Δέκατη ποιητική συλλογή για τη Φροσούλα Κολοσιάτου και εδώ η ποιήτρια υιοθετεί τον υποθετικό ρόλο ενός δημοσιογράφου-παρατηρητή , ο οποίος με τον δικό του αιρετικό τρόπο ιχνηλατεί τον μυστικό παλμό αυτών που συμβαίνουν γύρω μας . Εξ ου ο τίτλος του έργου , «Αμοντάριστα πλάνα» , ονομασία που έρχεται να επιβεβαιώσει το ποιητικό υλικό , το οποίο έχει συντεθεί ακριβώς με αυτή τη δημοσιογραφικού τύπου προσέγγιση. Η ποιήτρια , δηλαδή , μένει στο πρώτο υλικό , σε αυτό που γραπώνουν οι αισθήσεις , το ανεπεξέργαστο , που πηγάζει από τη σύλληψη της στιγμής και χωνεύεται αργά και μεθοδικά στο ηθικό μας σύμπαν . Η εντύπωση λοιπόν αυτής της πρωτόλειας σύλληψης μεταφέρεται σε όλα τα ποιήματα της συλλογής και δημιουργεί στον αναγνώστη την επιθυμία να ενώσει τα ακατέργαστα ή αποσπασματικά σκηνικά , για να σχηματίσει μέσα του τη μεγάλη εικόνα , το πανόραμα . Ανέκαθεν , βεβαίως , η ποίηση της Κολοσιάτου απαιτούσε την ενεργητική συμμετοχή του αναγνώστη , το βαθύ διάβασμα , την εκταφή του ουσιαστικού πίσω από το φαινομενικό , του όλου πίσω από το μέρος . Αυτό δεν αναιρείται και στην παρούσα συλλογή . Μόνο που εδώ η σοφία της ηλικίας συγκρατεί τον αυθορμητισμό και μεταγγίζει στον ποιητικό λόγο μια φιλοσοφική πνοή , που έρχεται μπροστά μας ως απόσταγμα της αναμέτρησης του αφηγηματικού υποκειμένου με την περιρρέουσα κοινωνική πραγματικότητα ή τα πάθη του εαυτού του . Τα πλάνα της Κολοσιάτου είναι κατά βάση πλάνα της ασχήμιας του σημερινού κόσμου . Ο κόσμος όπως ξετυλίγεται γύρω μας στην ωμότητά του. Ο κόσμος της καταπίεσης , της επιδημίας και της αθέλητης αποδημίας , του εκτοπισμού εκτός των τειχών , της διάψευσης ή της απατηλής επιβεβαίωσης , της συρρίκνωσης της ανθρωπιάς . Η αποτύπωση , ωστόσο, αυτού του κόσμου γίνεται χωρίς μελοδραματισμό και υπερβολή . Με την ψυχραιμία του παρατηρητή που θλίβεται μεν για όσα βλέπουν τα μάτια του , αλλά δεν εκποιεί αυτή τη θλίψη σα φθηνή συναισθηματική πραμάτεια. Η ποιήτρια ταλαντεύεται ανάμεσα στο όλο και στη λεπτομέρεια , τον μακρόκοσμο και τον μικρόκοσμο, κρατώντας στα χέρια της ισόποσα το φως και το σκοτάδι, την απλή καταγραφή και την εσωτερίκευση ,το απρόβλεπτο της τέχνης και το προβλέψιμο της καθημερινότητας . Μας προτείνει να «αποκρυπτογραφήσουμε τη μυστική γλώσσα των θαυμάτων» , να αγγίξουμε την αλήθεια ,γιατί «Η αλήθεια είναι σαν το νερό /Βρίσκει ρωγμές /Και αναδύεται» , να αφουγκραστούμε τη λύπη που «Τα βήματά της μοιάζουν χορευτής στο δάπεδο» , να εμπεδώσουμε τα αρώματα που αφήνουν «Οι μυστικές συνταγές του αέρα». Ο λόγος της γεφυρώνοντας την απόσταση μεταξύ ψιθύρου και κραυγής , δανείζεται απ’τον ψίθυρο το εκστατικό κι απ’την κραυγή το θρηνώδες , χωρίς όμως να πέφτει σε κανένα από τα δύο άκρα. Αντιθέτως , ωριμάζει μέσα απ’ την ισορροπία και ισορροπεί μέσα απ’την ωριμότητά του. Και ο στίχος της , όπως και σε παλιότερα έργα , βηματίζει μέχρι ενός σημείου , φτιάχνει έναν υποτιθέμενο γκρεμό , βουτάει στον ίλιγγό του κι έπειτα ξανασηκώνεται και περπατάει με νέο σώμα , φέρνοντας απάνω του τις γρατζουνιές , τα χώματα και τα σημάδια . Και μέσα σε αυτούς τους στίχους συμβιώνουν σα φωνούλες που όλες μαζί τραγουδούν κάτι συνάμα τραγικό και χαρμόσυνο , αγαπημένες μορφές που χάθηκαν για πάντα , σπασμένες κούκλες , το χαμόγελο της Τζοκόντα , ο τρυπομάζης με τα κρινάκια του στο ράμφος , η ανάσα του Τζορτζ Φλόυντ , ο γάτος Βίκτωρ . Όλα μα όλα μέσα «Σε μια αδιόρατη εμμονή αγάπης». Κομμάτια από τη γεωγραφία της ψυχής της πάνω στα οποία καθρεφτίζεται η γεωγραφία της εποχής της . Κι όπως κάθε έντιμος απέναντι στον εαυτό του ποιητής , η Φροσούλα Κολοσιάτου αφήνει μεν το μοντάζ σε όποιον δοκιμάσει να μελετήσει αυτά τα κομμάτια , φροντίζει όμως ώστε αυτά να είναι όσο καθαρά και όσο αφαιρετικά πρέπει ,για να μην καταντά η μελέτη αλγεινή περιπέτεια .
Κώστας Τσιαχρής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου