Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Ίβυκος , Οἳ κ]αί Δαρδανίδα Πριάμοιο :απόδοση Κώστας Τσιαχρής

  Οἳ κ]αί Δαρδανίδα Πριάμοιο μέγ’ ἂστυ περικλεές ὂλβιον ήνάρον Ἂργοθεν όρνύμενοι Ζη]νὸς μεγάλοιο βουλαῖς   ξα]νθᾶς Ἑλένας περὶ εἴδ...

Σάββατο 30 Αυγούστου 2025

Ίβυκος , Οἳ κ]αί Δαρδανίδα Πριάμοιο :απόδοση Κώστας Τσιαχρής

 



Οἳ κ]αί Δαρδανίδα Πριάμοιο μέγ’

ἂστυ περικλεές ὂλβιον

ήνάρον Ἂργοθεν όρνύμενοι

Ζη]νὸς μεγάλοιο βουλαῖς

 

ξα]νθᾶς Ἑλένας περὶ εἴδει

δῆ]ριν πολύυμνον ἔχ[ο]ντες

πό]λεμον κατὰ δακρ[υό]εντα,

Πέρ]γαμον δ᾽ ἀνέ[β]α ταλαπείριο[ν ἄ]τα

χρυ]σοέθειραν δ[ι]ὰ Κύπριδα.

 

νῦ]ν δέ μοι οὔτε ξειναπάταν Π[άρι]ν

ἔστ’] ἐπιθύμιον οὔτε τανί[σφ]υρ[ον

ὑμ]νῆν Κασσάνδραν

Πρι]άμοιό τε παίδας ἄλλου[ς

 

Τρο]ίας θ᾽ ὑψιπύλοιο ἁλώσι[μο]ν

ἆμ]αρ ἀνώνυμον· οὐδ’ ἐπ̣[ανέρχομαι

ἡρ]ώων ἀρετὰν

17ὑπ]εράφανον οὕς τε κοίλα[ι

 

νᾶες] πολυγόμφοι ἐλεύσα[ν

Τροί]αι κακόν, ἥρωας ἐσ̣θ̣[λούς·

τῶν] μὲν κρείων Ἀγαμέ[μνων

ἆ]ρχε Πλεισθ[ενί]δας βασιλ[εὺ]ς ἀγὸς ἀνδρῶν

Ἀτρέος ἐσ[θλοῦ] πάις ἐκ π̣[ατρό]ς·

 

καὶ τὰ μὲ[ν ἂν] Μοίσαι σεσοφ[ισμ]έναι

εὖ Ἑλικωνίδ[ες] ἐμβαίεν λόγ̣[ωι·

θνατὸς δ᾽ οὔ κ[ε]ν ἀνὴρ

διερὸ[ς] τὰ ἕκαστα εἴποι

 

ναῶν ὅ[σσος ἀρι]θμός ἀπ᾽ Αὐλίδος

Αἰγαῖον δ[ιὰ πό]ντον ἀπ᾽ Ἄργεος

ἠλύθο̣[ν ἐς Τροία]ν

ἱπποτρόφο[ν. ἐν δ]ὲ φώτες

 

χ]αλκάσπ[ιδες υἷ]ες Ἀχα[ι]ῶν

τ]ῶν μὲν πρ[οφ]ερέστατος α[ἰ]χμᾶι

ἷξε]ν πόδ[ας ὠ]κὺς Ἀχιλλεὺς

καὶ μέ]γας Τ[ελαμ]ώνιος ἄλκι[μος Αἴας

. . . . . .]. ατ[. . . . . . .]γ̣υρος.

 

.. . . . . . . κάλλι]στος ἀπ᾽ Ἄργεος

. . . . . . . Κυάνι]ππ[ο]ς ἐς Ἴλιον

. . . . . . . . . . . . . . . .]

. . . . . . . . . . . . . . .]. [.].

 

.. . . . . . . . . . . . . . .]και  Ζεύξιππος ὃν ά   χρυσεόστροφ[ος

Ὕλλις ἐγήνατο, τῶι δ᾽ [ἄ]ρα Τρωίλον

ὡσεὶ χρυσὸν ὀρει-

χάλκωι τρὶς ἄπεφθο[ν] ἤδη

 

Τρῶες Δ[α]ναοί τ᾽ ἐρό[ε]σσαν

μορφὰν μάλ᾽ ἐίσκον ὅμοιον.

τοῖς μὲν πέδα κάλλεος αἰὲν

καὶ σύ, Πολύκρατες, κλέος ἄφθιτον ἑξεῖς

ὡς κατ᾽ ἀοιδὰν καὶ ἐμὸν κλέος.

……………………………………………………………………………….

 

Αυτοί του Δαρδανίδη Πρίαμου

την ξακουστή την πόλη

τη μακάρια και  τρανή  

λεηλάτησαν  ορμώντας απ΄το Άργος

Έτσι ήταν η βουλή του Δία του παντοδύναμου

 

Και σήκωσαν  πολυτραγουδισμένη αμάχη 

για την ομορφιά της ξανθωπής  Ελένης  

πόλεμο  πολυδάκρυτο

κι η συμφορά καβάλησε τη ρημαγμένη  Πέργαμο

έργο της ξανθομάλλας Αφροδίτης

 

Μα τώρα ούτε τον Πάρη

που τους όρκους της φιλοξενίας πάτησε

ούτε τη λεπταστράγαλη Κασάνδρα

να υμνήσω  πια ποθώ

ούτε  και τα υπόλοιπα βλαστάρια του Πριάμου

 

Μήτε την αποφράδα  μέρα που  κουρσεύτηκαν

της Τροίας τα κάστρα τα ψηλά

Κι ούτε ξανάρχομαι στην υπερήφανη αρετή

γενναίων ηρώων που τους έφεραν

τα βαθουλά  και καλοκάρφωτα  καράβια ,

συμφορά της Τροίας

 

Τούτους  τους κυβερνούσε ο Αγαμέμνονας

το γένος  του Πλεισθένη,

Βασιλογιός από  πατέρα ευγενικό

τον δυνατό Ατρέα .

 

Αυτά μονάχα του Ελικώνα οι Μούσες

που τα μελέτησαν από παλιά καλά

μέσα σε λόγια θα μπορούσαν να περάσουν

Κανείς  θνητός  

δε θα μπορούσε να τα μολογήσει ένα ένα

 

Πόσα καράβια  Αργίτικα έφτασαν  

στο αλογοτρόφο Ίλιο

απ’την Αυλίδα  σκίζοντας το πέλαγο  του Αιγέα  

Άντρες με ασπίδες  χάλκινες

των Αχαιών οι γόνοι

στο Ίλιο πάτησαν το πόδι τους

κι απ’ολους πρώτος στο κοντάρι

ο γοργοπόδης  Αχιλλέας κι ο μέγας γιος του Τελαμώνα

ο αντρειωμένος Αίας

 

[…]  

Και του Άργους ο ομορφότερος ο  Κυάνιππος

κι ο Ζεύξιππος που η Ύλλιδα

με τα χρυσά φορέματα τον γέννησε

Κι αυτού την ομορφιά οι Τρώες  κι οι Δαναοί

τη σύγκριναν  μ’ εκείνη του Τρωίλου ,

όπως συγκρίνουν τον ορείχαλκο  

με πεντακάθαρο χρυσάφι

 

Όμοια  σε εσύ με τούτους,  Πολυκράτη

δόξα παντοτινή θα λάβεις  για την ομορφιά σου ,

όπως κι  εγώ για τούτο το τραγούδι

 

Απόδοση :Κώστας  Τσιαχρής 

…………………………………………………………………………………

 

ὂρνυμαι=ορμώ, εξορμώ

έναίρω=φθείρω, καταστρέφω

δῆρις=αγώνας, συμπλοκή

ταλαπείριος =ταλαίπωρος

χρυσοέθειρ= ο χρυσομάλλης

ἂτα=ἂτη

ξειναπάτης=αυτός που καταπατά τους νόμους της φιλοξενίας

τανίσφυρος=που έχει λεπτούς αστραγάλους

ὑψίπυλος=που έχει ψηλές πύλες

άνώνυμος=απερίγραπτος

πολύγομφος=καλοκαρφωμένος

κρείων=κυβερνήτης, άρχοντας, δεσπότης

Μοῖσαι=οι Μούσες

σοφίζομαι=μελετώ

διερός=ζωηρός, ακμαίος, ζωντανός

αίχμή=το δόρυ , ο πόλεμος

ἂπεφθος=καθαρός

ἐρόεις=θελκτικός, χαριτωμένος

ἐίσκω=παρομοιάζω

πεδά =μαζί 

 

Λίγα λόγια για το ποίημα 

Ο  «Ύμνος στον Πολυκράτη» του Ίβυκου είναι ένα ποίημα, το οποίο δε σώθηκε στην ακέραια μορφή του, παρά μόνο αποσπασματικά. Σύμφωνα με το λεξικό της Σούδας, το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται ο Ίβυκος είναι ο τύραννος της Σάμου, Πολυκράτης, ο οποίος κυβέρνησε το νησί από το 538 μέχρι το 522 π.Χ. Ωστόσο, η νεότερη φιλολογική έρευνα αμφισβητεί την ταυτότητα του προσώπου στο οποίο αφιερώνεται το ποίημα, βασιζόμενη σε ορισμένα αξιόλογα επιχειρήματα, εκ των οποίων τα δύο ισχυρότερα είναι τα ακόλουθα: 1. Ο Ίβυκος καταγόταν από το Ρήγιο της Κάτω Ιταλίας και επισκέφθηκε τη Σάμο από το  564 μέχρι το 560 π.Χ. , όταν ο Πολυκράτης δεν ήταν τύραννος. 2. Η σύγκριση ενός ηλικιωμένου ατόμου, όπως ο Πολυκράτης της Σάμου,  με νεανικές μορφές, οι οποίες συμμετείχαν στον πόλεμο της Τροίας, φαίνεται αφύσικη. Πιο συνηθισμένη νόρμα ήταν εξύμνηση νεαρών ατόμων με αναφορά  σε άνδρες της ίδιας ηλικίας. Συνεπώς, είναι πολύ πιθανό ο Πολυκράτης του ποιήματος να μην είναι ο τύραννος της Σάμου, αλλά κάποιο άλλο πρόσωπο, στο οποίο αφιερώνει το ποίημα του ο Ίβυκος.

Κ.Τσιαχρής  


Παρασκευή 29 Αυγούστου 2025

ΣΗΜΩΝΙΔΗΣ Ο ΑΜΟΡΓΙΝΟΣ , Ὦ παῖ , τέλος μέν Ζεὺς ἔχει βαρύκτυπος : Σε απόδοση από τον Κώστα Τσιαχρή

 


Ὦ παῖ , τέλος μέν Ζεὺς ἔχει βαρύκτυπος

πάντων ὅσ᾽ ἐστὶ καὶ τίθησ᾽ ὅκηι θέλει,

νοῦς δ᾽ οὐκ ἐπ᾽ ἀνθρώποισιν, ἀλλ᾽ ἐπήμεροι

ἃ δὴ βοτὰ ζόουσιν, οὐδὲν εἰδότες

ὅκως ἕκαστον ἐκτελευτήσει θεός.

ἐλπὶς δὲ πάντας κἀπιπειθείη τρέφει

ἄπρηκτον ὁρμαίνοντας· οἱ μὲν ἡμέρην

μένουσιν ἐλθεῖν, οἱ δ᾽ ἐτέων περιτροπάς·

νέωτα δ᾽ οὐδεὶς ὅστις οὐ δοκεῖ βροτῶν

Πλούτωι τε κἀγαθοῖσιν ἵξεσθαι φίλος.

φθάνει δὲ τὸν μὲν γῆρας ἄζηλον λαβὸν

πρὶν τέρμ᾽ ἵκηται, τοὺς δὲ δύστηνοι βροτῶν

φθείρουσι νοῦσοι, τοὺς δ᾽ Ἄρει δεδμημένους

πέμπει μελαίνης Ἀΐδης ὑπὸ χθονός·

οἱ δ᾽ ἐν θαλάσσηι λαίλαπι κλονεόμενοι

καὶ κύμασιν πολλοῖσι πορφυρῆς ἁλὸς

θνήσκουσιν, εὖτ᾽ ἂν μὴ δυνήσωνται ζόειν·

οἱ δ᾽ ἀγχόνην ἅψαντο δυστήνωι μόρωι

καὐτάγρετοι λείπουσιν ἡλίου φάος.

οὕτω κακῶν ἄπ᾽ οὐδέν, ἀλλὰ μυρίαι

βροτοῖσι κῆρες κἀνεπίφραστοι δύαι

καὶ πήματ᾽ ἐστίν. εἰ δ᾽ ἐμοὶ πιθοίατο,

οὐκ ἂν κακῶν ἐρῶιμεν, οὐδ᾽ ἐπ᾽ ἄλγεσιν

κακοῖς ἔχοντες θυμὸν αἰκιζοίμεθα.

 

…………………………………………………………………

Παιδί μου, ο βροντοχτυπητής ο Δίας 

όλων των υπαρκτών το τέλος κυβερνάει

Κι εκείνος, όπου θέλει,  βάνει σύνορα

Ο νους του σκοτεινός για τους ανθρώπους πάει

 

Ζούμε λιγόχρονοι σα ζώα που βόσκουν

Κι ούτε που ξέρουμε ποιο τέλος ο θεός 

για  τον καθένα σκάβει

Μα η πίστη κι η ελπίδα μας χορταίνουν όλους

και στοχαζόμαστε τ’ απίθανα  

που ο χρόνος ράβει 

 

Άλλοι προσμένουνε τ’ απίθανα να ρθούν σε μία μέρα

κι άλλοι με τις γυροβολιές  των χρόνων

Μα μήτε ένας από τους θνητούς δε σκέφτεται

μη και δε λάβει πλούτη κι όλα τα καλά  

στο διάβα των αιώνων

 

Όμως τον ένα τον προφταίνουνε τα γηρατειά

προτού να φτάσει εκεί που θέλει

κι άλλους τους λιώνουν φοβερές αρρώστιες

τους τρίτους με μαστίγι ο Άρης τους χτυπά

και κάτω απ’τη μαύρη γη τους ξαποστέλλει

 

Άλλοι  μέσα  στα πλήθια κύματα του πορφυρού πελάγου

θαλασσοδέρνονται και  πνίγονται 

ώσπου να βγει η ψυχή  τους

κι άλλοι κακοθανάτισαν με μια θηλιά

κι αποχαιρέτισαν  το φως του ήλιου 

μοναχοί τους

 

Κι από κακά γιομάτοι

μύρια βάσανα κι ανέλπιστες οδύνες 

είμαστε οι θνητοί

Αν όμως κάποιος μ’άκουγε

δε θα μας χαίρονταν οι συμφορές

και το μυαλό μας δε θα το’ τρωγε 

η βαριά  πληγή 

 

Κ. Τσιαχρής

 

…………………………………

ἐπήμεροι=εφήμεροι

βοτὰ= τα ζώα που βόσκουν

κἀπιπειθείη=ἐπιπειθείη = η  πίστη, η προσδοκία

ὁρμαίνοντας> ὁρμαίνω=μελετώ, ερευνώ, στοχάζομαι

νέωτα [επίρρημα] = την επόμενη μέρα

νοῦσοι=νόσοι

δεδμημένους> δάμνημι=δαμάζω

αὐτάγρετοι=από μόνοι τους

κῆρες> κῆρ =όλεθρος

ἀνεπίφραστος = απροσδόκητος

δύη = η συμφορά

πῆμα=κακό , δεινό

αἰκίζομαι=βασανίζομαι 


Πέμπτη 28 Αυγούστου 2025

Κωνσταντίνος Θεοτόκης , Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα :Μία κριτική ανάγνωση από τον Κώστα Τσιαχρή


     Στη νουβέλα του «Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα» ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης μας μεταφέρει στο αγροτικό περιβάλλον της Κέρκυρας του 1910 και πλάθει μία σχεδόν νατουραλιστική αφήγηση, στο κέντρο της οποίας βρίσκεται ένας πολύπαθος γέροντας με το παρανόμι  «Καραβέλας». Στο έργο παρακολουθούμε τις  ψυχολογικές μεταπτώσεις του ήρωα από τη στιγμή που πεθαίνει η γυναίκα του μέχρι την τελική αυτοχειρία και λύτρωσή του. Ο ήρωας έχει τα χαρακτηριστικά μιας τραγικής φυσιογνωμίας, η οποία  περιπλέκεται στη δίνη μιας αδικίας που συντελείται σε βάρος του, πλην όμως με τη συγκατάθεσή του. Στην πραγματικότητα,  γίνεται θύμα του πάθους του, ενός γεροντικού έρωτα για μια κατά πολύ νεότερή του γυναίκα, τη Μαρία, η οποία εμμέσως ενθαρρύνει την ερωτική έξαψη  για δικούς της, οικονομικούς κυρίως,  σκοπούς, αλλά και για να ικανοποιήσει τη φιλαρέσκειά της.

     Ο Θεοτόκης παρακολουθεί με συμπάθεια και κατανόηση την ηθική κατάπτωση στην οποία βυθίζεται ο ήρωάς του, χωρίς έντονες  συναισθητικές εξάρσεις, αλλά εντάσσοντας τις κινήσεις , τις σκέψεις και τις αντιδράσεις του Καραβέλα μέσα σε  ένα στιβαρό ρεαλιστικό πλαίσιο, το οποίο φαίνεται να περισφίγγει όχι μόνο τον πρωταγωνιστή αλλά και τα υπόλοιπα πρόσωπα του μυθιστορήματος,  καθορίζοντας  σε σημαντικό βαθμό τη μοίρα τους. Όπως και σε άλλα έργα του , η ύπαρξη των ηρώων του μυθιστορήματος επηρεάζεται από  το  κοινωνικό τους αποτύπωμα και σέρνει πίσω της ένα μεγάλο φορτίο από δεισιδαιμονίες, απλοϊκές  συλλήψεις ,στερεοτυπικά σχήματα, συμβιβασμούς ή συγκρούσεις, εμμονικές αντιδράσεις, αφοριστικούς συλλογισμούς και προκαταλήψεις.

    Το ενδιαφέρον, μάλιστα, είναι ότι και το πλήθος, ο κοινωνικός περίγυρος, λειτουργεί μέσα στο έργο με έναν τρόπο που σπάνια παρεκκλίνει από τη συμπεριφοριστική νόρμα που επιβάλλει το περιβάλλον της επαρχίας. Μόνη ίσως εξαίρεση, η αδελφή του Καραβέλα, η οποία αντιμετωπίζει, παρόλο που κι αυτή αδικείται από τον αδελφό της,  με μία ανθρωπιστική διάθεση τα  κρίματά του στο τέλος του έργου. Επίσης, ενδιαφέρον είναι ότι ο Θεοτόκης κατορθώνει να παρουσιάσει όλη αυτή την παραφθορά της ανθρώπινης ψυχής ως μία συνθήκη απολύτως φυσιολογική και δικαιολογημένη από την ανάγκη της επιβίωσης. Η ανάγκη αυτή σπρώχνει τον Αργύρη, τον μεγαλύτερο αδελφό της οικογένειας των Στατήριδων, να  θελήσει να εκμεταλλευτεί την αντίστοιχη  ανάγκη του Καραβέλα να επιβιώσει μετά τον θάνατο της γυναίκας του. Η ίδια ανάγκη ωθεί τον Γιάννη, έτερο αδελφό της οικογένειας, να σιωπήσει απέναντι στην αδικία που γίνεται στον Καραβέλα, εφόσον γνωρίζει ότι η δική του επιβίωση εξαρτάται από την προστασία του Αργύρη. Οι δύο νύφες, η  Χρυσάνθη και η Μαρία, απλώς υπακούουν στη βούληση του Αργύρη, επιθυμώντας η καθεμία να εξασφαλίσει το μέλλον της δικής της οικογένειας.

    Και μέσα σε όλο αυτό το παιχνίδι θύτη και θύματος, ο αδικητής είναι αυτός που τελικά θριαμβεύει,για να μας υπενθυμίσει τον αδυσώπητο νόμο της φύσης: την επιβολή του νεότερου στοιχείου πάνω στο γεροντότερο. Ο Αργύρης με τη φαυλότητα και την πονηριά του κατευνάζει την αμφιθυμία του Καραβέλα και σφετερίζεται την περιουσία του, η Μαρία με τα νιάτα και την ομορφιά της γίνεται ο πειρασμός που εξασθενίζει τις αντιστάσεις του γέροντα, ο Γιάννης, με τη λεβεντιά του και παρά το αφελές του χαρακτήρα του, γεύεται μόνος εκείνος  το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου του Καραβέλα, τη Μαρία, τα παιδιά του χωριού με την διαολεμένη επιθυμία τους για πείραγμα καταβάλλουν ψυχολογικά τον Καραβέλα και τον ωθούν στα όρια της παραφροσύνης.

     Ως θύμα ο Καραβέλας περνά από διάφορες ψυχικές διακυμάνσεις. Αρχικά, αδιάφορος για την οικτρή μοίρα της γυναίκας του, που το σώμα της κυριολεκτικά σαπίζει από την αρρώστια και τελικά πεθαίνει [ Ω  ω  Θωμά…είπε η σαβανώτρα. Την άφηκες και την έφαγαν ζωντανή τα σκουλήκια] . Ο θάνατός της, μάλιστα, επενεργεί με έναν σχεδόν λυτρωτικό τρόπο μέσα του. Ωστόσο, σύντομα τον ζώνουν τα φίδια της επιβίωσης. Πώς θα μπορέσει να συντηρηθεί γέρος άνθρωπος χωρίς μιαν ασφάλεια; Κι εκεί καλείται να δώσει απάντηση σε ένα δίλημμα: να γράψει την περιουσία του στο δικό του αίμα, στα ανίψια του ή στην οικογένεια των Στατήριδων που του υπόσχονται φροντίδα κι ένα μικροποσό για τις ανάγκες του μέχρι το τέλος της ζωής του, μιαν «ισόβια πρόσοδο» ; Την απάντηση στο δίλημμα τη δίνει το έντονο πάθος που αισθάνεται για τη Μαρία. Μετά τη συμφωνία, το πάθος αυτό γίνεται ανεξέλεγκτο, διαβρώνει τις ηθικές αντιστάσεις του γέροντα και τον οδηγεί σε παράτολμες πράξεις. Απομονώνει τη Μαρία και της επιτίθεται με σκοπό να αποσπάσει ένα φιλί της. Αυτή εξαγριώνεται, τον αποδιώχνει, τον αποκαλεί με μίσος με το παρατσούκλι του «Καραβέλα», τον καταριέται, τον απειλεί. Ο γέροντας οδηγείται αρχικά στην κατάθλιψη και μετέπειτα στην επιθυμία για εκδίκηση. Μεταβάλλεται προς στιγμήν  σε μία δαιμονική φυσιογνωμία που τη φλογίζει ο πόθος του κακού [Θα γένω πειρασμός ! ], ο πειρασμός για καταστροφή της ευτυχίας των άλλων.

    Στο σημείο αυτό, ο Θεοτόκης φροντίζει να περιγράψει με τέτοιο τρόπο τον ήρωά του, ώστε αντί να γίνει μισητός προς τον αναγνώστη, να ξυπνήσει μέσα του τον οίκτο, καθώς παρακολουθεί έναν άνθρωπο σε απόγνωση να αναζητάει το δίκιο του, τη χαμένη αξιοπρέπειά του, την αποκατάσταση της ισορροπίας στα γεράματά του. Ο Καραβέλας τρίζει τα δόντια, απειλεί θεούς και δαίμονες, σκέφτεται χίλια μύρια κακά για τους Στατήριδες , για τα παιδιά που τον περιγελούν, για τους γείτονές του που ζουν ευτυχισμένοι, για τη Μαρία που περιφρόνησε την αγνότητα των συναισθημάτων του, ωστόσο προκαλεί κατά περίεργο τρόπο  τη συμπάθεια  και  την κατανόησή μας, γιατί αισθανόμαστε ότι πίσω από αυτόν τον βρυχώμενο λέοντα κρύβεται ένας βαθιά δυστυχισμένος άνθρωπος. Άλλωστε, στο τέλος  ελάχιστες από τις φοβερές του σκέψεις γίνονται πράξεις, και μάλιστα φτάνει στο σημείο να μετανιώσει για κάποιες .  Ωστόσο, αυτές αρκούν για να οδηγήσουν στο τελικό άγριο  ξέσπασμα της Μαρίας εναντίον του [Και τον έπιασε από τα φορέματα, και τον ετίναξε μ’όλη τη δύναμή της , και τρίζοντας τα δόντια της τον εκτύπησε στο πρόσωπο δυο τρεις φορές –Πάρε, πάρε, αθεόφοβε, του’ λεγε ] . Από κει και πέρα, ο δρόμος για τη βασανισμένη αυτή ψυχή είναι ένας: η αυτοκτονία. Τον βρίσκουν κρεμασμένο στο δωμάτιό του.

     Όλες οι παραπάνω μεταπτώσεις συνθέτουν μία ψυχοσύνθεση που κινείται διαρκώς ανάμεσα στην προσδοκία και τη διάψευση.Ο Καραβέλας προσδοκεί ότι μία ξένη οικογένεια θα τον φροντίσει καλύτερα από τους συγγενείς του, ότι τα παιδιά και οι γυναίκες του χωριού θα σταματήσουν να τον χλευάζουν, ότι η Μαρία στο τέλος θα συγκινηθεί από την ένταση των συναισθημάτων του και θα ενδώσει. Σε όλες αυτές τις προσδοκίες αυταπατάται, γιατί η σαρκική επιθυμία δεν τον αφήνει να διακρίνει το πλέγμα των κοινωνικών συνθηκών που επηρεάζουν καταλυτικά την παρουσία του: είναι στη δύση της ζωής του, το  υποτιθέμενο ενδιαφέρον των άλλων για το μέλλον του εδράζεται στη λογική του συμφέροντος, ο κοινωνικός περίγυρος διψάει για θεάματα, ο ίδιος προσφέρει αυτό το θέαμα με τους γεροντοέρωτές του, η Μαρία διασκεδάζει με τον αυτοεξευτελισμό του, ο Γιάννης, ο άντρας της, διασκεδάζει με τα ξεμωράματα ενός γέροντα που πειράζει τη γυναίκα του.

     Κι εκεί που ο ίδιος λαχταρά να πάρει την εκδίκησή του από αυτό το κοινωνικό περιβάλλον, όπου όλοι ευτυχούν και χαμογελούν, κι εκείνος ζει μέσα στο απόλυτο δράμα, τελικά , ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι με την αυτοχειρία του γέροντα, το ίδιο περιβάλλον παίρνει την εκδίκησή του από εκείνον.  Ακόμη και τον θάνατό του τον αντιμετωπίζει ως μια ευκαιρία για να χορτάσει θέαμα με την κατάντια ενός κακόμοιρου ξεμωραμένου [Μωρέ τέλος πόλαβε ο Καραβέλας μας , είπε ακρογελώντας η Αγλαΐα ] , να ευχαριστηθεί με την τιμωρία που επιφύλαξε ο ίδιος  στον εαυτό του , [Φτου σου …είπε η μικρή γυναίκα με τα’όμορφο πρόσωπο. Ήθελες να πειράζεις τσι γυναίκες και παραδόθηκες χειροπόδαρα του Πειρασμού…Φτου σου ! ], να επιβεβαιώσει το αναπόφευκτο της παρουσίας ενός αποδιοπομπαίου τράγου μέσα σε κάθε μικρό ή μεγάλο σύνολο και την υποτιθέμενη δική του ηθική ανωτερότητα [Ανάθεμά σε , Καραβέλα, ανάθεμά σε! ]

 

Κ. Τσιαχρής 


 

Τετάρτη 27 Αυγούστου 2025

ΑΛΚΑΙΟΣ , κῆνος δε παώθεις

 



κῆνος δε  παώθεις  Ἀτρεΐδα[ν γένει

δαπτέτω πόλιν ὠς καὶ πεδὰ Μυρσί̣[λ]ω̣,

θᾶς κ᾽ ἄμμε βόλλητ᾽ Ἄρευς ἐπὶ τεύχε[α

τρόπην· ἐκ δὲ χόλω τῶδε λαθοίμεθ’ αὖ

χαλάσσομεν δὲ τὰς θυμοβόρω λύας

ἐμφύλω τε μάχας, τάν τις Ὀλυμπίων

ἔνωρσε, δᾶμον μὲν εἰς ἀυάταν ἄγων

Φιττάκωι δὲ δίδοις κῦδος ἐπήρ[ατ]ο̣ν̣.

…………………………………………………………………………………

Εκείνος που ζευγάρωσε

με τέκνο  απ’ τη γενιά των Ατρειδών

ας ροκανίζει  σα θεριό  την πόλη

Παρόμοια    έκανε μαζί με το Μυρσίλο

Μέχρι που θέλησε κι εμάς

να σπρώξει στα όπλα ο Άρης

Όμως ας μη βαραίνει

από το δηλητήριο  τούτο

πάλι το κεφάλι μας

Ας λύσουμε  την έριδα που τρώγει την καρδιά μας

και τον  εμφύλιο  σπαραγμό

που κάποιος του Ολύμπου  ανάστησε

τραβώντας  το λαό στον όλεθρο

μα δίνοντας στον Πιττακό πανώρια φήμη


Απόδοση :Κώστας  Τσιαχρής

.....................................................................................................

δάπτω =ροκανίζω, κατατρώγω

παώθεις=που συνδέθηκε

πεδά =με τον ίδιο τρόπο

θᾶς= μέχρι

ἄμμε=εμάς

βόλληται= θέλει

τεύχεα=όπλα

χόλος= οργή , μίσος , άγριος θυμός

χαλάω  και χαλάσω = χαλαρώνω, ξετεντώνω το τόξο

θυμοβόρος= αυτός που τρώει την ψυχή , την καρδιά

λύη=διάλυση, χωρισμός, διαφορά, μάχη

ἐνόρνυμι=  διεγείρω , σηκώνω

αὐάτα=η  ἂτη , ο όλεθρος , η   καταστροφή

ἐπήρατος= ευχάριστος, χαριτωμένος, ευφρόσυνος


Τρίτη 26 Αυγούστου 2025

Τρωάδες του Ευριπίδη , Α στάσιμο :σε απόδοση του Κώστα Τσιαχρή


 

ἀμφί μοι Ἴλιον, ὦ 

Μοῦσα, καινῶν ὕμνων

ἄεισον ἐν δακρύοις

ᾠδὰν ἐπικήδειον·

νῦν γὰρ μέλος ἐς Τροίαν ἰαχήσω,

τετραβάμονος ὡς ὑπ᾽ ἀπήνας

Ἀργείων ὀλόμαν τάλαινα δοριάλωτος,

ὅτ᾽ ἔλιπον ἵππον οὐράνια

βρέμοντα χρυσεοφάλαρον ἔνο-

πλον ἐν πύλαις Ἀχαιοί·

ἀνὰ δ᾽ ἐβόασεν λεὼς

Τρῳάδος ἀπὸ πέτρας σταθείς·

«ἴτ᾽, ὦ πεπαυμένοι πόνων,

τόδ᾽ ἱερὸν ἀνάγετε ξόανον

Ἰλιάδι Διογενεῖ κόρᾳ.»

τίς οὐκ ἔβα νεανίδων,

τίς οὐ γεραιὸς ἐκ δόμων;

κεχαρμένοι δ᾽ ἀοιδαῖς

δόλιον ἔσχον ἄταν.

 

πᾶσα δὲ γέννα Φρυγῶν 

πρὸς πύλας ὡρμάθη,

πεύκᾳ ἐν οὐρείᾳ

ξεστὸν λόχον Ἀργείων

καὶ Δαρδανίας ἄταν θεᾷ δώσων,

χάριν ἄζυγος ἀμβρότα πώλου.

κλωστοῦ δ᾽ ἀμφιβόλοις λίνοιο, ναὸς ὡσεὶ

σκάφος κελαινόν, εἰς ἕδρανα

λάϊνα δάπεδά τε φόνια πατρί-

δι Παλλάδος θέσαν θεᾶς.

ἐπὶ δὲ πόνῳ καὶ χαρᾷ

νύχιον ἐπὶ κνέφας παρῆν,

Λίβυς τε λωτὸς ἐκτύπει

Φρύγιά τε μέλεα, παρθένοι δ᾽

ἀέριον ἀνὰ κρότον ποδῶν

βοάν τ᾽ ἔμελπον εὔφρον᾽· ἐν

δόμοις δὲ παμφαὲς σέλας

πυρὸς μέλαιναν αἴγλαν

*** ἔδωκεν ὕπνῳ.

 

ἐγὼ δὲ τὰν ὀρεστέραν 

τότ᾽ ἀμφὶ μέλαθρα παρθένον,

Διὸς κόραν [Ἄρτεμιν] ἐμελπόμαν

χοροῖσι· φοινία δ᾽ ἀνὰ

πτόλιν βοὰ κατεῖχε Περ-

γάμων ἕδρας· βρέφη δὲ φίλι-

α περὶ πέπλους ἔβαλλε μα-

τρὶ χεῖρας ἐπτοημένας·

λόχου δ᾽ ἐξέβαιν᾽ Ἄρης,

κόρας ἔργα Παλλάδος.

σφαγαὶ δ᾽ ἀμφιβώμιοι

Φρυγῶν, ἔν τε δεμνίοις

καράτομος ἐρημία

νεανίδων στέφανον ἔφερεν

Ἑλλάδι κουροτρόφῳ,

Φρυγῶν δὲ πατρίδι πένθη.

……………………………………………………………………………………………..

Με δάκρυα και με ανήκουστο  τραγούδι , Μούσα,

ψάλλε μου  για το  Ίλιο μοιρολόγι.

Τώρα απ΄  το θρήνο  θα αντηχήσει η Τροία

 που χάθηκα η δόλια , αιχμάλωτη,  από ένα   άρμα   

όταν στις πύλες  μας με βρόντο δυνατό οι Αργίτες

αφήκαν  χρυσοποίκιλτο άλογο

με γεμισμένη την κοιλιά του με όπλα

Πάνω στα  τείχη στάθηκαν τα πλήθη της Τρωάδας 

κι αναφώνησαν :

«Εμπρός ,  τώρα που πάψανε τα πάθια μας ,

πάρτε το άγιο ξόανο  , ανεβάστε  το  στην πόλη

, δώρο για τη Διογέννητη παρθένα του Ιλίου»

Και ποια από τις κοπέλες μας  δεν πήγε  τότε ;

Ποιος  γέροντας  δε σήκωσε το πόδι του απ΄το κάστρο   ;

Όμως δοκίμασαν για τα καλά  το δολερό φαρμάκι 

κι ας ήταν βουτηγμένοι στη  χαρά και  στο τραγούδι

 

Όρμησαν προς τις πύλες

όλα τα βλαστάρια των Φρυγών

για να προσφέρουν στη θεά

τη σκαλιστή παγίδα των Αργείων

από βουνίσιο πεύκο καμωμένη

Τρανό κακό για ολάκερη τη Δαρδανία

για χάρη της αθάνατης παρθένας

Και με σκοινιά από κλωστό λινάρι

αμφίπλευρα , σα σκοτεινό καράβι,

απίθωσαν το ξόανο σε μαρμαρένιο θρόνο

σε τελεστήριο δάπεδο , στον οίκο της Παλλάδας

Κι ολονυχτίς ο αυλός  με φρυγικούς σκοπούς

σφύριζε  για χαρές και βάσανα

κι οι κόρες τραγουδούσαν

μ’ αέρινες πατημασιές και με χαρμόσυνες φωνές

Και  μες στα σπίτια η δυνατή λαμπάδα  της φωτιάς

έδινε πια  τη θέση της  στο σκοτεινό  καπνό του ύπνου .

 

Τότες εγώ για τη  βουνίσια  μας θεά την Άρτεμη

του Δία παρθενοκόρη

γύρω από το ναό της έψαλα ένα χορικό τραγούδι.

Μα να  μια  φονική βοή κυρίεψε τα Πέργαμα της πόλης.

Κι  άρπαζαν   τα μωρά    στα τρομαγμένα  χέρια τους 

τους πέπλους των μανάδων .

Μέσα   από την παγίδα πρόβαλε  ο πόλεμος ο Άρης ,

δουλειά   της  Αθηνάς,  και γύρω απ΄τους βωμούς

 παντού σφαγή  περίμενε τους Φρύγες

Πόσα κεφάλια κόπηκαν

και στα κρεβάτια έπεσε  ερημιά

κι  ήρθανε λάφυρο   τα στέφανα  των κοριτσιών 

στα παλληκάρια της Ελλάδας,

μα  στη Φρυγία την πατρίδα τους το μαύρο  πένθος

 

 Απόδοση :Κώστας Τσιαχρής 

…………………………………………………………………………….

άπήνη τετραβάμων=το τέθριππο, άρμα με τέσσερα άλογα

δοριάλωτος=αιχμάλωτος

χρυσεοφάλαρος=  που έχει χρυσά κοσμήματα

ούράνια =σφοδρά 

οὒρειος =ορεινός, βουνίσιος

άμφίβολος =που περιβάλλει από τις δύο πλευρές

κελαινός=σκοτεινός

λάϊνος= μαρμάρινος, πέτρινος

φόνιος=φονικός

κνέφας= ξημέρωμα , λυκαυγές

Λίβυς λωτός=αυλός

όρέστερος =ορεινός , αγροτικός

πτόλις =πόλη

Πέργαμος-η ακρόπολη της Τροίας


Δευτέρα 25 Αυγούστου 2025

Η εκδίκηση της νυχτερίδας




 



Ρομαντικό σκηνικό

 


Αν μπορούσα ν' αλλάξω πρόσωπο 

Θα έβαζα στη θέση του 

μια εικόνα ή μια σκηνή 

από τη Γάζα  

Ένα παιδί να τρέχει με το αύριο στα δόντια 

Έτοιμο να ρίξει στα αντίπαλα φουσάτα 

μια χειροβομβίδα από ωραίες λέξεις 

όπως "σεβασμός" , "γαλήνη", "χειραψία" 

Όπως δίνουνε τα χέρια τους δυο άνεμοι 

μετά από καταιγίδα 

Και γλυκιά σιωπή χτενίζει τις καρδιές 

όλων των όντων 


Κ. Τσιαχρής 

2025 

Μίμνερμος , Αἰπύ < > τε Πύλον Νηλήϊον ἄστυ λιπόντες

 

Αἰπύ <              >     τε Πύλον Νηλήϊον ἄστυ λιπόντες

ἱμερτὴν Ἀσίην νηυσὶν ἀφικόμεθα,

ἐς δ᾽ ἐρατὴν Κολοφῶνα βίην ὑπέροπλον ἔχοντες

ἑζόμεθ᾽, ἀργαλέης ὕβριος ἡγεμόνες·

5κεῖθεν †διαστήεντος ἀπορνύμενοι ποταμοῖο

θεῶν βουλῆι Σμύρνην εἵλομεν Αἰολίδα.

…………………………………………………………………………………………………….

Την πόλη του Νηλέα

Της  Πύλου το ψηλό το κάστρο 

όταν αφήσαμε

με  τα πλεούμενά  μας φτάσαμε στην πολυπόθητη Ασία

Και  με  των όπλων μας τη λαίλαπα

στήσαμε κράτος   στην πανώρια   Κολοφώνα

Περήφανοι ηγεμόνες τρομεροί

Ύστερα ,   από τα μέρη εκείνα

ακολουθώντας  το πλατύ ποτάμι

πατήσαμε Θεού το θέλημα

 τη Σμύρνη την αιολική

 

Απόδοση :  Κ. Τσιαχρής  2025


Κυριακή 24 Αυγούστου 2025

Μιμνερμος " οὐ μὲν δὴ κείνου γε μένος.." Σε απόδοση του Κώστα Τσιαχρή






οὐ μὲν δὴ κείνου γε μένος καὶ ἀγήνορα θυμὸν

τοῖον ἐμέο προτέρων πεύθομαι, οἵ μιν ἴδον

Λυδῶν ἱππομάχων πυκινὰς κλονέοντα φάλαγγας

Ἕρμιον ἂμ πεδίον, φῶτα φερεμμελίην·

τοῦ μὲν ἄρ᾽ οὔ ποτε πάμπαν ἐμέμψατο Παλλὰς Ἀθήνη

δριμὺ μένος κραδίης, εὖθ᾽ ὅ γ᾽ ἀνὰ προμάχους

σεύαιθ᾽ αἱματόεν‹τος ἐν› ὑσμίνηι πολέμοιο,

πικρὰ βιαζόμενος δυσμενέων βέλεα·

οὐ γάρ τις κείνου δηίων ἔτ᾽ ἀμεινότερος φὼς

ἔσκεν ἐποίχεσθαι φυλόπιδος κρατερῆς

ἔργον, ὅτ᾽ αὐγῆισιν φέρετ᾽ ὠκέος ἠελίοιο


........................

Τη φούρια εκείνου

Την  ατράνταχτη καρδιά του 

Δεν απόκτησε κανένας 

Έτσι άκουσα από τους παλιούς 

που με τα μάτια τους τον είδαν 

Κονταροφόρο

να σαρώνει τις πυκνές τις φάλαγγες 

των αλογόμαχων Λυδών 

στην πεδιάδα του Έρμου 


Μήτε η Παλλάδα κάκιωσε 

για την αδείλιαστη μανία της καρδιάς του

Όταν στη δίνη του αιματόβρεχτου πόλεμου 

ορμούσε ανάμεσα στα πρώτα παλληκάρια 

κι ας τον έζωναν πικρά τα βέλη των εχτρών 


Κι ούτε ένας άντρας 

μέσα στους εχτρούς

να παραβγεί καλύτερος του 

δεν μπορεί 

Που να ορμάει  

σαν ήλιος γοργοτάξιδος 

με τις αχτίδες του

στη δυνατή βουή της μάχης 


Κ.Τσιαχρής 

Τετάρτη 20 Αυγούστου 2025

Επαναλήψεις

 


Τo ίδιο μοτίβο 

Μέσα στα ίδια χρώματα 

Και με τον ίδιο τόνο 

Ίδιος ουρανός 

Ίδιες κορυφογραμμές 

Οι ίδιοι πάντα άνθρωποι

Στις ίδιες ερμηνείες 

Του ερωτοχτυπημενου θύματος 

Του θύτη με τα ίδια μάτια 

Του μοναχικού τρελού 

Στο ίδιο παραθύρι 

Κάτω από το ίδιο φως του φεγγαριού 

Οι ίδιες ερωτήσεις 

Είσαστε καλά ;

Που πήγατε το καλοκαίρι; 

Τα παιδιά; Η σύζυγος ; 

Και στην τηλεόραση η ίδια συνεχώς ταινία 

Σταθερά την ίδια ώρα 

Με την ίδια στάση σώματος 

Στον ίδιο καναπέ 

Ξέροντας όλες τις ατάκες από πριν 

Τι ώρα και για πόσο 

Θα ξεσπάσει στο ίδιο γέλιο 

Με τους ίδιους μορφασμούς 

Ο ίδιος πάντοτε ηθοποιός 

Κι αργά το βράδυ 

Σαν η ίδια απορία να βαραίνει 

και να σφίγγει το μυαλό 

Πώς γίνεται κάθε πρωί 

Αυτά τα ίδια και τα ίδια 

να ξυπνούν με διαφορετική ζωή

και να καρφώνονται σαν πόθος 

για το άγνωστο μέσα στο στήθος; 


Κ. Τσιαχρής 

Παρασκευή 11 Ιουλίου 2025

Συνάντηση Κορυφής


 

Όλα τα συναισθήματα 

για τελευταία φορά 

Μαζεύτηκαν απάνω στα πλευρά μου 

Κι αναβόσβησαν 

Ωραία και θλιβερά 

Σα λάμπες 

από δέντρο Χριστουγέννων 

που άφηνε μια πινελιά γιορτής 

μέσα στο ερημικό δωμάτιο 

Ύστερα πέρασε η γάτα 

Γκρέμισε με την ουρά το δέντρο 

Έπεσαν απ'τη θέση τους οι λάμπες 

Θρυμματίστηκαν 

Διαλύθηκε απότομα το μήτινγκ 


Μονάχα στην κορφή 

Στραφταλιστή 

Ακτινοβολούσα

Έμεινε να προεδρεύει 

Μονή της η απελπισία 


Κώστας Τσιαχρής 

Παρασκευή 4 Ιουλίου 2025

Νομάδες

 



Τίποτε δεν μας δένει με τον ίδιο τόπο

Μας κουβαλάει 

και κουβαλάμε ο ένας τη γενιά του άλλου

Όσο ανοιγοκλείνει τα μάτια του ένας αιώνας 

Ή όσο κάνει ένα όνειρο 

να πέσει απ' το κεφάλι στις παντόφλες

και να τρέξεις γρήγορα στην τουαλέτα 

να ξεπλύνεις τα φαντάσματα απ' το πρόσωπο

Πατάμε πάνω σε μία ετοιμόρροπη γεωγραφία 

που σε κάθε βήμα 

πέφτουν από τις τσέπες της

λιθάρια ρέματα βουνίσια δέντρα 

ωάρια που ετοιμάζουν από την αρχή 

τη γέννησή μας 

Έχουμε σύνορο τον άνεμο 

καταγωγή από ποτάμια 

DNA τεκτονικού σεισμού 

Είμαστε άτοποι

κι ο τόπος μας είναι λειψάνθρωπος 

Και μόνο που μας απειλεί μια ρίζα 

να μας δέσει πάνω της 

Ξεθάβουμε από το βαθύτερο σεντούκι μας 

πριόνια και μαχαίρια


Κ. Tσιαχρής

Τρίτη 24 Ιουνίου 2025

Φωνολογία

 


Μόνο δυο τρεις φωνές 

Οι άλλες ανακατεμένες με ένα ουρλιαχτό 

Που όσο περνούν τα χρόνια 

ξεκουφαίνει τις καλύτερες γενιές μας 

Που αν ρωτήσεις δεν ακούν δεν ξέρουν δε λυπούνται 

αυτό το κόκκινο γαρύφαλλο 

Το φυτεμένο μέσα στο αίμα τους 

και στο ουράνιο τόξο 

που ενώνει την ελπίδα με τα χέρια τους  

Δύο τρεις φωνές 

Σε ένα δικό τους πριγκιπάτο 

Έξω από το νόημα έξω από το στόμα 

Έξω απ' τη γραμματική 

Να βολοδέρνουν υπερήφανες , αγράμματες 

Που ακούγοντας τες 

Να φωνάζουν όλοι 

Να ...Φωνές αληθινών ανθρώπων 


Κ. Τσιαχρης 

Τετάρτη 18 Ιουνίου 2025

Τυφλόμυγες

 








Ας βλέπω το μαντήλι γύρω από τα μάτια σου δεμένο 

Ποιος θα κάνει την τυφλόμυγα απόψε ;  

Ποιος θα βγάλει από τις κόγχες τους τα μάτια 

να του τα φυλάξουμε σ' αυτό το πορσελάνινο κουτί; 

Να μας φουντώσει 

να μας κυνηγήσει με δικά μας σκάγια 

ως το χείλος της αβύσσου 

πιο τυφλός από τυφλούς ;

Όλοι από κάποιον έχουμε πιαστεί 

Κι ενώ νομίζουμε πως περπατάμε σ' ανοιχτό λιβάδι 

γυροφέρνουμε στην ίδια αγκαλιά 

Κι ίσως χωρίς να το γνωρίζουμε 

είμαστε όλοι μας τυφλόμυγες

Δεν έχουμε κανέναν τίποτε ούτε καν τον ίσκιο μας 

να κυνηγάμε 

Απλώς ανοίγουμε τα χέρια περιμένοντας 

Μήπως τυχαία κάποιο λάθος κάποια έκπληξη 

ξανακεντρίσει στη ζωή μας το ένστικτο του κυνηγού


Κ.Τσιαχρής 


Παρασκευή 13 Ιουνίου 2025

Η αιμάτινη γραμμή





Με χτυποκάρδι σα σφυρί 

Σηκώθηκε δειλά

Σχεδόν παιδί  στις μύτες των ποδιών 

Και κοίταξε από το παράθυρο έξω 

που έσφαζε ο πατέρας  του ένα αρνί 

Πετάγονταν ψηλά το αίμα 

Έσπαζε τους τοίχους 

Κατακόκκινη ορμή

Πηδούσε καταπάνω του 

Τον έπιανε μαχαίρι απ'το λαιμό 

Και του' κοβε απ' τη μνήμη μέρες 

πέρα ως πέρα 

Ώσπου ωρίμασε ξανά το πρόσωπο του 

Έσφαζε ο ίδιος τώρα  

νέο κάτασπρο αρνί 

μιαν  αθωότητα που ξέμεινε 

σα χαλασμένο πόμολο 

στην πόρτα του σπιτιού του 

Έτρεχε τώρα το δικό του αίμα 

ως τα πόδια του 

Κινούμενο πορτρέτο 

Όλη του η καταγωγή 

σε μια κόκκινη γραμμή 

που ενώνει την Αμπάριζα 

με το κλουβί  της φυλακής 

που έγινε η ζωή του 



Σας αρέσει το θανατηφόρο τραύμα σας

απάνω στην αιμάτινη   γραμμή; 

Μου αρέσει Το Λατρεύω 


Κ.Τσιαχρης