Η κριτική δημοσιεύθηκε αρχικά στο www.poiein. gr στις 10/9/2015
Το χρυσό αιγυπτιακό παιδί που κοσμεί το εξώφυλλο της τέταρτης συλλογής ποιημάτων της Γρηγορίας Πούλιου , προβεβλημένο μέσα στο ολόμαυρο πλαίσιο , δίνει από την αρχή , από τον εξωκειμενικό κόσμο , τη δυνατή εντύπωση της ακινησίας . Ακινησία την οποία μαρτυρεί και ο τίτλος της συλλογής , στον οποίο τα δύο κυρίαρχα ουσιαστικά , η Καρδιά και ο Κόσμος καταλήγουν οριζόντια και χιαστί στο επίθετο « νεκρός» . Η ακινησία αυτή , ωστόσο , με την ανάγνωση των ποιημάτων , περιορίζεται στη συναισθηματική κατάσταση της ποιητικής φωνής , η οποία βιώνει μονίμως το συναίσθημα της απώλειας της αγαπημένης μορφής .Έτσι , το εσωτερικό τοπίο των ποιημάτων προβάλλει στο παρόν απονεκρωμένο , γυμνό από το πάθος , και η όποια κίνηση απωθείται στο παρελθόν και στη μνήμη του ποιητικού υποκειμένου . Κάτω από το πρίσμα αυτό , το αγαπημένο πρόσωπο παρουσιάζεται ως σκιά , χωμένο στο ημίφως , ταυτισμένο με τη στέρηση , ιδεώδες , εγκλωβισμένο στο χώρο της δυνατότητας ή της βιωμένης ενέργειας , παρά ως ζώσα κατάσταση , ως δρών και πάσχον υποκείμενο.
Ο χρόνος που επιλέγεται είναι συνήθως η νύχτα , η οποία είναι οδυνηρή [έχει το πρόσωπο ενός καμικάζι] , ύπουλη , έρπει γύρω από την ποιητική φωνή , την οδηγεί στην ασφυξία , στη λαχτάρα της απελευθέρωσης . Οι σκιές της κουβαλούν παρελθόντες εραστές , τα χρώματά της συμπορεύονται με τις εσωτερικές διαθέσεις , και ενώ εδώ τα πάντα σχεδιάζονται και λειτουργούν μέσα στο πλαίσιο ενός ποιητικού ρεαλισμού , υπάρχουν αχνές συμβολιστικές πινελιές ,που συμβάλλουν στη δημιουργία ατμοσφαιρικών σκηνικών μέσα στα οποία οι στίχοι αποκαλύπτουν την αλήθεια τους . Υπάρχει έπειτα διάχυτο σε πολλά σημεία το στοιχείο της εσωστρέφειας , το οποίο εκδηλώνεται είτε ως μία κίνηση επιστροφής σε κεκτημένες συγκινήσεις είτε με το μορφικό σχήμα του μονολόγου είτε με μία διάθεση συναισθηματικού απολογισμού για το ποιόν και την ένταση των ερωτικών παθών που προηγήθηκαν είτε ως κατάσταση εγκλωβισμού .
Όταν μάλιστα ο λόγος περιστρέφεται γύρω από τον έρωτα , η πορεία , όχι ακριβώς γραμμική , που ακολουθεί η ποιήτρια βασίζεται στο τρίπτυχο : Αναπόληση του πάθους => ανάπλασή του μέσω της κατασκευής ενός ειδώλου , με στόχο την αναζήτηση ενός γιατρικού => απονέκρωση των αισθημάτων . Στο πρώτο σκέλος του τρίπτυχου ανήκουν τα ποιήματα «Εκείνο το απόγευμα» , στο οποίο η συνειρμική μεταφορά στον οργασμό ολοκληρώνει την παραστατική λεηλασία του σώματος από το ποθητό πρόσωπο [Φούσκωναν οι φλέβες /Έτριζαν τα δόντια / Κτυπούσαν σα ταμπούρλα τα μελίγγια / Κι έσταξε η χαλασμένη βρύση στην κουζίνα / πλημμυρίζοντας νερά] , «Σχέση πάθους» ,όπου η παράνομη σχέση παραλληλίζεται με το πρωτόπλαστο θαύμα της συνένωσης και τον προπατορικό πειρασμό [Σμίγαμε συχνά τα βράδια / κρυφά σαν δυο εξόριστοι πρωτόπλαστοι /πίνοντας , δίχως ενοχές / δυνατό χυμό / από τον απαγορευμένο καρπό ], «Χωρίσαμε ένα βράδυ που’ βρεχε» , όπου το βαρύ εξωτερικό τοπίο - με τα σύννεφα , τους κεραυνούς και τη μπόρα - λειτουργεί ως ανεστραμμένη απεικόνιση της εξωτερικής καταιγίδας [ Σαν καντηλέρια βαριά , τα σύννεφα / κρέμονται πάνω από το κεφάλι μου /Αποπνιχτική βραδιά / Κεραυνοί ηλεκτρίζουν το μυαλό μου].
Μέρος της θεραπείας από το βάρος της ερωτικής ανάμνησης είναι η πρόσκληση της αγαπημένης μορφής εν είδει φαντάσματος , ειδώλου [Τη νύχτα θα την περάσουμε μαζί / μα όταν το πρώτο φως της ημέρας / σαν κλέφτης από τις γρίλιες μπει / αυτός , σωρός νεφελώδης ,πλάι μου / ευθύς θα διαλυθεί ] , [ Αγκαλιά με τα φαντάσματά μου πορεύομαι / χωρίς να ξέρω για που / ούτε ποια είναι η αιτία - ] , [Με κόκκινα μάτια και θολά όνειρα ανοίγω την πόρτα / Μπαίνει πρώτα η θύμησή σου κι ύστερα η αυγή ]. Κάποτε , η φαντασίωση διευρύνεται , ανυψώνεται στο επίπεδο ενός διαχρονικού ερωτικού συμβολισμού ,όπως ακριβώς συμβαίνει στο ποίημα «Ενύπνιο» .[Ποια είναι αυτή η φασματική μορφή /που σαν αστέρι στο σκότος λαμπυρίζει /και ο αέρας υάκινθο μυρίζει ; Το ταβάνι τρεμουλιαστά ψιθυρίζει /Ο καθρέφτης χαρούμενα ψιθυρίζει /Το σπίτι με κατάνυξη πλημμυρίζει / Εγώ ψιθυρίζω εκστατικά / Είναι της δεκάτης Μούσας ! / Είναι της Λεσβίας ! / Είναι της Σαπφούς το φάντασμα] . Η θεραπεία βέβαια που προσφέρουν τα είδωλα , είναι πρόσκαιρη , μετριάζει περισσότερο παρά εξαλείφει τον πόνο . Έτσι , ακόμη κι εκείνο το διανυκτερεύον φαρμακείο στο ποίημα «Ξάγρυπνη» μπορεί να λειτουργεί ουσιαστικά ως καταφύγιο των τραυματισμένων ψυχών , αλλά στο τέλος το επίρρημα «κάπως» , προσεκτικά τοποθετημένο , επιβεβαιώνει την αδυναμία της ίασης . [Ρίχνω μια ματιά στα περίλυπα , σκυφτά κορμιά / που περιμένουν ανυπόμονα στη σειρά για να πάρουν λίγη / δόση αδυναμίας /Είμαι κι εγώ ένα από αυτά / Ο νυσταγμένος φαρμακοποιός δύσπιστα με κοιτά / Δίνω τα χρήματα , παίρνω το γιατρικό / και με κάπως αναπτερωμένο το ηθικό / καληνυχτώ] . Με τον ίδιο τρόπο , και οι παπαρούνες του ποιήματος «Παπαρούνες στην εξοχή» , με την αισθητική τους δύναμη , γιατρεύουν προσωρινά τις συναισθηματικές αιμορραγίες [ Απλώνω τα χέρια μου στη δροσερή πυρκαγιά σας / Τρίβω το πρόσωπό μου στη μεταξένια σας αγκαλιά / Βυθίζομαι στα σκοτάδια σας , εκστατικά / και η κρυφή πληγή μου / δεν αιμορραγεί ,πια].
Το τρίπτυχο ολοκληρώνεται με την απονέκρωση των αισθημάτων , η οποία οδηγεί το ποιητικό υποκείμενο σε μία διάθεση παραίτησης τόσο από την επιθυμία όσο και από το βίωμα . Η απονέκρωση σχηματοποιείται με το θρυμμάτισμα των ονείρων μετά τη φυγή του αγαπημένου προσώπου [κι όλα τα όνειρα ,/οι αλυσίδες που μας έδεναν με το φεγγάρι / σκούριασαν κι έσπασαν σε χίλια / καθρεφτένια κομμάτια και σκόρπισαν /πάνω στην υγρή άσφαλτο / μες στη φεγγαρίσια νύχτα] , με τη σκηνοθεσία μιας ιδιότυπης νεκρής φύσης μέσα στην οποία αποχρωματίζεται οριστικά μια δυνατή ερωτική σχέση [ένα παλιό γραμμόφωνο / κι ένα παλιομοδίτικο ποδήλατο ,που του ‘λειπε / μια ρόδα/ Αυτό είναι το φόντο / του τέλους ενός παθιασμένου / έρωτα] ή με τη μορφή του επιγράμματος , όπου γίνεται ένα είδος επιτύμβιας αναφοράς σε έναν έρωτα έτοιμο πια να νεκρωθεί [Η αγάπη μας , αθόρυβα σαν φίδι / απ’ τις καρδιές μας ξεγλιστράει / Οι μέρες μας θολώνουν / οι άγρυπνες νύχτες μακραίνουν /Κι οι ζωές μας , δυο πλοία / σε αντίθετους προορισμούς αποπλέουν]. Ως επιστέγασμα σε όλα αυτά , και συνάμα ως ειρωνεία , το θαύμα του έρωτα γίνεται αντιληπτό από το ποιητικό υποκείμενο τη στιγμή που ο περικείμενος χώρος μοιάζει να το αμφισβητεί [«Η αγάπη έρχεται και σε βρίσκει / μόνο μια φορά , μες στο γαλάζιο σου / κοχύλι της μοναξιάς» /είπα / στα ηλιοτρόπια που χαμογέλαγαν στον ήλιο / Μα μια λαμπερή πεταλούδα / προσγειώθηκε στον ώμο μου / για να με χλευάσει / κι ένα περαστικό πουλί / ήρθε κοντά μου , με δυνατό κρωγμό / καθώς κόκκινα συννεφάκια / σχημάτιζαν μύριες καρδιές στον ουρανό»] .
Άλλα ποιήματα [Και όμως , Η κηλίς , Ξάγρυπνη , Αγοραία βράδια ]έχουν το χαρακτήρα μιας περιήγησης , ενός περίπατου ,όπου το ποιητικό υποκείμενο αναλαμβάνει το ρόλο του παρατηρητή . Μέσα σ’ αυτές τις «περιηγήσεις» είτε δίνεται το περίγραμμα της άγριας πλευράς της πόλης , ενός αστικού τοπίου καμωμένου από «σπέρμα , αίμα και ξερατό» [Δρόμοι της Αθήνας / της Σοφοκλέους , κάτω από το Δημαρχείο /γύρω από την Ομόνοια , στη Συγγρού , στην πλατεία /Κουμουνδούρου , στη Βικτωρίας/ Στις μισοσκότεινες γωνίες , στις προθήκες καταστημάτων / Στα πεζοδρόμια -κρεβάτια των αστέγων / Στους διαδρόμους εκστατικών απογειώσεων/ Κορμιά μπρούμυτα πεσμένα αγκαλιάζουν/ ανεκπλήρωτα όνειρα ] , είτε σε αντίστιξη με αυτό αποκαλύπτεται ένας αναπάντεχος λυρικός ενθουσιασμός , ο οποίος αναβρύζει από την επαφή του ποιητικού υποκειμένου με απλά στοιχεία της φύσης ,όπως ένα καναρίνι , οι παπαρούνες ή τα δέντρα . Συχνά μάλιστα στη δεύτερη περίπτωση , η ανοικειωτική αναπαράσταση της πραγματικότητας μετατρέπεται σε ένα πικρό σχόλιο για την αλαζονεία του σημερινού ανθρώπου και τον παραλογισμό της ζωής χωρίς ζωή . Για παράδειγμα , στο ποίημα «Και όμως» η περιπαθής περιδιάβαση σε ένα αρκαδικό τοπίο εξελίσσεται απρόσμενα σε μία καταγγελία με οικολογικές αποχρώσεις . Στο τέλος του ποιήματος απομένει το καλλιτεχνικό δημιούργημα [μία τεράστια τοιχογραφία] να υπενθυμίζει την αλλοτινή γιορτή της ζωής [Εκεί θα ξαπλώσω ,κάτω από τις βελανιδιές / τα πεύκα , τα έλατα , τις καστανιές και τις ιτιές / Να βλέπω την πομπή των παρθένων να περνά / και να κάνω προφητείες / σπάζοντας τα κρύσταλλα του χρόνου/ Και θα ξεχνώ πως δάσος δεν υπάρχει πια / Πως οι βάρβαροι κάψανε τη γη μας / κι ούτε ένα πουλί τον αέρα σχίζει /ούτε μια γάργαρη πηγή / μόνο στάχτη πάνω στη στάχτη / κι ερημιά και ασφυξία / και αυτό που τώρα βλέπω με λατρεία / είναι μόνο ενός δάσους / μια τεράστια τοιχογραφία ] .
Όσον αφορά δε τον τρόπο γραφής της ποιήτριας , παρά την απλότητα της ανάπτυξης και της διατύπωσης των στίχων , υπάρχουν στιγμές υπερδιέγερσης της συγκινησιακής λειτουργίας της γλώσσας . Στη διάρκεια αυτών των στιγμών πλάθεται ένα ηλεκτρισμένο συγκείμενο , μέσα στο οποίο κάθε λέξη ,όσο απλή και ταλαιπωρημένη κι αν είναι , απορροφά τη δύναμη του ηλεκτρισμού , απελευθερώνει τα ανιόντα και τα κατιόντα της , έλκεται και συγκρούεται με τις συγκείμενες λέξεις , κι όλες μαζί επιτίθενται στο θυμικό του αναγνώστη . Αυτή η επίθεση , ωστόσο , δεν έχει τίποτε το ασύντακτο . Όλα είναι μετρημένα , σα να διευθύνονται από ένα αόρατο παράγγελμα .
Συνοψίζοντας , η ποίηση της Γρηγορίας Πούλιου στην τέταρτη ποιητική συλλογή της ,είναι η ποίηση της ανάσας , της ομορφιάς , της επιθυμίας , της νύχτας , των ερωτικών ινδαλμάτων , του ημίφωτος , των αμυδρών υπάρξεων , της απουσίας . Μια ποίηση που εξομολογείται τα βιώματά της γυμνά και που κυλάει σα ρίγος στη σπονδυλική στήλη όσων μπορούν να ταυτιστούν με τον απλό μεν , αποκαλυπτικό δε λόγο της ποιήτριας . Κι όπως πολύ όμορφα λέει η ίδια σε ένα στίχο του ακροτελεύτιου ποιήματος της συλλογής «Surreal» , «Μες στον κόκκο της άμμου κρύβεται το σύμπαν» …
Κώστας Τσιαχρής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου