουν τόσο οι δυνατές κιθαριστικές στιγμές όσο και οι ποιητικές δονήσεις .Τραγούδι -σταθμός στο άλμπουμ ήταν το "This is the girl" ,το οποίο η Patti έγραψε για το θάνατο της Amy Winehouse . Ολόκληρη λοιπόν η ιστορία αυτής της ανυπότακτης και ανεπανάληπτης καλλιτέχνιδας ζωντάνεψε με τον τρόπο που μόνο εκείνη ξέρει στη συναυλία που έδωσε πριν από ένα μήνα στο Ηρώδειο . Η Patti εμφανίστηκε λιτή όπως ήταν πάντοτε στη ζωή της . Απάγγειλε , μίλησε με το κοινό , ενθουσιάστηκε με το νυχτερινό φως του αττικού ουρανού , αισθάνθηκε την έκσταση που αποπνέουν τα αρχαία ελληνικά μνημεία , ισορρόπησε ανάμεσα στην οργή της εφηβείας και στη σοφία της ωριμότητας , έδωσε τη δική της θετική κι αισιόδοξη εκδοχή για την υπέρβαση της ελληνικής κρίσης μέσα από την ενότητα , μετάδωσε τη συγκίνησή της στο κοινό , σκόρπισε ρίγη με το "Because the night" , ρόκαρε καλύτερα από κοριτσόπουλο στο 'Free money" , ενθουσίασε με το "People have the power" .Απλά εκείνο το βράδυ του Ιούνη , η Patti Smith πήρε το κάρβουνο της τέχνης της , το άναψε με τη μαγεία των άστρων και το φύσημα του κοινού και χάραξε στα μάρμαρα του αθάνατου μνημείου και στις παλάμες μας τη λέξη "ΤΕΧΝΗ" με φωτιά .Τη φωτιά που καίει μέσα σε κάθε ζωντανή ψυχή .
Με την ποίηση της Αγγελικής Ελευθερίου δεν ξεμπερδεύει κανείς εύκολα . Μοιάζει με αθώο κοριτσάκι που κάτω από τα ρούχα του κρύβει απροσδόκητες εκρήξεις .Περπατάς από δω , περπατάς από κει κι όλο σκάει μπροστά σου ένας στίχος , μια μικρή κροτίδα μαγείας .Βάζεις τον εαυτό σου να διαβάσει ένα ποίημα κι αισθάνεσαι πως ανεβαίνεις μαζί του τα σκαλοπάτια ενός αρχαίου θεάτρου που προσκαλεί νέους ηθοποιούς να ξαναζωντανέψουν μέσα του την έκσταση ,που προσκαλεί εσένα με τα δικά σου υλικά να παίξεις έναν ρόλο , αυτόν που κάθε φορά σου προτείνει η ποιήτρια . Έχω μιλήσει κι άλλες φορές για το έργο της .Ίσως λίγο βιαστικά ,χωρίς ν'αφήσω τους στίχους της να βαθύνουν μέσα μου .Με το πέρασμα του χρόνου και της ηλικίας , ανακαλύπτω μέσα τους κι άλλες ζωές που η πρώτη ανάγνωση δεν μπόρεσε , και καλά έκανε , να τις ξοδέψει .Ανακαλύπτω ως στάση απέναντι στα πράγματα μιαν αξιοζήλευτη αξιοπρέπεια , ανάλογη με εκείνη που τόσο θαύμασα στην καβαφική ποιητική .Μιαν αξιοπρέπεια που δε δύναται να αποβάλει πάντοτε την ανθρώπινη τραγικότητα και που συμπυκνώνει με τον απλούστερο τρόπο την ουσία της ελληνικής ρίζας . Το συναίσθημα συμμετέχει στην οπτική της ποιήτριας στο βαθμό που χρειάζεται , χωρίς να θαμπώνει τη διαύγεια του νου , χωρίς να στέλνει άχρηστα φαντάσματα εκεί που κατοικούν οι ιδέες .Έτσι , κατορθώνεται αυτό που λαχταρά ο κάθε συνεπής και θαρραλέος δημιουργός , το μέτρο στην αισθητική απεικόνιση των εσωτερικών του σεισμών . Σ' αυτό το θαρραλέο βήμα λοιπόν , η Αγγελική Ελευθερίου αποδεικνύεται έτοιμη . Μετριέται συνεχώς με το ποιητικό ύψος και προτιμά να το αγγίζει με σεβασμό παρά με την αλαζονεία του φτασμένου δημιουργού .Θ'άξιζε να μείνω σ'ένα ποίημα από την τελευταία συλλογή της "Μια άδεια θέση" και να δοκιμάσω να το πλησιάσω περισσότερο . Γράφει η ποιήτρια :
ΚΑΠΟΤΕ
Θα παρακαλέσω
-όπως δεν παρακάλεσα ποτέ
Θα πέσω στα γόνατα κάποιου θεατρώνη
Με βαμμένα μαλλιά
Να με πάρει κι εμένα
Στον πλανόδιο θίασό του
Θα μου ζητήσει άδεια
Και προυπηρεσία
Και συστάσεις
Δεν έχω τίποτα
Ο αόρατος θίασος
Που αφιέρωσα τη ζωή μου
Δεν είχε τέτοια πράγματα
Όμως -τώρα- κάπως πρέπει
Να πεθάνω κι εγώ
Έλεος δηλαδή
Το ποίημα προφανώς συνομιλεί με το καβαφικό "Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον" .Μόνο που εδώ στη θέση του Αντωνίου βρίσκεται η ίδια η ποιήτρια ,η οποία οραματίζεται τον εαυτό της στο μέλλον να εκλιπαρεί κάποιον θεατρώνη να την προσλάβει στον πλανόδιο θίασό του . Μπορεί βέβαια φαινομενικά να διακρίνεται μία τάση μικροψυχίας η οποία αντιφάσκει με τα λεγόμενά μου παραπάνω περί αξιοπρέπειας , ωστόσο ο συνολικός τόνος του ποιήματος και το αντικείμενο της ικεσίας [ ένας αξιοπρεπής θάνατος ("κάπως πρέπει να πεθάνω κι εγώ")] πείθουν για το ακριβώς αντίθετο . Στο ποίημα της Ελευθερίου ο πλανόδιος θίασος του θεατρώνη βρίσκεται σε αντίστιξη με τον αόρατο θίασο του ποιητικού υποκειμένου .Ο ένας θίασος καμωμένος από φθαρτά πράγματα ,από μικρότητες και ολισθήματα [θα πέσω στα γόνατα , άδεια , προϋπηρεσία ,συστάσεις ] , ο άλλος ανίδεος από όλα αυτά και γι'αυτό άφθαρτος [Δεν είχε τέτοια πράγματα ]. Ο ένας εφήμερος , υποταγμένος στις επιθυμίες της στιγμής , συντονισμένος με τη δυναμική του "τώρα" , ο άλλος ισόβιος και γι'αυτό φορτωμένος με το στίγμα της καθολικής παρουσίας της ποιήτριας στη ζωή ["Ο αόρατος θίασος που αφιέρωσα στη ζωή μου"].Ωστόσο , ο πρώτος θίασος , εκείνος ο γεμάτος από φθορά , επιζητείται τελικά από την ποιήτρια ,για να δικαιώσει και να επισφραγίσει την πορεία του άλλου .Γιατί κάπως πρέπει να ολοκληρωθεί η παράσταση και ο τελευταίος ρόλος πρέπει να έχει τα χαρακτηριστικά που του αρμόζουν . Να είναι γεμάτος από τα συστατικά που ορίζουν τον άνθρωπο : από πάθη κι από έλεος .Με τέτοιο τρόπο κλείνει το ποίημα , με την παράκληση του ποιητικού υποκειμένου για έλεος .Έλεος όμως όχι για την παράταση του ρόλου , αλλά για την τελευταία υπόδυσή του .
Το heavy metal ,όρος ο οποίος συναντάται για πρώτη φορά στο περίφημο έργο του Burroughs "The soft machine " , είναι ένα παρεξηγημένο και αρκετά υποτιμημένο μουσικό είδος . Παρά το γεγονός ότι η απήχησή του στις νεαρότερες ηλικίες ήταν και παραμένει πολύ μεγάλη , ελάχιστοι καλλιτέχνες από τον συγκεκριμένο χώρο βρίσκουν θέση στις σελίδες έγκυρων μουσικών εφημερίδων και περιοδικών που ασχολούνται με ποικίλα μουσικά ρεύματα ,και ελάχιστες επίσης δουλειές προβάλλονται από τους κριτικούς . Το γεγονός ότι η εν λόγω μουσική σκανδαλίζει μια μεγάλη μερίδα συντηρητικών ακροατών παίζει σημαντικό ρόλο σ'αυτή την κατά κάποιο τρόπο περιθωριοποίησή της . Στοιχεία όπως η διασύνδεσή της με τον αποκρυφισμό και τον σατανισμό , η προώθηση της βίας μέσω των στίχων , η ανατροπή των αξιών της παράδοσης και του κατεστημένου , η χρήση παραισθησιογόνων ουσιών από τα μέλη των συγκροτημάτων , οι ακραίες εμφανίσεις , η εξιδανίκευση αρρωστημένων διαθέσεων [όπως η νεκροφιλία ή η κτηνοβασία ] και η βαρβαρότητα των ήχων , προκαλούν βδελυγμία σε πολλούς ευυπόληπτους πολίτες ,οι οποίοι συνειρμικά ταυτίζουν τη λέξη heavy metal με κάτι επικίνδυνο και αποκρουστικό . Η μισή αλήθεια είναι αυτή .
Η άλλη μισή ωστόσο είναι ότι αν αφήσει κανείς κατά μέρος όλα αυτά τα "εξωτερικά" γνωρίσματα και δοκιμάσει να κρίνει πολλά από τα έργα των heavy metal συγκροτημάτων με μουσικά μόνο κριτήρια ,θα διαπιστώσει ότι συχνά πίσω από τους κιθαριστικούς παροξυσμούς και τα πρωτόγονα κρουστά κρύβεται ένας απαράμιλλος συνθετικός οίστρος ,ο οποίος σε πολλές περιπτώσεις έχει τις ρίζες του στην κλασική μουσική και στα μεγαλειώδη έργα των συνθετών της .Η μουσική heavy metal βέβαια ,όπως σχεδόν όλα τα είδη του ροκ που εμφανίστηκαν μετά τη δεκαετία του 1960 , έχει κάνει τον κύκλο της και τα τελευταία χρόνια ελάχιστοι καλλιτέχνες πειραματίζονται και προσπαθούν να οδηγήσουν το είδος σε νέα δημιουργικά μονοπάτια . Ένα από τα συγκροτήματα που κάνουν ιδιαίτερη αίσθηση τον τελευταίο καιρό είναι οι Deafheaven [όνομα που παραπέμπει στο 29ο σονέτο του Σαίξπηρ ]από το Σαν Φρανσίσκο .Το συγκρότημα σχηματίστηκε το 2010 και μουσικά εντάσσονται στο παρακλάδι της μεταλλικής μουσικής που αποκαλείται post metal ,ενώ δε λείπουν και οι αναφορές σε πιο εναλλακτικές ροκ κατευθύνσεις όπως είναι το post rock ή το shoegazing .To Sunbather είναι το δεύτερο άλμπουμ τους μετά το Roads to Judah του 2011 στην εταιρία Deathwish . Κι ενώ το Roads to Judah ήταν μελαγχολικό και επικεντρωμένο σε περισσότερο black metal κατευθύνσεις , το Sunbather είναι φωτεινό , δομημένο σε περισσότερο ροκ ,και γιατί όχι και pop , κατευθύνσεις , χωρίς φυσικά να προδίδεται η " μεταλλική" ταυτότητα του ήχου τους , επικό και μεγαλεπήβολο . Τα φωνητικά , όπως συνήθως συμβαίνει στα έργα αυτού του είδους , μοιάζουν περισσότερο με άναρθρες κραυγές μιας κολασμένης ψυχής που παλεύει ν' απελευθερωθεί από τον δέσμιό της . Οι συνθέσεις είναι μακρόσυρτες ως επί το πλείστον και πολυεπίπεδες , ενώ δε λείπουν και πιο σύντομα μελωδικά περάσματα ή πειραματικές ακροβασίες . Ο δίσκος έλαβε ενθουσιώδεις κριτικές από πολλά ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα και χαιρετίστηκε ως έργο ισάξιο με το The Seer των Swans . Αν και το τελευταίο σχόλιο συνιστά ένα είδος υπερβολής , το Sunbather είναι πραγματικά μία από τις πιο δυνατές κυκλοφορίες της χρονιάς και ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ακούσματα για το 2013 .
Μετά από δέκα χρόνια σιωπής κι ενώ οι πιστοί του φίλοι είχαν την εντύπωση ότι είχε αποσυρθεί οριστικά από την ενεργό καλλιτεχνική δράση , ο David Bowie ,ο άνθρωπος που άλλαξε όσο λίγοι την πορεία της σύγχρονης μουσικής ,ιδιαίτερα στη δεκαετία του 70 , είναι πάλι εδώ με μία καινούργια δουλειά που τιτλοφορείται The Next Day. Είναι αλήθεια ότι η προσφορά του Bowie μετά τα μέσα της δεκαετίας του 80 άρχισε να χάνει τη δυναμική που είχε μέχρι τότε , κυρίως εξαιτίας κάποιων καλλιτεχνικών επιλογών του [ όπως ήταν για παράδειγμα η επαφή του με τη μουσική disco και η συνεργασία του με τον παραγωγό και συνθέτη των Chic ,Nile Rodgers] αλλά και της απουσίας έμπνευσης στις δουλειές που κυκλοφόρησε . Άλλο τόσο όμως είναι αλήθεια ότι ο Bowie από το 1967 που ξεκινούσε την καριέρα του μέχρι και το Let's dance του 1983 είχε προλάβει να κάνει σχεδόν τα πάντα . Είχε συμβάλει με μοναδικό τρόπο στη δημιουργία του λεγόμενου space rock , δημιουργώντας ανεπανάληπτες μουσικές περσόνες όπως o Major Tom [ εμπνευσμένος από το 2001 : A space odyssey του Stanley Kubrick] ή ο Ziggy Stardust . Υιοθετώντας στις συναυλίες του στοιχεία όπως οι εκκεντρικές εμφανίσεις ,η θεατρικότητα , η επιστημονική φαντασία και ο ανδρογυνισμός , συνέδεσε το glam rock με την pop αισθητική ,εξασφαλίζοντας στο συγκεκριμένο είδος απήχηση σε μεγαλύτερα ακροατήρια . Με το Young Americans του 1975 έφερε τη μουσική funk πιο κοντά στα "λευκά" ακροατήρια .Με το Heroes και κυρίως με το Low , όπου συνεργάστηκε με τον Brian Eno , βοήθησε καταλυτικά στην έκρηξη του punk και του new wave των τελών της δεκαετίας του 70 ,ανανεώνοντας με ζωτικά στοιχεία τον ήχο της ροκ μουσικής .Mε το αμφιλεγόμενο Let's dance έκανε μεγαλύτερο άνοιγμα προς τη χορευτική μουσική , υιοθετώντας στοιχεία από την disco και τη soul . Από εκεί και πέρα , μετά το 1983 ,κυκλοφόρησε αρκετές δουλειές , άλλες κακές [Tonight το 1984 ] ,άλλες μέτριες [Black tie , white noise το 1993 ] και άλλες καλές [Hours το 1999]. Το τελευταίο του έργο που είχε κυκλοφορήσει ήταν το Reality το 2003 .Κι από τότε σιωπή . Ώσπου ξαφνικά φέτος τον Ιανουάριο ανακοινώθηκε η επιστροφή του με το The Next Day . Από το εξώφυλλο του δίσκου διαπιστώνει κανείς την επιθυμία του δημιουργού του να παρακάμψει τα χρόνια της συνθετικής και καλλιτεχνικής δυστοκίας , και να επανασυνδεθεί με τις δημιουργικές μέρες της δεκαετίας του 70 . Το εξώφυλλο παραπέμπει κατευθείαν στο άλμπουμ-σταθμό Heroes το οποίο σηματοδοτούσε τη λεγόμενη Βερολινέζικη περίοδο του Bowie και την πρώτη του συνεργασία με τον μινιμαλιστή Brian Eno . Ο τίτλος επίσης είναι ενδεικτικός της διάθεσης του Bowie να προχωρήσει μπροστά και να ανανεώσει τη μουσική του ταυτότητα . Έτσι λοιπόν η "Επόμενη μέρα" βρίσκει τον καλλιτέχνη σε μία πραγματικά δημιουργική αναγέννηση ,καθώς τόσο ο ήχος όσο και οι συνθέσεις φέρνουν στο μυαλό τις ένδοξες μέρες του παρελθόντος , χωρίς όμως να υπάρχει η παραμικρή ένδειξη καπήλευσής του. Τα τραγούδια ακούγονται ζωντανά και προσαρμοσμένα στο κλίμα της εποχής ,ενώ η φωνή του Bowie μπορεί να μην έχει τη σπιρτάδα του παρελθόντος , καταφέρνει ωστόσο να ηχεί αξιοπρεπής και κάποιες φορές ανατριχιαστική . Μουσικά το άλμπουμ ανατρέχει στις καλύτερες στιγμές της καριέρας του δημιουργού και αντλεί από όλες κάτι .Είναι παρόν εδώ και το glam του Rise and fall of Ziggy Stardust and the spiders from Mars ή του Aladdin Sane [Valentine's day] , και το πάντρεμα jazz -funk του Young Americans [Dirty Boys ] ,και η new wave αισθητική του Heroes [Ι'd rather be high] .To Τhe Next day είναι λοιπόν μία ακόμη απόδειξη του μεγαλείου που συνοδεύει το όνομα David Bowie και αν μη τι άλλο ένας απολαυστικός δίσκος από έναν άνθρωπο που έκλεισε τα 66 του χρόνια .
Το Naked Lunch είναι ένα από εκείνα τα λογοτεχνικά έργα που μισήθηκαν αλλά και αγαπήθηκαν εξίσου φανατικά τόσο από τους αναγνώστες όσο και από τους κριτικούς . Από άλλους χαρακτηρίστηκε ως χυδαίο ανάγνωσμα ,ως απλή πορνογραφία με λογοτεχνικό μανδύα ή ως το ημερολόγιο ενός τοξικομανή ,κι από άλλους ως μία αυθεντική περιήγηση ενός ελεύθερου μυαλού σε επικίνδυνα μονοπάτια σκέψης και έκφρασης ,ως ένα πρωτοποριακό στη σύνθεση , στη δομή και στην έκφραση αριστούργημα . Όπως και να έχει το πράγμα ,θεωρείται ως ένα από τα σημαντικότερα έργα στην ιστορία της αμερικανικής λογοτεχνίας μετά το 1930 .Το βιβλίο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1959 και προκάλεσε αμέσως αντιδράσεις λόγω της χυδαίας γλώσσας που ο συγγραφέας του χρησιμοποιούσε .Απαγορεύτηκε στη Βοστόνη και στο Λος Άντζελες , και προκάλεσε μεγάλη ενόχληση σε πολλούς εκδότες στην Ευρώπη Υπήρξε μάλιστα ένα από τα βιβλία εκείνα για τα οποία κινήθηκε ο νόμος κατά της προσβολής των ηθών .Η αρχική καταδικαστική απόφαση αναιρέθηκε τελικά ,καθώς το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το βιβλίο δεν παραβίαζε τη νομοθεσία σχετικά με το σεβασμό των ηθών .Στη δίκη μάλιστα παρέστησαν ως μάρτυρες υπεράσπισης οι συγγραφείς Allen Ginsberg και Norman Mailer .Σε μεταγενέστερες εκδόσεις του βιβλίου προστέθηκε συμπληρωματικό υλικό , σχετικό με όλη την παραπάνω δικαστική διαμάχη ,καθώς και ένα άρθρο του ίδιου του συγγραφέα ,το οποίο αφορούσε τον εθισμό του στις ναρκωτικές ουσίες .
Ο τίτλος του βιβλίου , σύμφωνα με τον Burroughs, υπήρξε έμπνευση του φίλου και ομότεχνού του Jack Kerouac , κι όπως γράφει ο Burroughs "σημαίνει αυτό ακριβώς που λένε οι λέξεις : γυμνό γεύμα , μια παγωμένη στιγμή ,όταν ο καθένας βλέπει τι υπάρχει στο τέλος του κάθε πιρουνιού " , μιλώντας προφανώς για τις εμπειρίες που είχε ο ίδιος ως χρήστης ναρκωτικών ουσιών . Η δομή του μυθιστορήματος είναι εντελώς άναρχη . Η πρόθεση του συγγραφέα ήταν τα κεφάλαια του έργου να μπορούν να διαβαστούν από τον αναγνώστη με τυχαία σειρά ,γεγονός που μαρτυρεί ότι δεν υπάρχει μία γραμμική πλοκή .Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμία πλοκή . Τα πάντα εμφανίζονται από το πουθενά και καταλήγουν ξανά εκεί . Ο χώρος και ο χρόνος είναι εντελώς ρευστά και συμβατικά , εξυπηρετούν απλώς την τοποθέτηση των εμπειριών και των οραμάτων του αφηγητή μέσα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο ,το οποίο όμως την ίδια στιγμή αναιρείται και ανάγεται στο διαχρονικό .Στην πραγματικότητα, ο αναγνώστης παρακολουθεί την αφήγηση του τοξικομανή William Lee [ alter ego του ίδιου του Burroughs] ,o οποίος υιοθετώντας πολλά προσωπεία μεταφέρεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες στο Μεξικό κι από κει τελικά στην Ταγγέρη στο Μαρόκο και στην ονειρική Interzone [την οποία μάλλον εμπνεύστηκε από τη Διεθνή Ζώνη στην Ταγγέρη ,όπου και έζησε για μερικά χρόνια ].Το έργο μοιάζει με μία χαλαρή συρραφή από βινιέτες [λογοτεχνικός όρος που σημαίνει μία σύντομη ιμπρεσιονιστική σκηνή η οποία εστιάζει σε μία μόνο στιγμή ή δίνει μία διεισδυτική περιγραφή μιας ιδέας , ενός χαρακτήρα ή ενός αντικειμένου . Τέτοιου είδους σκηνές μάλιστα είναι πολύ συνηθισμένες στο λεγόμενο μεταμοντέρνο θέατρο] .Οι βινιέτες αυτές αντλούνται από τις εμπειρίες του Burroughs με κάθε είδους παραισθησιογόνα σε όλα τα παραπάνω μέρη .Η παράνοια , η ωμότητα , η έλλειψη συνοχής και λογικής αλληλουχίας των γεγονότων , η άναρχη σύνταξη του λόγου , η καταιγιστική διαδοχή εικόνων, ο χυδαίος σεξουαλισμός , οι σαδομαζοχιστικές αναφορές , η παραβίαση κάθε συμβατικής ή στοιχειώδους λογοτεχνικής αρετής , ο έντονος σαρκασμός , ο αμοραλισμός και η ανάδειξη της υποκρισίας των κοινωνικών ηθών , οι έμμεσες πολιτικές αναφορές και η απογύμνωση του αμερικανικού ονείρου , αποτελούν όλα χαρακτηριστικά του περίφημου αυτού μυθιστορήματος που τάραξε τα νερά της σύγχρονης μυθιστοριογραφίας και εδραίωσε μία καινούργια αντίληψη για τον τρόπο γραφής του πεζού λόγου, αν και από πολλούς εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται σκουπίδι και να θεωρείται ανάξιο λόγου .Ενέπνευσε ωστόσο πολλούς σύγχρονους δημιουργούς από διάφορους καλλιτεχνικούς χώρους . Ο Καναδός σκηνοθέτης David Cronenberg δανείστηκε αρκετά στοιχεία από το έργο και από τη ζωή του συγγραφέα και δημιούργησε την ομώνυμη με το βιβλίο ταινία Naked Lunch , το 1991 . Πολλά επίσης ροκ συγκροτήματα επηρεάστηκαν τόσο από το Naked Lunch όσο και από άλλα έργα του Burroughs [ Steely Dan , The Soft Machine , Nirvana , Joy Division και άλλοι].
Πενήντα λοιπόν περίπου χρόνια μετά την πρώτη δημοσίευσή του το Naked Lunch ,με το οποίο ο συγγραφέας δήλωνε ότι άφηνε οριστικά πίσω του για πάντα το μεσοαστικό του παρελθόν , εξακολουθεί να είναι ένα παράξενο και ανατριχιαστικά επικίνδυνο βιβλίο ,ένα έργο που ή το παρατάς με αηδία μετά από τις δέκα πρώτες σελίδες ή το ρουφάς μέχρι το τέλος και παρακολουθείς με δέος την άλλη πλευρά των πραγμάτων ,αυτή που ορισμένες φορές φοβάσαι ή δεν έχεις τη διάθεση να αποκαλύψεις .
Το Evil Friends είναι η έβδομη κυκλοφορία του συγκροτήματος με το περίεργο όνομα Portugal , The Man από την Αλάσκα . Το συγκρότημα ξεκίνησε την καριέρα του το 2004 ,όταν οι John Gourley και Zach Carothers διέλυσαν το μουσικό σχήμα Anatomy of a ghost ,το οποίο είχαν δημιουργήσει δύο χρόνια πριν. Αμέσως μετά τη δημιουργία τους τα μέλη των Portugal , The Man εγκατέλειψαν την Αλάσκα και μετακινήθηκαν στο Oregon του Portland ,προκειμένου να ηχογραφήσουν την πρώτη τους δουλειά και να κάνουν συναυλίες . Σύντομα άρχισαν να αποκτούν ένα μικρό αλλά αφοσιωμένο κοινό , δημιουργώντας αρκετά καλές εντυπώσεις με τα τραγούδια και τον ήχο τους . Αυτό που χαρακτηρίζει τη μουσική ταυτότητα του συγκροτήματος είναι η αγάπη τους για την ψυχεδελική μουσική της δεκαετίας του 60 ,χωρίς ωστόσο να λείπουν και οι αναφορές στο λεγόμενο progressive rock των 70's .To Evil Friends ωστόσο κάνει ένα βήμα παραπέρα , καθώς στο τιμόνι της παραγωγής του δίσκου βρίσκεται ο περίφημος παραγωγός Danger Mouse ,γνωστός από τις εξαιρετικές δουλειές του με καλλιτέχνες όπως o Jack White των White Stripes , ο Gnarls Barkley , οι Black Keys , οι Gorillaz ή η Nora Jones . H παρουσία του Danger Mouse γίνεται ιδιαίτερα αισθητή όσον αφορά το ηχητικό αποτέλεσμα , καθώς ο παραγωγός κατορθώνει να προσδώσει στον ήχο του συγκροτήματος τη σπιρτάδα και το βάθος που ίσως έλειπαν από προηγούμενες δουλειές τους . Το αποτέλεσμα είναι τα τραγούδια τους να φλερτάρουν πιο έντονα από ποτέ με τη χορευτική μουσική και την pop . χωρίς όμως να προδίδουν το ψυχεδελικό υπόβαθρο του ήχου τους . Επιπλέον , αυτό που κάνει ιδιαίτερη αίσθηση είναι ο τρόπος με τον οποίο η παραγωγή αναδεικνύει μικρές ηχητικές λεπτομέρειες τις οποίες ένας επιπόλαιος ακροατής ίσως προσπεράσει , όμως ένας παρατηρητικός θα εκτιμήσει δεόντως . Το Evil Friends λοιπόν είναι φιλόδοξο ,είναι δυναμικό ,αλλά πάνω απ' όλα είναι ένας δίσκος διασκεδαστικός [ με τη θετική έννοια του επιθέτου] ,αφού απευθύνεται εξίσου στο μυαλό και στα πόδια .
Οι Local Natives είναι ένα σχετικά άγνωστο στην Ελλάδα συγκρότημα το οποίο κατάγεται από το Los Angeles των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής . Στο εξωτερικό ο θόρυβος γύρω από το όνομά τους αρχίζει να γίνεται ολοένα και μεγαλύτερος ,ιδιαίτερα μετά από τη δεύτερη κυκλοφορία τους Hummingbird τον Ιανουάριο της χρονιάς που διανύουμε . Έτυχε να τους ακούσω στην εκπομπή του Γιάννη Πετρίδη ,ο οποίος παρεμπιπτόντως παραμένει εδώ και πολλά χρόνια ο άνθρωπος ο οποίος προωθεί στο ελληνικό ραδιόφωνο τα σημαντικότερα ονόματα σε ένα ευρύ φάσμα μουσικών ειδών ,τόσο στην ξένη όσο και στην ελληνική μουσική . Αμέσως λοιπόν μου κίνησαν το ενδιαφέρον και αναζήτησα ολόκληρο το Hummingbird , το οποίο περιλαμβάνει ένα σύνολο πολύ καλών έως εξαιρετικών τραγουδιών . Αν θέλει κανείς να ανιχνεύσει αναφορές στον ήχο άλλων συγκροτημάτων ,μπορεί να διακρίνει επιρροές από τους Grizzly Bear , τους Arcade Fire ή τους Fleet Foxes , και φυσικά ανατρέχοντας ακόμη πιο πίσω ,από την παράδοση του Neil Young και των Crazy Horse στη δεκαετία του 60 . Οι Local Natives κινούνται με άλλα λόγια στον χώρο της εναλλακτικής ροκ μουσικής με πολλά στοιχεία και από την folk .Ο ξένος μουσικός τύπος περιγράφει τη μουσική τους ως "ψυχεδελική folk" ,με afropop κιθαριστικά περάσματα , έντονα drums και πολύ χαρακτηριστικές μελωδίες . Οι συνθέσεις κινούνται σε mid tempo ρυθμούς , ισορροπούν ανάμεσα στη μελαγχολία και στη φωτεινότητα ,και αποκτούν μία ιδιαίτερη γοητεία χάρη στην ερμηνευτική δύναμη του τραγουδιστή τους Taylor Rice .Το Hummingbird λοιπόν είναι μία πρώτης τάξεως ευκαιρία προκειμένου να γνωρίσει κανείς ένα όνομα που μας υπόσχεται πολλά για το μέλλον.
Εμπνευσμένο το ποίημα της Φροσούλας Κολοσιάτου από τη σφαγή 1.700 Παλαιστινίων στους προσφυγικούς καταυλισμούς της Σάμπρα και Σατίλα στη Βηρυτό το 1982 , αποτυπώνει με μοναδική παραστατικότητα και φρίκη το ανεξήγητο της ολέθριας φύσης του ανθρώπου ["Κάπου εκεί ανάμεσα / που ο άνθρωπος κατακρεούργησε τον άνθρωπο"] ,και αποκτά , αν και γραμμένο το 1995 , μια σημαδιακή επικαιρότητα , αν αναλογιστεί κανείς τον εμφύλιο στη Συρία .αλλά και τους κάθε λογής δήμιους που πολιορκούν τη ζωή μας και οσμίζονται σαν παλαβοί το αίμα ....
Κώστας Τσιαχρής
ΣΑΜΠΡΑ - ΣΑΤΙΛΑ
Οι δήμιοι πρόβαλαν κραδαίνοντας τα γυμνά σπαθιά τους Άκουγες στεναγμούς βόγκο από φόνους Ανατριχιασμένο το νερό έτρεχε να ενώσει το αίμα στην αμαρτωλή σύμβαση Σάμπρα -Σατίλα πώς να μετράς τους νεκρούς από φονικά πάνω στα πρόσωπά τους ταξίδεψαν τα όνειρα και χάθηκαν Έπεσε η νύχτα απροειδοποίητα ανάτειλε λειψό φεγγάρι Κάπου εκεί ανάμεσα που ο άνθρωπος κατακρεούργησε τον άνθρωπο ένα μικρό τσίτσιδο γοερά θρηνούσε κάπου εκεί ανάμεσα σ'όλα τα ζητήματα και τις εκκρεμείς υποθέσεις έτρεχαν πέρα- δώθε οι δήμιοι οσμίζονταν σαν παλαβοί το αίμα μόνο που χελιδόνι την άνοιξη μια ριπή έσκιζε ακόμη τον αέρα
Η προϊστορία των National από το Cincinnati του Ohio ξεκινάει ουσιαστικά από το 1991 ,όταν ο τραγουδιστής τους Matt Berninger και ο μπασίστας Scott Devendorf φοιτούσαν στο πανεπιστήμιο του Cincinnati .Εκεί οι δυο τους μαζί με άλλους τρεις συμφοιτητές τους σχημάτισαν αρχικά το συγκρότημα Nancy , το οποίο πρόλαβε να κυκλοφορήσει μόνο ένα άλμπουμ , το Ruther 3429, κινούμενο ηχητικά στα χωράφια των Pavement .Tα τρία άλλα μέλη του συγκροτήματος Aaron Dressner , Bryce Dressner και Bryan Devendorf [αδελφός του Scott] ήταν παιδικοί φίλοι που είχαν σχηματίσει αρκετά συγκροτήματα ,το τελευταίο από τα οποία Project Nim διαλύθηκε το 1998 .Τότε ακριβώς μέσω των αδελφών Devendorf σχηματίστηκαν οι National . To σήμα κατατεθέν του συγκροτήματος είναι η βαρύτονη ερμηνεία του Berninger που παραπέμπει σε ερμηνευτές όπως ο Roy Orbison , ο Leonard Cohen ,o Ian Curtis και ο Nick Cave .Ταυτόχρονα τα παραπάνω ονόματα συγκαταλέγονται στις ευρύτερες καλλιτεχνικές φιγούρες από τις οποίες επηρεάστηκε τόσο υφολογικά όσο και συνθετικά το συγκρότημα . Ο ήχος τους ,συγχωνεύοντας στοιχεία από το dark wave ,την country του Johnny Cash και το εναλλακτικό ροκ , είναι σκοτεινός , αγχωτικός , εσωστρεφής και την ίδια στιγμή λυρικός και ποιητικός . Το "Trouble will find me " είναι η έκτη δουλειά τους και παρόλο που δε διαφοροποιείται εκφραστικά από τα γνώριμα στοιχεία που έκαναν το συγκρότημα τόσο αγαπητό στους κύκλους των απαιτητικών ακροατών , ίσως η πιο ολοκληρωμένη ,αφού ξεδιπλώνεται σε μεγαλύτερο εύρος η συνθετική τους ικανότητα . Ένα εξαιρετικό έργο που εστιάζει στιχουργικά στους δαίμονες που συνοδεύουν την παράδοση ενός ανθρώπου στο ερωτικό του πάθος .
Κώστας Τσιαχρής
Το τραγούδι Demons προέρχεται από το Trouble will find me
Συνθέτω μέσα σου συνέχεια μια συμφωνία από άγρια σύμφωνα που να ταιριάζουνε σε λέξεις όπως έΡωτας αγΧόνη Ρίγος - Μου ξεριζώνεις νότες μου υπνωτίζεις τις χορδές Κι εγώ ΤΡΑΓΟΥΔΙ όρθιο Από ψαχνό ή από λίπος Τρωτή ή Άτρωτη μεριά αρχίζω την επίθεση Φυλάξου Οι στίχοι μου γυρεύουν συνουσία
Οι Vampire Weekend από τη Νέα Υόρκη δεν είναι ένα τυπικό εναλλακτικό ροκ συγκρότημα . Οι μουσικές τους επιρροές προέρχονται τόσο από τη σπουδαία μουσική παράδοση της πόλης τους [Television , Patti Smith , Sonic Youth , Ramones ,Strokes] ,αλλά και δημιουργούς όπως ο Paul Simon και ο Peter Gabriel ,όσο και από την Αφρικάνικη μουσική . To τελευταίο μάλιστα στοιχείο , άλλοτε επιμελώς κρυμμένο στα τραγούδια τους ,ανακατεμένο με punk ,pop και πρώιμους rock' n' roll ήχους , κι άλλοτε προφανές , είναι αυτό που τους κάνει να διαφέρουν σημαντικά από άλλους ομότεχνούς τους . Το συγκρότημα ξεκίνησε από τη συνεργασία μιας ομάδας συμφοιτητών στο πανεπιστήμιο Columbia .Τέσσερις νεαροί ,ο Ezra Koenig , o Rostam Batmanglij ,o Chris Tomson και ο Chris Baio ,με τις ρίζες τους να φτάνουν μέχρι την Ανατολική Ευρώπη και την Περσία , ενώθηκαν εξαιτίας της κοινής αγάπης τους για την punk και την Αφρικάνικη μουσική και επέλεξαν το όνομα Vampire Weekend από μία ταινία μικρού μήκους που επιχείρησε να γυρίσει ο Koenig αλλά τελικά άφησε ανολοκλήρωτη .Το πρώτο τους άλμπουμ με τίτλο το όνομά τους Vampire Weekend κυκλοφόρησε το 2008 και χάρη σε μία πολύ έξυπνη προώθησή του στους κύκλους των κολεγίων μέσω του διαδικτύου σημείωσε σημαντική επιτυχία . Μετά το Contra του 2010 οι Vampire Weekend μας προσφέρουν φέτος την τρίτη τους δουλειά ,η οποία είναι εμπνευσμένη από την αγαπημένη πόλη στην οποία μεγάλωσαν ,τη Νέα Υόρκη . Το Modern Vampires of the city αναδίδει τη μυρωδιά , το θόρυβο , την τρέλα ,το μεγαλείο , τον καλλιτεχνικό οργασμό , το πολυπολιτισμικό χρώμα ,το δημιουργικό πάντρεμα παράδοσης και μοντερνισμού ,τη μοναδικότητα αυτής της πόλης . Ο ήχος του ,χωρίς να παρεκκλίνει από τα συστατικά των προηγούμενων έργων , αποκτά μεγαλύτερο βάθος , γίνεται σε στιγμές ελεγειακός και ουράνιος .Το άλμπουμ απέσπασε εξαιρετικές κριτικές από τα εγκυρότερα μουσικά περιοδικά και δίκαια χαρακτηρίστηκε ως μία από τις σημαντικότερες κυκλοφορίες της χρονιάς . Μένει να τους ανακαλύψετε και να μαγευτείτε από την ομορφιά και την ευρηματικότητα των τραγουδιών τους .
Τσιαχρής Κώστας
To τραγούδι Hey ya που επέλεξα να συνοδεύσει το κείμενό μου είναι ενδεικτικό του ύφους των Vampire Weekend .Πρόκειται για ένα εξαίσιο pop αριστούργημα με άρωμα Αφρικής και αν το ακούσετε προσεκτικά θα διακρίνετε τις επιδράσεις από το Graceland του Paul Simon .
Το "Fire and ice" είναι ένα από τα καλύτερα ποιήματα του μεγάλου Αμερικανού ποιητή του 20ου αιώνα Robert Frost .Θέμα του ποιήματος είναι η καταστροφή του κόσμου ,η οποία αποδίδεται είτε στη φωτιά είτε στον πάγο .Ο Frost προφανώς επηρεάστηκε κατά τη σύνθεση του ποιήματος από την Κόλαση του Dante και ιδιαίτερα από το Canto 32 , στο οποίο ο σπουδαίος Ιταλός ποιητής της Αναγέννησης περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο οι χειρότεροι αμαρτωλοί , οι προδότες , βυθίζονται ,ενώ βρίσκονται σ'ένα φλογισμένο τοπίο , μέσα σε μία λίμνη από πάγο . Στο δικό του ποίημα ο Robert Frost παρομοιάζει την επιθυμία με τη φωτιά , και το μίσος με τον πάγο ,ταυτίζοντάς τα στο τέλος ως καταστροφικές δυνάμεις .Με βάση τον διακεκριμένο αστρονόμο Harlow Shapley ,o Frost εμπνεύστηκε το ποίημα και από μία συζήτηση που είχαν σχετικά με το τέλος του κόσμου . Εκεί ο Shapley του είπε χαρακτηριστικά ότι ή θα γίνει έκρηξη του ήλιου και θα αποτεφρωθεί η γη ή η γη θα απομακρυνθεί σιγά σιγά από τον ήλιο και θα παγώσει μέσα στο αχανές διάστημα .Το ποίημα ακολουθεί την παραδοσιακή φόρμα , γραμμένο σε ακανόνιστο ιαμβικό στίχο ,με τη χρήση ομοιοκαταληξίας . Δοκίμασα να το μεταφέρω στα ελληνικά και ιδού το αποτέλεσμα .
Η οικονομική κρίση που βιώνουμε τα τελευταία πέντε χρόνια ,πέρα από τις πολλαπλές παθογένειες της ελληνικής πολιτείας και κοινωνίας που έφερε στην επιφάνεια , ανέδειξε με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο και το ζήτημα της ιστορικής παιδείας του ελληνικού λαού . Φανέρωσε πως η μνήμη μας χάθηκε μέσα στην ομίχλη που σήκωσαν η ανέχεια και η συνακόλουθη εξαθλίωση της καθημερινότητάς μας . Φανέρωσε ακόμη ότι έννοιες ή διαθέσεις που ίσως θεωρούσαμε δεδομένες ,όπως η καταδίκη του αυταρχισμού , η απέχθεια προς τη βία ή η υπεράσπιση της ανθρωπιάς μας ,στέκονται πλέον πάνω σ' ένα τρεμάμενο έδαφος .
Μέσα σ' όλο αυτό το δυσάρεστο σκηνικό , η ιστορία , το μάθημα που πρέπει να αποτελεί έναν βασικό σπόνδυλο στη ραχοκοκαλιά του εκπαιδευτικού μας συστήματος κι έναν δρόμο που είναι απαραίτητο να τον βαδίζουν όλοι οι μελλοντικοί πολίτες και επιστήμονες , δέχεται πολλαπλά και μεθοδικά χτυπήματα από πολλές πλευρές . Στριμώχνεται στη γωνιά μιας εκπαιδευτικής πραγματικότητας που βαδίζει ασθμαίνοντας ,για να προλάβει τις εξελίξεις του τεχνολογικού πολιτισμού , με έναν ρυθμό που από τη φύση δεν ταιριάζει στο δικό της βηματισμό .
Γιατί σε κάθε περίπτωση η εκπαιδευτική πραγματικότητα οφείλει να σταματά και να παρατηρεί τον άνθρωπο , να ερευνά με μεγάλη προσοχή τον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύει η συνείδησή μας ,το βαθύτερο «είμαι» ,όλες αυτές τις καταιγιστικές ανατροπές . Και τότε , μ' ένα συναίσθημα ουσιαστικής ευθύνης , να επιφέρει τις οποιεσδήποτε αλλαγές απαιτούν οι καιροί και στην προσωπικότητα του ατόμου . Δυστυχώς όμως συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο . Παρασυρμένοι από τη «μεταρρυθμιστική» μέθη τους ,οι τιμονιέρηδες του εκπαιδευτικού μας συστήματος , σπεύδουν να ικανοποιήσουν τις ορέξεις των ανέμων της αλλαγής , χωρίς να υπολογίζουν την αντοχή των πανιών . Κι έτσι αντί να εκσυγχρονίσουν τον πρωτογονισμό που όταν βρίσκει αφορμές , αναρριχιέται στο μυαλό μας , εκσυγχρονίζουν απλά την εικόνα με την οποία όλες αυτές οι θαυμαστές τεχνολογικές εξελίξεις θαμπώνουν περισσότερο την αντίληψή μας και την καθιστούν ελεγχόμενη .
Φαίνεται λοιπόν πως η ιστορία ως μάθημα που διδάσκει την αυτοσυνειδησία της ανθρώπινης οντότητας ,ανατρέπει κάθε σχεδιασμό αυτών που οραματίζονται γενιές ανθρώπων παραδομένων στη γοητεία μιας συνεχούς αναρρίχησης σε ένα απροσδιόριστο ύψος . Σ' ένα ύψος που μπορεί ν' αποκόψει τον άνθρωπο από τον εαυτό του ,από τον έλεγχο της συμπεριφοράς του ,από την παραδοχή της αξίας του μέτρου . Γι' αυτό τα τελευταία χρόνια ,ίσως από πρόθεση , αλλά ίσως κι από ανοησία [αν θεωρήσουμε υπερβολικές τις υποθέσεις για συστηματικό σχεδιασμό ] κι από μία αρρωστημένη εμμονή στην προτεραιότητα της εξειδίκευσης έναντι της καθολικής μόρφωσης , το μάθημα της ιστορίας χάνει τη δυναμική του . Εξορίζεται στην κατηγορία των μαθημάτων που απλώς συμπληρώνουν το πρόγραμμα και δίνουν το άλλοθι στην εκπαιδευτική ηγεσία να απαλλάσσεται από την κατηγορία ότι κλείνει τα μάτια μπροστά στην αξία του ανθρωπιστικού ιδανικού.
Ανάμεσα στα τεκμήρια της υποβάθμισης του μαθήματος , ιδιαίτερη θέση έχει το γεγονός ότι ενώ αυτό θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται ,όπως και η νεοελληνική γλώσσα , ως μάθημα αυξημένης βαρύτητας σε όλες τις κατευθύνσεις ,αποτελεί απλώς μάθημα επιλογής, το οποίο μάλιστα επιλέγεται από ελάχιστους μαθητές , ενώ ως μη πανελλαδικά εξεταζόμενο μάθημα σχεδόν κακοποιείται από διδάσκοντες και μαθητές . Θα μου πείτε βέβαια πως είναι κατάντια να εξαρτά κανείς το κύρος ενός μαθήματος από το αν συμπεριλαμβάνεται στην κατηγορία εκείνων που εξετάζονται στις πανελλήνιες εξετάσεις ,αλλά αυτό αγγίζει το πρόβλημα της γενικότερης δομής και φιλοσοφίας του εκπαιδευτικού μας συστήματος .Παράλληλα , κατά τη γνώμη μου , συνιστά επικίνδυνη ακροβασία της εκπαιδευτικής ηγεσίας η επιχειρούμενη ανάθεση του μαθήματος και σε κλάδους εκπαιδευτικών που θα κληθούν να το διδάξουν απλά και μόνο για να συμπληρώσουν το ωράριό τους .Ενέργειες αυτού του είδους καταδεικνύουν την προχειρότητα και την επιπολαιότητα με την οποία λειτουργούν αυτοί που σχεδιάζουν τα εκπαιδευτικά ζητήματα , όταν πιέζονται από την ανάγκη για λογιστική αντιμετώπιση όλων των αγαθών της δημόσιας ζωής .
Από την άλλη πλευρά , βέβαια , έρχεται αβίαστα στο στόμα όλων το ερώτημα : Μόνο οι φιλόλογοι δικαιούνται ή έχουν την απαιτούμενη επιστημονική κατάρτιση ή είναι ικανοί να διδάξουν το μάθημα της ιστορίας ; Ως προς το πρώτο ,αν δικαιούμαι σημαίνει ότι με βάση αυτά που έχω κάνει , το δίκαιο - ή ό,τι αναγνωρίζεται ως δίκαιο - μου επιτρέπει να προβαίνω στην εκτέλεση ενός έργου ,τότε πράγματι οι φιλόλογοι , θεωρητικά και με βάση το περιεχόμενο των σπουδών τους , έχουν αυτό το δικαίωμα . Ως προς τη δεύτερη παράμετρο , εδώ θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει το γεγονός ότι ίσως μόνο οι απόφοιτοι του ιστορικού -αρχαιολογικού τμήματος έχουν πράγματι εκείνη την επιστημονική κατάρτιση που τους επιτρέπει να προσεγγίζουν το μάθημα με τα κατάλληλα μεθοδολογικά εργαλεία . Η παρατήρηση θα ήταν σωστή ,αν αγνοούσε κανείς το γεγονός ότι όλοι οι φιλόλογοι -ανεξαιρέτως του τμήματος των σπουδών τους - και μόνο αυτοί εξετάζονται τόσο στο γνωστικό αντικείμενο όσο και στη διδακτική του μαθήματος στις εξετάσεις του ΑΣΕΠ. Συνεπώς αυτό μπορεί να σημαίνει ότι έχουν προετοιμαστεί ως ένα βαθμό κατάλληλα για τη διδασκαλία του μαθήματος . Ως προς το τρίτο ζήτημα , εδώ ίσως να υπάρχουν και οι περισσότερες δικαιολογημένες ενστάσεις .
H επιτυχημένη διαδρομή ενός μαθήματος στην ιστορία της εκπαίδευσης κρίνεται κυρίως από την αποτελεσματικότητα του τρόπου με τον οποίο διδάσκεται το μάθημα . Και μπορεί να κρυβόμαστε διαρκώς πίσω από την εύκολη δικαιολογία ότι οι δυνατότητες ενός δασκάλου είναι περιορισμένες ,όταν το αναλυτικό πρόγραμμα απαιτεί από αυτόν συγκεκριμένες διδακτικές ενέργειες , αυτό όμως ελάχιστα αποσείει τη δική μας ευθύνη για μία εμπνευσμένη και μεθοδική διδασκαλία του μαθήματος . Όταν λοιπόν ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των μαθητών εκφραζόταν και εκφράζεται αρνητικά για το μάθημα της ιστορίας ,αυτό πρέπει να βάζει σε βαθιές σκέψεις τους φιλολόγους για την καταλληλότητα των μεθόδων που χρησιμοποιούν . Η τυπική γραμμική αντιμετώπιση του ιστορικού υλικού ,η οποία δίνει έμφαση στην αφήγηση των γεγονότων μέσα σε μία αυστηρή χρονολογική σειρά [απαραίτητη κι αυτή , δεν αντιλέγω] ,δεν επαρκεί για τη δημιουργία εκείνων των ερεθισμάτων που θα κάνουν το μαθητή αν όχι να αγαπήσει , έστω να δείξει το ελάχιστο ενδιαφέρον για το ιστορικό γίγνεσθαι . Ακόμη και οι ιστορικές πηγές αντιμετωπίζονται συχνά επιδερμικά , διεκπεραιωτικά , απλώς υποστηρικτικά προς αυτό που συνιστά το δόγμα και που είναι η πληροφορία του σχολικού βιβλίου .
Μάρτυράς μου είναι ο τρόπος με τον οποίο διατυπώνονται οι ερωτήσεις οι οποίες σχετίζονται με την ανάλυση των ιστορικών πηγών .Ξεκινούν όλες κάπως έτσι : «Με βάση το παράθεμα που σας δίνεται και τις γνώσεις σας από το σχολικό βιβλίο ... ...» . Και μόνο με τη διατύπωση αυτή υπονομεύεται ο υποτιθέμενος ρόλος των ερωτήσεων που θα έπρεπε να αξιολογούν την κριτική ικανότητα του μαθητή . Κι αυτό γιατί ο μαθητής ,ίσως επειδή κι εμείς δεν τον έχουμε ασκήσει σωστά , προσπερνά λίγο βιαστικά το «με βάση το παράθεμα» και μένει κυρίως στο «με βάση τις γνώσεις σας από το σχολικό βιβλίο», ιδιαίτερα στις πρώτες τάξεις του Λυκείου . Αλλά κι εμείς από την πλευρά μας ,όταν αξιολογούμε τα γραπτά , ασυναίσθητα μένουμε περισσότερο στο αν ο μαθητής κατέγραψε με ευλάβεια αυτά που αποστήθισε από το σχολικό εγχειρίδιο παρά στο αν αξιοποίησε όπως έπρεπε το παράθεμα που του δόθηκε . Κι αυτό καταδεικνύει ένα είδος εμμονής σε πρακτικές αξιολόγησης που ελάχιστα σχετίζονται με την αναλυτική και αφαιρετική ικανότητα του μαθητή . Το μάθημα της ιστορίας λοιπόν σχηματοποιείται στο μυαλό του τελευταίου ως μία απλή αφήγηση ,τα επεισόδια της οποίας χρειάζεται να καταγράφει φωτογραφικά στη μνήμη του .
Συνεπώς οι ίδιοι οι φιλόλογοι δεν κάνουμε πάντοτε εκείνα που θα έπρεπε ώστε να δικαιολογούμε πειστικά το επιχείρημά μας ότι είμαστε ικανότεροι να διδάξουμε το μάθημα έναντι των άλλων . Χρειάζεται ν' αφήσουμε στην άκρη τα παλιά μας εργαλεία και να μπούμε σε μία διαδικασία εξερεύνησης νέων τρόπων διδασκαλίας του μαθήματος , μελετώντας περισσότερο σοβαρά έννοιες ή ενέργειες όπως είναι η πολυπρισματικότητα ή αλλιώς οι πολλαπλές εκδοχές της ιστορικής αφήγησης , η βαθύτερη επεξεργασία των ιστορικών πηγών , οι μεθοδικότερες συγκρίσεις των ιστορικών φαινομένων διαφορετικών εποχών , η διαθεματικότητα και η διεπιστημονικότητα , η παράλληλη μελέτη κοινωνικών -οικονομικών -πολιτικών και πολιτισμικών φαινομένων , η σύνδεση της μελέτης ενός ιστορικού φαινομένου με τις επισκέψεις σε χώρους ιστορικού και αρχαιολογικού ενδιαφέροντος , η δημιουργία στα σχολεία εργαστηρίων ιστορίας ,η συστηματική και όχι περιστασιακή αξιοποίηση των δυνατοτήτων που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες της επικοινωνίας για την άντληση πολύτιμου υλικού . Ουσιαστικός βέβαια αρωγός στην προσπάθειά μας αυτή θα πρέπει να σταθεί το υπουργείο Παιδείας με την ανατροπή των αγκυλώσεων στο υπάρχον αναλυτικό πρόγραμμα και την κατάλληλη υποστήριξη των φιλολόγων ή όποιων άλλων κληθούν να διδάξουν το μάθημα ,με επιμορφωτικά προγράμματα .
Κλείνω με αυτούς τους στίχους του Γιώργου Σεφέρη από το ποίημα του «Ένας γέροντας στην ακροποταμιά» : "Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε πώς προχωρούμε" . Πράγματι , δε νοείται περπάτημα του ανθρώπου χωρίς να ερμηνεύει τον λόγο για τον οποίο περπατά ,χωρίς να γνωρίζει ποιο παρελθόν κρύβεται κάτω από το κάθε βήμα του.
Ζω σε μια χώρα στην οποία οι καλλιτέχνες που θα έπρεπε να δοξάζονται και να βρίσκονται καθημερινά στις επάλξεις των περιοδικών , των δελτίων ειδήσεων και των ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών , καταδικάζονται σε ένα συνεχές μαύρο ,σε μιαν ακατανόητη αφάνεια . Δε θα συμμεριστώ απόλυτα την άποψη ορισμένων που υποστηρίζουν ότι για όλο αυτό το απαράδεκτο φαινόμενο ευθύνεται αποκλειστικά η ελαφρότητα στις επιλογές των πολιτών , κάτι που με τη σειρά του απορρέει από το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος αυτών δεν έχει λάβει την απαιτούμενη καλλιτεχνική αγωγή . Αισθάνομαι ότι αυτός ο οστρακισμών των ποιοτικών δημιουργών είναι περισσότερο ζήτημα πολιτικό ,ζήτημα χάραξης μιας συγκεκριμένης στρατηγικής για τη διαμόρφωση ακίνδυνων και προβλέψιμων πολιτών ,εσωτερικά τυφλών και συναισθηματικά στεγνών .Κι αυτό γιατί η αληθινή τέχνη , πέρα από τις άλλες λειτουργίες της , τρέφει τη θέληση του ανθρώπου να αντιστέκεται και να ξεσκουριάζει τα όπλα της ψυχής του , έτσι ώστε να γίνονται ξανά λαμπερά κι έτοιμα προς χρήση .
Κι όσο κι αν η ευθύνη του καθενός μας για την αδράνειά του απέναντι στην αφλογιστία της ψυχής του είναι μεγάλη , βαρύτερη ευθύνη φέρει εκείνη η πολιτεία που εγκαταλείπει την αισθητική καλλιέργεια των πολιτών της στα χέρια αδίστακτων κερδοσκόπων της ενημέρωσης και του θεάματος ,οι οποίοι αντιμετωπίζουν την τέχνη ως πραμάτεια που πρέπει να πουληθεί με το μεγαλύτερο κέρδος .Όταν λοιπόν μια πολιτεία αποδυναμώνει τη δημόσια ραδιοτηλεόραση ,όταν ζυγίζει τα αγαθά της ενημέρωσης και της ψυχαγωγίας των πολιτών της με το καντάρι της θεαματικότητας ,όταν εισάγει τη λογική του μάρκετινγκ σε πράγματα που εξ ορισμού δε γίνεται να πουληθούν και να ξεπουληθούν , όταν στο όνομα της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών ο τύπος μετατρέπεται με την ανοχή της πολιτείας σε χώρο άσκησης ιδεολογικής και αισθητικής προπαγάνδας , τότε αναπόφευκτα μια μεγάλη μερίδα πολιτών γίνεται ευάλωτη .Πως να το κάνουμε , είναι δύσκολο όταν βομβαρδίζεσαι από δεκάδες πηγές με την εντύπωση ότι το ελληνικό τραγούδι είναι αυτό της μεγάλης πίστας με τα γαρύφαλλα και τ' αστραφτερά επώνυμα κοστουμάκια των τραγουδιστών , να πιστέψεις το αντίθετο .
Κάπως έτσι λοιπόν έχουμε φτάσει στο σημείο να αποθεώνουμε , ειδικά οι νεώτερες γενιές , ασήμαντα μηδενικά και να βάζουμε στο περιθώριο δημιουργούς που αποτελούν και θα αποτελέσουν για τις επόμενες γενιές το μάλαμα της εποχής μας . Ένας τέτοιος σπουδαίος δημιουργός είναι ο Σωκράτης Μάλαμας , ένας από τους λίγους που συνεχίζουν να καθαρίζουν τα όπλα της τέχνης τους και να τα προστατεύουν από την αφλογιστία των ημερών μας . Έτυχε να τον δω σήμερα στη συναυλία στο προαύλιο της ΕΡΤ και να συνειδητοποιήσω πόσο μοναδικός και υπέροχος είναι .Ένα αγρίμι που εξακολουθεί αντιστέκεται στη ρηχότητα και να μη θυσιάζει την καλλιτεχνική του ιδιαιτερότητα στο βωμό του εμπορίου . Στεκόταν εκεί όπως ακριβώς στέκεται και στη ζωή του : απέριττος , γνήσια αρρενωπός , δωρικός , με τη λάμψη της έκστασης μέσα στα μάτια του , απόλυτα λαϊκός αλλά την ίδια στιγμή και απόμακρος [καταφέρνοντας να συνδυάσει αυτή τη θαυμαστή ισορροπία που πρέπει να χαρακτηρίζει τον Έλληνα καλλιτέχνη ], με το σκοτάδι να κυνηγάει το φως στο πρόσωπό του , με το τσιγάρο -στίχο του "μια ρουφηξιά είν' η ζωή " , με την ποίηση κρεμασμένη στα χείλη του , με τα φαντάσματα του Τσιτσάνη και του Βαμβακάρη να του γνέφουν μάγκικα , με το βάρος της φωνής του να πιέζει το στήθος μας , με τα δάχτυλά του κολλημένα στις καμπύλες της κιθάρας του . Το κοινό βέβαια τον αντάμειψε με την παρουσία και το θερμό χειροκρότημά του ,αλλά το ερώτημα παραμένει . Πως γίνεται μια χώρα που θέλει να υπερηφανεύεται για τα καλλιτεχνικά και πολιτιστικά θαύματα του παρελθόντος της ,να μην προβάλλει εκείνα τα στοιχεία του παρόντος που αγγίζουν αυτά τα θαύματα ; Γιατί μπορεί ο Μάλαμας να έχει ένα πιστό και αφοσιωμένο σ'αυτόν κοινό που τον ακολουθεί όλα αυτά τα χρόνια της δημιουργικής του πορείας , αλλά παραμένει πολύ μικρό μπροστά στην εμβέλεια που θα έπρεπε να έχει η παρουσία του .
Με άλλα λόγια , δε γίνεται να βλέπει κανείς στα εξώφυλλα ακόμη και σοβαρών περιοδικών ή στις εκπομπές δήθεν σοβαρών δημοσιογράφων νάνους οι οποίοι προβάλλονται ως γίγαντες και οι αληθινοί γίγαντες να θάβονται κάτω από τόνους λήθης . Όσοι λοιπόν αισθανόμαστε ότι το βάρος αυτών των ανθρώπων είναι αδύνατον να εκληφθεί ως μία απλή υπενθύμιση ότι πέρα από την τέχνη του συρμού υπάρχει και η άλλη τέχνη , οφείλουμε να αποκαθιστούμε την αληθινή τάξη των πραγμάτων .Έστω κι αν η φωνή μας χάνεται μέσα στις κραυγές των εκπροσώπων του μάρκετινγκ.