[δεῦτέ μοι νᾶ]σον Πέλοπος λίποντε[ς
[παῖδες ἴφθ]ι̣μοι Δ[ίος] ἠδὲ Λήδας,
εὐνόω]ι θύ[μ]ωι προ[φά]νητε,
Κάστορ καὶ Πολύδε[υ]κες,
οἲ κὰτ εὔρηαν χ[θόνα] καὶ θάλασσαν
παῖσαν ἔρχεσθ᾽ ὠ[κυπό]δων ἐπ᾽ ἴππων,
ῤήα δ᾽ ἀνθρώποι[ς] θα[ν]άτω ῤύεσθε
ζακρυόεντος
εὐσ̣δ[ύγ]ων θρώισκοντ[ες ἐπ’] ἄκρα νάων
π]ήλοθεν λάμπροι πρό[τον’ ὀν]τρ̣[έχο]ντες,
ἀργαλέαι δ᾽ ἐν νύκτι φ[άος φέ]ροντες
νᾶϊ μ[ε]λαίναι.
Αφήστε το νησί του Πέλοπα
κι ελάτε εδώ
βλαστάρια δυνατά
του Δία και της Λήδας
Με τρυφερή καρδιά
φανερωθείτε μου
Κάστορα Πολυδεύκη
Εσείς που τα γοργόποδα
τ' άλογα καβαλάτε
σ' ολάκερη τη θάλασσα
και την πλατιά τη γη
να φέρετε το γιατρικό
από τον παγερό τον θάνατο
στους άμοιρους ανθρώπους
Και στην κορφή των καλοζύγιαστων
των καραβιών πηδάτε
αστράφτοντας από μακριά
καθώς στα καραβόσχοινα
ψηλά αναρριχιέστε
και χύνετε στο μελανό καράβι
φως
μέσα στην τρομερή νυχτιά
Κώστας Τσιαχρής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου