Στη δική του «Νέκυια» [μια εμμονή τον τελευταίο καιρό με τα του θανάτου] μικρο-ραψωδία , το σώμα-αφηγητής της Ευθυμίας Γιώσα κατεβαίνει ,χωρίς την τύχη της επιστροφής του ομηρικού Οδυσσέα , στο βασίλειο του προσωπικού του Άδη και τυπώνει το οπισθόφυλλο της κάποτε ύπαρξης, τώρα ανυπαρξίας του. Με μια διάθεση περίπου απολογητική αλλά καθόλου ηττοπαθή . Περισσότερο παρατηρεί με τη ματιά ενός μεταφυσικού φυσιοδίφη παρά θρηνεί την αποσύνθεσή του. Καταγράφει τα πρώτα λεπτά , περιγράφει την εμπειρία του άχρονου , του άτοπου και του άυλου, συγγράφει τα απομνημονεύματα των αισθήσεων που σβήνουν , εγγράφει στη σκιά του τη γραμματική του χάους , διαγράφει στο τέλος περιγράμματα –καλούπια – μεγέθη. Προδίδει ακόμη και την αφηγηματική του βούληση ,διακηρύσσοντας με τόλμη τη ματαιότητα μιας τέτοιας καταδυτικής εξομολόγησης
Κώστας Τσιαχρής
ΤΟ ΣΩΜΑ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
Έπεσα στο ελώδες σκοτάδι της συνομοταξίας του απείρου. Γύρω μου λίγα λευκά νούφαρα , αλλά δεν μπορώ να τα φτάσω . Στην πραγματικότητα , δεν μπορώ καν να κουνηθώ , Πολλοί ισχυρίζονται ότι στην κατάσταση που βρίσκομαι πλέον είναι αδύνατον να αισθανθώ οτιδήποτε , όμως εγώ κρυώνω. Τα μέλη μου μοιάζουν να έχουν αποσυναρμολογηθεί , όπως εκείνα τα παιχνίδια που κάποτε κρατούσα στα χέρια μου .
Δεν μπορώ να ανοίξω το στόμα . Τα χείλη μου έχουν κολλήσει το ένα με το άλλο , σαν δύο πέτρες που ούτε ο Γολιάθ δεν θα ήταν ικανός να ξεχωρίσει . Αλλά και τα μάτια μου δεν είναι ίδια με πριν . Έχουν κάτι παράξενο αυτοί οι άλλοτε φωτισμένοι κρατήρες του ορατού . Η ίριδα ξεθωριάζει ώρα με τη ν ώρα , ώσπου θα γίνει ένας ξεβαμμένος κύκλος στη μέση του οφθαλμού.
Στ’ αυτιά μου , πιστέψτε με , φτάνει μια μπερδεμένη μελωδία . Ακούω μια βουή να έρχεται με το Εξπρές του Παρελθόντος . Το πεντάγραμμο γεμίζει με φωνές , με γέλια και κλάματα , με ακαθόριστους ήχους που έχασαν διά παντός την ευκαιρία να καθοριστούν. Αναγνωρίζω μία δεσπόζουσα , μείζονα συγχορδία . Πλανώμαι οικτρά , δεν είναι δεσπόζουσα . Ούτε στη μείζονα κλίμακα εντοπίζεται . Πώς θα γινόταν εξάλλου να διεκδικήσω τη δεσπόζουσα και τη μείζονα , όταν για χρόνια κατέφευγα στην ελάσσονα και τη υποδεέστερη λύση ; Αποσυρόμουν στη σιωπή από φόβο , παρά τις εξαγγελίες μου ότι δήθεν αυτή μου η απόφαση αποτελεί δείγμα ωριμότητας και θάρρους. Πάντως , θέλω να σας διαβεβαιώσω : τούτη εδώ τη στιγμή , η οποία βρίσκεται για μένα έξω από τον χωροχρόνο των ζωντανών , ακούω καθαρά τα πάντα και , αν μπορούσα , θα έκανα μία τομή στο προσωπείο της σιωπής . Ακούω τα λόγια και τους λυγμούς σας , τα μυρμήγκια που ανηφορίζουν και κατηφορίζουν στα χωμάτινα βουναλάκια , τον θρήνο μιας πεταλούδας για το σπασμένο της φτερό , την ανάσα μιας αρκούδας που ξυπνά , το σύρσιμο των σκουληκιών.
Πόσο επιθυμώ να μιλήσω . Οι φωνητικές μου χορδές όμως πάγωσαν σας τους σταλακτίτες και τους σταλαγμίτες των σπηλαίων. Αυτό που άλλοτε ευχόμουν να είχε συμβεί σε στιγμές ψυχικής έντασης , ν’ αντιστεκόταν η φωνή στο θυμικό που την προκαλούσε , τώρα με πληγώνει σαν προσβολή. Μα τι σημασία έχουν από εδώ και στο εξής οι λέξεις που χρησιμοποιώ ; «Προσβολή» , «ταπείνωση» , «αδικία». Απορώ που βρίσκω τη διάθεση αυτή την ώρα για τέτοιου είδους αστεία , αφού όλα όσα κάποτε μου προκαλούσαν ποικίλα συμπτώματα δυσφορίας , έχουν γίνει καπνός μαζί με μένα .
Διανύω ήδη , όντας ολότελα ακίνητο, τα πρώτα χιλιόμετρα στο Τίποτα. Προχωράω όλο και πιο βαθιά στο έρεβος του Αγνώστου ψάχνοντας μιαν απάντηση στα τόσα ερωτήματα που με βασάνιζαν τότε . Προς το παρόν η ραχοκοκαλιά μου θρυμματίζεται μ’ υπομονή και σύνεση από το βάρος των αιώνων που στοιβάζονται επιμελώς πάνω μου. Σπρώχνονται ποιος θα καθίσει πρώτος , σαν να’ ναι μικρά παιδιά που περιμένουν ανυπόμονα στη σειρά για παγωτό ή γλειφιτζούρι. Η αλήθεια είναι ότι περίμενα έναν μεγαλύτερο βαθμό σοβαρότητας και σεβασμού από την αιωνιότητα . Αλλά για εκείνη δεν είμαι παρά ένα καινούριο θήραμα , ένα τρόπαιο που θα παίξει μαζί του στην αρχή κι ύστερα θα το βαρεθεί και θα το παρατήσει στη γωνιά μαζί με τ’ άλλα , λιωμένα στο καμίνι του δογματισμού της , τρόπαια . Βαδίζω , όντας ολότελα στάσιμο, στο διαστημικό μονοπάτι του νέφους που με κυκλώνει. Τυλίγεται γύρω μου σαν πύρινος κισσός και φλέγομαι με μια φλόγα αόρατη. Ψηλαφίζει τον λαιμό μου , κατεβαίνει στο στέρνο , ψαχουλεύει τη σταματημένη μου καρδιά κι εξαφανίζεται. Εξάλλου, γιατί ν’αναλάβει αυτή το άχαρο έργο της εξαφάνισής μου απ’τη στιγμή που άλλοι , περισσότερο ικανοί , είναι σχεδόν έτοιμοι να ξεκινήσουν το ανακυκλωτικό τους έργο , όπως κάνουν εδώ και χιλιετίες με τόσα και τόσα σώματα ;
Όλοι εσείς οι ισοβίτες της ύλης που πέφτετε θριαμβευτές στο φθαρτό πεδίο της εγκόσμιας μάχης , βετεράνοι της αντοχής και λιποτάκτες της επιθυμίας , συνταχθείτε σιμά μου. Παραταχθείτε δίπλα στα άκαμπτα μέλη μου και κρατήστε μου συντροφιά . Ας κάνουμε μαζί μια βουβή διαμαρτυρία ενάντια στο μικρότερο μόριο , το μικρότερο άτομο του άπιαστου Είναι μας , για το οποίο μοχθήσαμε τον καιρό της ύπαρξης δίχως αποτέλεσμα . Ελάτε να διεκδικήσουμε τον ζόφο που ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία του καθενός μας. Εγώ , για παράδειγμα , απαιτώ ένα βελούδινο σκοτάδι , επιφυλακτικό και με κατανόηση , να μιμηθεί το φως που αγαπώ. Άλλα σώματα ζητούν σκοτάδια σκληρά και ανελέητα να τ’ αρπάξουν στον βυθό τους εν είδει ασύλου .
Η ακαμψία μου προοδευτικά μεγαλώνει. Θα’ λεγε κανείς ότι είμαι μια ανθρωπόμορφη , εγγαστρίμυθη πέτρα , όμως κάθε άλλο παρά με άσπαστη πέτρα μοιάζω. Φέρνω περισσότερο σε μια φέτα ψωμιού που μπαινοβγαίνουν από τις σχισμές της ψίχας της προνοητικά υμενόπτερα , καθιστώντας την το επιούσιο γεύμα τους .
Μέχρι εδώ ήταν , αποχωρώ από αυτή τη μάταιη, μεταθανάτια πρόζα μου. Μη δώσετε καμία σημασία σε όσα είπα . Ήταν μονάχα ένας σωρός από φευγαλέες λέξεις που όμως θα’θελα πολύ να ριζωθούν στην κινούμενη άμμο κάποιας βεβαιότητας .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου