ΜΗΔΕΙΑ
Αλίμονό μου , η καψερή , ο πόνος με τραντάζει
αλίμονο ,που τώρα αμέσως να' σβηνα
ΤΡΟΦΟΣ
Να το που σας έλεγα , καρδούλες μου ,
η μάνα σας σπαράζει
και σηκώνει μες στα στήθια τη χολή
Γρήγορα τρέξτε μες στο σπίτι
από τα μάτια της χαθείτε
μη ζυγώνετε κοντά της ,φυλαχτείτε
από την άγρια καρδιά ,
το μίσος που τρυπάει το φρενιασμένο νου της
Εμπρός λοιπόν , γρήγορα μέσα!
Το σύννεφο του θρήνου της
που αρχίζει να φουσκώνει ,
δείχνει πως θ' απλωθεί με πιο βαρύ θυμό .
Ποιος ξέρει τι μπορεί να κάμει
μια ψυχή ανήμερη ,γιομάτη οργή ,
που τη δαγκώνουν οι πληγές
ΜΗΔΕΙΑ
Αλίμονο , με ζώνουν συμφορές τη δύστυχη ,
αντάξιες για μεγάλους θρήνους
Παιδιά καταραμένα που σας γέννησε
μια μάνα στυγερή
Ω που να χαθείτε κι ο πατέρας σας μαζί
κι ολάκερο το σπίτι
να κυλήσει σε συντρίμμια
ΤΡΟΦΟΣ
Ώχου κακό που με σκεπάζει , τη βαριόμοιρη !
Και ποιο μεράδι απ' του πατέρα τους το αίσχος
έχουν τα παιδιά σου ;
Τι χύνεις τόσο δηλητήριο γι' αυτά ;
Αλίμονο παιδιά μου , πόσο τρέμω
μη μου πάθετε κακό .
Μαύρες οι σκέψεις των αρχόντων
κι όπως να σκύβουν ξέρουν λιγοστές φορές
μα πιο πολλές να κυβερνούν ,
το θυμικό τους δύσκολα αλλάζει .
Το πιο καλό να συνηθάς να ζεις
ίσος ανάμεσα στους ίσους
Κι εμένα μακριά απ' το φόβο
ας με βρουν τα γηρατειά
μακριά απ' τα μεγαλεία
Για τους θνητούς τη λέξη μέτρο
μόνο να τη λεν , σπουδαίο πράμα
Το να την πράττουν κιόλας ,θησαυρός
Μα ό,τι το μέτρο ξεπερνάει
ανώφελο ολωσδιόλου για τον άνθρωπο
κι όταν η μάνητα φουντώσει του θεού ,
στα σπιτικά σκορπάει φοβερότερα δεινά
ΧΟΡΟΣ
Άκουσα τη φωνή , το βογγητό
της δύστυχης γυναίκας από την Κολχίδα
Αγρίμι πια έχει γίνει - μίλα μας γερόντισσα ,
γιατί άκουσα το γοερό της κλάμα
μεσ' απ' το δίπορτο το σπιτικό μου
Δε χαίρομαι ,γυναίκα , με τις συμφορές του αρχοντικού
Με δένει πια μαζί του η αγάπη
ΤΡΟΦΟΣ
Μη λες αρχοντικό , χάθηκε , πάει
Αυτόν βασιλικό κρεβάτι τον κρατάει σφιχτά
κι η αφέντρα μου στην κάμαρά της λιώνει
Κανένας λόγος
φίλου κανενός
δε γίνεται το φρένιασμά της να γλυκάνει
ΜΗΔΕΙΑ
Αλίμονο , που κεραυνός να' σκιζε το κεφάλι μου στα δυο
Ποιο κέρδος μου είναι πια να ζω ;
Ωχ , ωχ , που να με σώριαζε ο θάνατος
και ν' άφηνα ξοπίσω μου τη μισητή ζωή
ΧΟΡΟΣ
Ακούς ,Δία και γη και φως ,
τι θλιβερό τραγούδι ψάλλει η μαύρη νύφη;
Ποιος έρωτας για το απλησίαστο κρεβάτι,
ω άμοιρη , σε ταξιδεύει πια γοργά στο θάνατο ;
Καθόλου μην προσεύχεσαι γι' αυτό
Κι αν ο άντρας σου τιμά νέο κρεβάτι
μη σκίζει την καρδιά σου τέτοιος πόνος
Το μέρος σου θα πάρει ο Δίας
Μη λιώνεις κλαίγοντας τον άντρα σου
ΜΗΔΕΙΑ
Α Θέμιδα μεγαλοδύναμη , ω σεβαστή μου Άρτεμη,
βλέπετε πόσα πάθη με κεντάνε
κι ας είχα δέσει τον καταραμένο σύζυγο
με όρκους δυνατούς
Που να τον δω κι εκείνον και τη νύφη του
μαζί και τα παλάτια τους να λιώσουν ,
τι πρώτοι τόλμησαν να μ'αδικήσουν
Πατέρα , πόλη μου , που μίσεψα από σας
τον ίδιο μου τον αδελφό σκοτώνοντας , τι φρίκη !
ΤΡΟΦΟΣ
Ακούτε αυτά που λέει , τη Θέμιδα πως κράζει
που ακούει τις προσευχές,
το Δία που λογαριάζεται απ' τους θνητούς
φρουρός των όρκων ;
Κάτι μικρό , δε γίνεται ,
το μένος της κυράς μου να χορτάσει
ΧΟΡΟΣ
Πως ; Πως να γινόταν
να 'ρθει να τη δω
και να δεχτεί τα λόγια που της λέμε
μήπως και μέρωνε μ'αυτό τον τρόπο
την οργή που βάρυνε τα στήθια της ,
τον πόνο του μυαλού της ;
Η θέλησή μου ας μη λείψει από τους φίλους
Μα τώρα μέσα μπες ,φερ' την εδώ ,
έξω απ΄το σπίτι
Είμαστε φίλες πες της , βιάσου ,
προτού αφανίσει αυτούς που μείναν μέσα
Το πένθος της είν' έτοιμο να ξεχυθεί
με δύναμη μεγάλη
ΤΡΟΦΟΣ
Αυτό θα κάμω , να και φοβάμαι
δε θα πείσω την κυρά μου
Τον κόπο αυτό ευχαρίστως θ' αναλάβω
Κι ας ρίχνει βλέμμα μυσαρό στους δούλους
όμοια με γκαστρωμένη λιόντισσα,
αν κάποιος πάει κοντά της
να της πει κουβέντα
Ασύνετους αν πεις και λίγο μυαλωμένους
τους παλιότερους , δεν κάνεις λάθος
Τραγούδια βρήκανε για τις χαρές
για τα συμπόσια και τα δείπνα ,
ακούσματα που ευφραίνουν τη ζωή
κι όμως τις σκούρες λύπες ,
που φέρνουν το θανατικό
και τ' αποτρόπαια βάσανα στα σπίτια ,
κανείς απ' τους θνητούς δε βρήκε τρόπο
με μουσική και με πολύχορδα τραγούδια
να τις παύει
Μα θα' ταν κέρδος οι θνητοί
να θεραπεύουν τις πληγές τους με τραγούδια
Κι όπου τραπέζια πλούσια στήνονται
γιατί υψώνουν δίχως λόγο το παράπονο ;
Μονάχο του το πλέριο το τραπέζι
για τον άνθρωπο είναι βάλσαμο
ΧΟΡΟΣ
Την πολυστέναχτη κραυγή του θρήνου άκουσα
βγάζει στριγκές φωνές απόγνωσης
κακό στεφάνι να' χει καταριέται
του κρεβατιού της τον προδότη
Και μέσα στ' άδικα τα πάθια της
τη Θέμιδα παρακαλά , του Δία το σπλάχνο,
αυτήν που στέκει φύλακας των όρκων ,
και που την έκανε να φτάσει νύχτα
μέσα απ΄τη θάλασσα
στην άλλη όχθη της Ελλάδας,
περνώντας το κανάλι το αρμυρό
του απέραντου πελάγου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου