]σαρδ.[]
πόλ]λακι τυίδε̣ [ν]ῶν ἔχοισα
ὠς π.[. . .].ώομεν, .[. . .].
.χ[. .]-
σε θέαι σ’ ἰκέλαν ἀρι-
γνώται, σᾶι δὲ μάλιστ᾽ ἔχαιρε
μόλπαι̣·
νῦν δὲ Λύδαισιν ἐμπρέπεται
γυναί-
κεσσιν ὤς ποτ᾽ ἀελίω
δύντος ἀ βροδοδάκτυλος †μήνα†
πάντα περρέχοισ᾽ ἄστρα· φάος δ᾽
ἐπί-
σχει θάλασσαν ἐπ᾽ ἀλμύραν
ἴσως καὶ πολυανθέμοις ἀρούραις·
ἀ δ᾽ ἐέρσα κάλα κέχυται, τεθά-
λαισι δὲ βρόδα κἄπαλ᾽ ἄν-
θρυσκα καὶ μελίλωτος ἀνθεμώδης.
πόλλα δὲ ζαφοίταισ᾽ ἀγάνας ἐπι-
μνάσθεισ᾽ Ἄτθιδος ἰμέρωι
λέπταν ποι φρένα· κᾶρ̣ ‹δ’› ἄσαι
βόρηται·
από τις Σάρδεις
φτερουγίζοντας συχνά ο νους της
σε φανέρωνε λαμπρή θεά
κι ευφραίνονταν με το τραγούδι σου
Τώρα
μες στις γυναίκες των Λυδών
πανώρια φαίνεται
όπως η ροδοδάχτυλη σελήνη
μετά το λιοβασίλεμα
περνάει στη χάρη όλα τ' άστρα.
Όμοια σκορπάει το φως της
στ' αρμυρό το πέλαγο
και στ' ανθηρά λιβάδια
Ξεχύνεται η ωραία δροσιά
τα ρόδα λουλουδιάζουνε
τα τρυφερά τα μάραθα
και στάζει μέλι
απ' τον ολάνθιστο λωτό.
Μα εκείνη εδώ κι εκεί στριφογυρνάει
ξυπνάει στη ΄θύμηση
στην απαλή καρδιά της με λαχτάρα
τη γλυκιά Ατθίδα
κι οι πίκρες της δαγκώνουνε τα σωθικά
Κώστας Τσιαχρής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου