Γράφει ο Κώστας Τσιαχρής
Σε έναν ειρωνικό διάλογο με ένα ανολοκλήρωτο ποίημα του [«Γιατί σβήνεις αγριεμένο»] ,ο Βάκης Λοιζίδης θίγει με έναν αφοπλιστικό και αβίαστα φυσικό τρόπο ένα θέμα που βασανίζει αλύπητα όλους εκείνους που γράφουν ποίηση και θέλουν να πιστεύουν ότι το έργο τους συνιστά μια πράξη επικοινωνίας . Ειδικά τα τελευταία χρόνια που ο λόγος έχει καταντήσει υποχείριος της εικόνας κι αδυνατεί να πείσει για το βάρος της αυτόνομης ύπαρξής του . Συνομιλώντας λοιπόν με το ποίημα του ο Ποιητής αναρωτιέται με ποιο τρόπο καταξιώνονται σήμερα τα στιχουργήματα , για να καταλήξει υπαινικτικά στο ότι η αναγνώριση περιβάλλει μόνο εκείνους τους στίχους που προορίζονται για μελοποίηση . Υπαινίσσεται δηλαδή ότι το βασικό κλειδί για την επικοινωνία του ποιητή με το αναγνωστικό κοινό είναι η προσαρμογή του λόγου στο «μέλος» .
Από αυτή την άποψη , ο Λοιζίδης εγείρει είτε άθελά του είτε σκόπιμα το μεγάλο ζήτημα των προσδοκιών του σημερινού αναγνώστη από τον ποιητή , και ευρύτερα της πρόσληψης της ποίησης . Η αλήθεια είναι ότι η ποίηση που γράφεται σήμερα έχει απομακρυνθεί σε μεγάλο βαθμό από αυτό που θα αποκαλούσαμε «μουσικότητα» . Οι ποιητές , προσηλωμένοι στο δόγμα του μοντερνισμού , που ορίζει ως συστατικά της επιτυχημένης γραφής το γριφώδες ύφος , την αφαίρεση , την ανατροπή των συντακτικών κανόνων και την υιοθέτηση του πεζολογικού τόνου , έχουν κατά κάποιο τρόπο συνεργήσει στην παραγωγή μιας ποίησης άνευρης , σχεδόν ανίκανης να συνομιλήσει με τις φωνές , με τις λέξεις , με τα σώματα και τις μουσικές των απλών ανθρώπων . Στις λίγες περιπτώσεις που αυτό γίνεται κατορθωτό , είναι γιατί οι ποιητές αντιλαμβάνονται το αδιέξοδο των παραπάνω επιλογών και αγωνίζονται να επανασυνδέσουν την ποίηση με την απλότητα και με τη μουσική .
Ο Βάκης Λοιζίδης ανήκει ασφαλώς στην τελευταία κατηγορία . Φιλολογικά ωστόσο εντάσσεται στη μεγάλη ομάδα των ποιητών που κατάγονται από την Κύπρο και θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως η «Γενιά μετά την εισβολή» . Πρόκειται για τη γενιά των ποιητών που αρχίζουν να δημιουργούν κυρίως μετά τη δεκαετία του 90 ,όταν πια τα τραύματα της τουρκικής εισβολής έχουν αρχίσει να απαλύνονται και η ποιητική θεματική αναζητά νέα πεδία έμπνευσης , μακριά από το εθνικο-πατριωτικό στοιχείο . Η πρώτη του συλλογή «Ποίηση και κολάζ» κυκλοφόρησε το 1995 και ακολούθησαν άλλες έξι , με τελευταία το «Ο άγγελος και ο γλύπτης» του 2011. Ας προσπαθήσουμε να διαγράψουμε τα γενικά χαρακτηριστικά της ποίησής του :
- Ο λόγος του είναι καθαρός , ισορροπημένος ανάμεσα στη συγκίνηση και στο νόημα , άμεσος και χωρίς περιττά μαλάματα . Ο ποιητής κοιτάζει την Ποίηση κατάματα και σημαδεύει σ’ αυτό που μπορεί ακόμη να πει κάτι ουσιώδες . Ο λόγος του , σε μια εποχή που το γυμνό έχει χάσει ίσως οριστικά τη δύναμη του αιφνιδιασμού , έχει τη θράσος ν’ απογυμνώνει τα πράγματα και να εκπλήσσει
- Τα ποιήματα είναι ολιγόστιχα , με το λόγο συμπυκνωμένο στο βαθμό που πρέπει ,έτσι ώστε η αφαίρεση να μη λειτουργεί σε βάρος της ουσίας , να μη θολώνει παρά να φωτίζει την ανάγνωση . Έτσι , τίποτε δε φαίνεται περιττό , πρόσθετο , διακοσμητικό , αλλά και τίποτε λειψό , γριφώδες , σκοτεινό . Είναι τέτοια η διαύγεια της έκφρασης που εξαναγκάζει την αφαίρεση να τηρεί τις ισορροπίες , να προσδίδει χρώμα και χάρη στο ποιητικό συμβάν και να μην απομένει φόρμα που απλώς μεταφέρει ασύνδετες εμπειρίες
- Ο στίχος του άμεσος και δραστικός , βρίσκει τη γεωμετρία του με κόπο , μ’ ένα προσεκτικό ξεδιάλεγμα της λέξης εκείνης που θα προσθέσει στο σύνολο το ποιητικό ύψος . Από αυτή την άποψη , δεν είναι τυχαίο ότι ο ποιητής λειτουργεί με την τεχνική του γλύπτη ,καλλιτεχνική ιδιότητα την οποία πράγματι ο Λοιζίδης διαθέτει : φαίνεται να σκαλίζει προσεκτικά το ακατέργαστο ποιητικό υλικό του , διαμορφώνοντας αργά και μεθοδικά μικρά αλλά κομψά αγάλματα έκφρασης .
- Η συχνή χρήση ερωτημάτων μαρτυρεί ένα ρευστό εσωτερικό κόσμο , όπου οι σκέψεις ανακατατάσσονται και δεδομένα γρήγορα μετατρέπονται σε ζητούμενα . Υπάρχει ένα διαρκές κυνήγι απαντήσεων , μια συνεχόμενη ορμή για αμφιβολία . Κι απ’ αυτή την οπτική , θα έλεγα , τα ερωτήματα απέχουν πολύ από τον τυπικό χαρακτηρισμό τους ως ρητορικών ή ως ασυναίσθητων ασκήσεων ύφους , Είναι περισσότερο τα σημάδια , οι εκχυμώσεις μιας βασανισμένης σκέψης , τις οποίες ο ποιητής εκθέτει χωρίς δισταγμό στο φως .
- Ο ποιητής επίσης αξιοποιεί εκφραστικά την επανάληψη δομικών στοιχείων : λέξεων , φράσεων , συντακτικών σχημάτων . Η επίμονη επαναφορά των παραπάνω στοιχείων αποκαλύπτει ένα είδος αναμέτρησης του ποιητή με τον εαυτό του , με την ποιητική του πλευρά , με την ποίηση , με το ποίημα , στο τέλος με τη λέξη .
Εκτός από τα χαρακτηριστικά που προαναφέρθηκαν , εμφανή είναι στην ποίηση του Λοιζίδη και κάποια σταθερά θεματικά μοτίβα :
- Η στάση προς την ποίηση και την τέχνη [το μοτίβο της απλότητας στην έκφραση ] : Επισημαίνει την τραγική αυταπάτη της δύναμης του ποιητή να κατευθύνει τις λέξεις , να τις στοιχίζει με τρόπο ναρκισσιστικά φιλόδοξο [ Ξέρεις τι’ ναι /να σ’ εγκαταλείπουν οι λέξεις / να μένεις μόνο / με τη μυρωδιά των ανθρώπων / που τις κατοίκησαν / να μένεις μόνο με την εμμονή / της πρωτοτυπίας /Ξέρεις τι σημαίνει / να σε προδώσει το ποίημα ;] Ειρωνεύεται την τάση πολλών ποιητών να χρησιμοποιούν αρχαίες φράσεις ως προμετωπίδες στα ποιήματά τους [Στο πέτο κάθε ποιήματος / βρίσκεις κι ένα αρχαίο μότο / θέλεις υποσημείωση να ξεναγηθείς / θάλασσα για ν’ απαλλαγείς / απ’ το αρχαιόπρεπο ύφος]. Διαπιστώνει με πικρία την αδιαφορία των σημερινών ανθρώπων για το ποιητικό συμβάν , ενώ σε άλλες εποχές η ποίηση αναστάτωνε τις εσωτερικές λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού [ Κάποιος ομολόγησε / πως οι ποιητές του προκαλούν δυσπεψία /Του βασανίζουν το σώμα / τα όργανα της πέψης /Ήθελε να πει τα έγκατα της ψυχής / Επρόκειτο γι άνθρωπο άλλης εποχής / Τέτοια κωλύματα –τέτοιες αντιστάσεις / δεν έχουν οι σύγχρονοι οργανισμοί ] .Αγωνιά για την τύχη της ποιητικής του παραγωγής , για τον τρόπο γνωστοποίησής της στο αναγνωστικό κοινό [Σήμερα που τα ποιήματα / κυκλοφορούνε συστημένα / πρέπει να βρω κι εγώ προξενητή / κι ας τον καλοπληρώσω /Αλλιώς θα πρέπει ν’ αρκεστώ / σε δύο ή τρεις ομότεχνούς μου]. Θλίβεται για τον αναγνώστη που αδυνατεί να φτάσει στη λέξη ,γιατί του έχουν ήδη καθορίσει το νόημά της [Σε κόσμο που μνημονεύει προτάσεις / και μέχρι να φθάσει στη λέξη / του έχουν αλφαδιάσει το νόημα]. Περιφέρει επίμονα την έκκλησή του προς τους δημιουργούς για απλότητα στην έκφραση [ το «Σεφερικό» μοτίβο της έκκλησης για απλότητα στην έκφραση ] σε τρία τουλάχιστον ποιήματα [Από το πλούσιο λεξιλόγιο /μην καθηλωθείς / Προτίμησε λόγια προσιτά/ κι ας πουν πως γράφτηκαν στο πόδι /Η πέραν του δέοντος επεξεργασία / φέρνει θάνατο ] - [Κολάσαμε την τέχνη μας / με τόσους λεκτικούς θανάτους /κι υπέρβαρη κυκλοφορεί / σχεδόν λιπόθυμη / επιζητεί την απερήμωσή της ] – [Μα τι έπαθε ο ποιητής / και ομιλεί ως τεχνοκρίτης ; /Μα τι έπαθαν και δεν μπορούν / να μιλήσουν αυθόρμητα ;/ Τουλάχιστον αυτούς που συναναστράφηκες / δεν τους έμαθες να μιλούν απλά; ] Η τέχνη τέλος είναι κατά τον ποιητή μια πράξη πάθους , ένα προϊόν της έκρηξης των αισθήσεων [Μα τι θα πει τέχνη; Χειρονομία εν βρασμώ ψυχής]
- Η εμμονή της μνήμης [η αναζήτηση της καταγωγής , η αποκατάσταση της σχέσης με το παρελθόν ] . Προβληματίζεται πάνω στο ενδεχόμενο της διαγραφής της ιστορικής μνήμης , με το σκεπτικό μιας δυναμικής αντιμετώπισης της πραγματικότητας , με το όραμα της καταξίωσης των ηρώων στο παρόν τους , και αμφιβάλλει [Erase History /Γιατί; Τους ήρωες / είναι καλύτερα να μην τους διδασκόμαστε / να μη μας τους επιβάλλουν / μεταγενέστερες ιστορικές στιγμές / είναι καλύτερα να μπαίνουν / απ’ τα σοκάκια στη ζωή μας / με τις δικές τους συμπεριφορές ]. Χρησιμοποιώντας το μοτίβο των τριών , από τα οποία το τρίτο πάντα μεταφέρει την κρίσιμη στιγμή του ποιήματος , ταυτίζει τη μνήμη , τη σύγχρονη μνήμη με το κενό [Τρία παιδιά ζωγράφισαν τη μνήμη/ Το πρώτο την όρθωσε σα γίγαντα / Κάτι γνώριζε για τις δυνατότητές της / Το δεύτερο την είχε κάνει φάντασμα / Κι αυτό γνώριζε μια πτυχή της / Το τρίτο μου’ δωσε κόλλα λευκή / Αυτό γνώριζε τα περισσότερα ]. Δηλώνοντας τη διαφοροποίησή του από τους πολλούς ,ανάγει τη μνήμη σε καθοριστικό παράγοντα διεύρυνσης του οπτικού πεδίου του ανθρώπου [Κρεμώ τις μνήμες μου στους τοίχους / Έτσι έμαθα να ψηλώνω τα ταβάνια] . Σε άλλα ποιήματα , γίνεται έκκληση για αφύπνιση του συναισθήματος της καταγωγής , ακόμη κι αν ο κώδικας για την πρόσληψή της είναι ακατάληπτος [Κυπρομινωικά συλλάβισε την καταγωγή / κι ας εκληφθεί / ως άναρθρη κραυγή / βοώντος εν τη ερήμω ] , ή σχολιάζεται ο τρόπος με τον οποίο η γλώσσα διαστρέφει πολλές φορές την ιστορική μνήμη , ακρωτηριάζοντας τα ονόματα των προσώπων [Με κάτι τέτοιες περικοπές / στρεβλώνουν τη συλλογική μνήμη ].
- Η αντιπαράθεση φθαρτού -υπερβατικού [ασυνείδητου –συνειδητού ] . Συχνά στην ποίηση του Λοιζίδη υπάρχει μια κίνηση από κάτι κρυφό , μισοφωτισμένο , βαθιά αποθηκευμένο , προς την αποκάλυψη , το ξεσκέπασμα . Στο ποίημα «Στο πρώτο διάζωμα» διαφαίνεται ότι ακόμη κι αν οι υποσυνείδητες εμπειρίες καταχωνιάζονται κάτω από καινούργια βιώματα , τελικά βρίσκουν τον τρόπο να φανερωθούν μέσα στην ποίηση και να καταλάβουν μάλιστα περίοπτη θέση [Είναι αντικείμενα /που ακόμα κι αν τα αποποιηθείς / ή τα κρύψεις στο πατάρι / φανερώνονται στο ποίημα /Το μισοκαμένο εικονοστάσι / τα οξειδωμένα ψαλίδια , / τα μισοτελειωμένα εργόχειρα /κι οι βεντούζες στο τσίγκινο κουτί /έχουν θέση στο πρώτο διάζωμα]. Αλλού πάλι γίνεται μια παράκληση στα σκοτεινά σημεία της ύπαρξης να επιτρέψουν στο ποιητικό εγώ να γευτεί το φως [Θέλω το νούφαρο στη θέση της καρδιάς / Με ακούς πυκνωμένο σκοτάδι της ύπαρξης ; Θέλω ν’ ανθίσω] . Η συνομιλία ωστόσο μεταξύ φθαρτού και υπερβατικού αποτυπώνεται ολοκληρωμένα , σε όλες τις διαστάσεις της , στη συλλογή «Ο άγγελος και ο γλύπτης» . Εκεί ο ποιητής επιλέγει να αποκαθηλώσει την αγγελική υπόσταση . Επιλέγει μεταξύ πέτρας και θείου την πέτρα , μεταξύ πτώσης και πτήσης την πτώση [Ο άγγελος τελείωνε / εκεί που θα’ πρεπε /να ξεκινά το πρόσωπό του / Το φωτοστέφανο /ήταν πεσμένο μπροστά / στα πόδια του ] .Το μοτίβο της αγγελικής προσήλωσης στο ιδανικό καταρρίπτεται και οι ανθρώπινες αναλογίες με τις οποίες εκφράζεται το υπερβατό , επιτρέπουν πια την προσχώρησή του στα εδάφη του γήινου , του ατελούς [Τον αποκαλείς λαϊκότροπο / σαν αυτούς στην αψίδα /με τις αναλογίες /να μην υπακούουν / στην εικόνα των αγγέλων].Υπάρχει μάλιστα μέσα στους αγγέλους ένα νοσηρό κομμάτι που δεν επιτρέπει στη φύση τους να περάσει ολοκληρωτικά στην περιοχή του άυλου [ Ένα τέταρτο καταστροφή / και τρία τέταρτα θρίαμβος / η ζωή των αγγέλων ]. Αλλά την ίδια ώρα που μεθοδεύεται η αποδόμηση της υπεργήινης σύστασής του αγγελικού , γίνεται έκκληση για την τήρηση ενός μέτρου ως προς την έκταση της ανατροπής ,έτσι ώστε να μη χαθεί εντελώς η παραμικρή υποψία ότι η απόσταση μεταξύ αγγέλου και ανθρώπου παραμένει [Μην βάζεις στη δύσκολη θέση / του ξεναγού τον άγγελο/ Ακατάληπτα μένουν τα στοιχειώδη / που τον λαμπρύνουν].
- Το παρόν της Κύπρου . Ο Λοιζίδης συχνά παρατηρεί πτυχές της ζωής της σύγχρονης Κύπρου με ειρωνική διάθεση , με ένα είδος πικρίας για τη μετάλλαξη της αυθεντικότητας των ανθρώπων , του τοπίου και της παράδοσης του νησιού [Ναρκοθέτες και χορευτές συνάμα / κουβαλούμε την υπεροψία τριών ηπείρων / ως ανέτοιμοι ξενιστές πεταλούδων] – [Φοβάμαι πως εμείς / που αντί στη Χώρα πάμε στη Λευκωσία / και την πόλη λιμάνι /ντρεπόμαστε να πούμε Σκάλα / πήραμε άλλο δρόμο / από αυτόν που παίρνουν οι νησιώτες] . Την ίδια ώρα , στο ποίημα «Διαίρεση» , μία αριθμητική πράξη μεταφέρεται σαν οδυνηρό βίωμα από γενιά σε γενιά , για να ταυτιστεί με το πολιτικό δράμα που εξακολουθεί να βιώνει το νησί , για να συνδεθούν με τραγικό τρόπο μέσα στην έκταση 9 στίχων το παρελθόν , το παρόν και το μέλλον [Για τη διαίρεση / από μικρός κουβαλώ το φόβο/ Όταν την έμαθα στη Δευτέρα τάξη / τον τόπο μου διαίρεσαν / σε δύο πράξεις / Τώρα που τη μαθαίνω / στο δικό μου το παιδί / φοβάμαι / το πηλίκο θα επικυρωθεί ]
- Η σύγχρονη πραγματικότητα και η πρόσκληση για αυθεντική βίωση της ζωής . Ο ποιητής ,όπως θα αναμενόταν , στέκεται με σκεπτικισμό απέναντι σε οτιδήποτε αποδυναμώνει την ένταση και την αυθεντικότητα της ζωής ως φυσικού δώρου . Στο ποίημα «Για να μην αποθάνουμε πριν πεθάνουμε» ζητά την απελευθέρωση της έκφρασης και την επιβεβαίωση της ζωής , έτσι ώστε ο θάνατος να πάψει να υφίσταται ως απειλή και να έρθει ως φυσικό επακόλουθο μιας γνήσια βιωμένης πορείας . Απέναντι στο ξεθώριασμα της έντασης και της ποιότητας των συναισθημάτων εξαιτίας της εισβολής της τεχνολογίας , προτείνει την επιστροφή στο απρόβλεπτο των εκφράσεων του ανθρώπινου σώματος [Μα πώς να θυμώσεις / μέσω υπολογιστή / Ο θυμός / δεν προϋποθέτει / μικροτσίπ / Θέλει χειρονομίες /πρόσωπα αντικριστά ] . Προσπαθώντας τέλος στο ποίημα «Περί της δοτικής πτώσης» να δώσει μία υπαρξιακή εξήγηση στην κατάργηση της δοτικής πτώσης , περιγράφει με παραστατικό τρόπο το υπαρξιακό αδιέξοδο του σημερινού Ελληνισμού .
Κλείνοντας αυτή τη μικρή συνομιλία και επιστρέφοντας στον προβληματισμό που ο ίδιος ο ποιητής θέτει εξαρχής , η ποίηση του Βάκη Λοιζίδη δημιουργεί μουσική με τον τρόπο της . Μπορεί να της λείπουν τα στοιχεία εκείνα που θα της προσέδιδαν άμεσα μουσικότητα ,όπως η ομοιοκαταληξία , η ισοσυλλαβία των στίχων , το σταθερό μέτρο ή η ύπαρξη στροφής –επωδού , ωστόσο η ανάγνωσή της , με τις εικόνες της , με λοξοκοιτάγματά της στο χώρο του υπερβατικού , με την επαναφορά λέξεων και φράσεων , με τα επίμονα ερωτήματά της ,με τον ευλύγιστο στίχο της , γεννάει στο τέλος το τραγούδι στ’ αυτιά μας ....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου