Η Elizabeth Hazen από τη Βαλτιμόρη είναι μία από τις πιο ενδιαφέρουσες νέες ποιητικές φωνές των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής .Είχε μάλιστα την τιμή να δει ένα από τα ποιήματά της να δημοσιεύεται στην ανθολογία " Καλύτερη Αμερικανική Ποίηση για το 2013" [ μία έκδοση που θεωρείται ως η σημαντικότερη ετήσια ανθολογία σύγχρονης αμερικανικής ποίησης ] , επιβεβαιώνοντας έτσι την ιδιαίτερη αίσθηση που προκαλεί η ποίησή της ,αλλά και ενισχύοντας την εκτίμηση που έτρεφα προς το πρόσωπό της , όταν διάβασα κάποια από τα ποιήματά της μετά από παρακίνηση ενός φίλου που ζει στην Αμερική .Η Hazen εργάζεται ως εκπαιδευτικός στο Towson .Κατάγεται από την πόλη Bethesda του Maryland . Σπούδασε στο Yale University και ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές σπουδές της στο πανεπιστήμιο John Hopkins το 2001 .Επέλεξα να παρουσιάσω το ποίημα Thanatosis ,το οποίο περιλαμβάνεται στην ανθολογία που προανέφερα .Ακολουθεί μία απόπειρα μετάφρασής του στα ελληνικά .
“Thanatosis”
For those who cannot camouflage themselves,
the alternative to fight or flight is tonic
immobility. The victim’s one trick:
to keel over. The cooling skin expels
foul smells, teeth clench, eyes glaze, the heart sustains
a sluggish thump. What’s outside can’t revive
the creature; it feels nothing, though alive,
paralyzed while the predator remains.
Waiting in the closet behind my mother’s
dresses, scent of hyacinth, I transmute—
mouth pressed in the wool of her one good suit—
into a speechless, frozen thing. The others
call me from far away, but I am fixed
right here. As if these shadows have cast doubt
across my way of seeing, I don’t want out,
and like the prey who plays at rigor mortis,
biding her time when the enemy is near,
while I’m inside this darkness I can see
no difference between death and immobility,
what it is to hide and to disappear.
Μετάφραση από τον Κώστα Τσιαχρή
Για όσους δεν μπορούν να κρύβουνε
τον εαυτό τους κάτω από τις προσωπίδες
μοναδική διέξοδος
για να μπορούν να μάχονται ή να πετούν
είναι μια ζωντανή ακινησία
Το τέχνασμα του θύματος : να καταρρέει
Το παγωμένο δέρμα βγάζει βρώμικες ανάσες
τα δόντια είναι σφιχτά
το σμάλτο των ματιών κι η καρδιά
που κρατά έναν αργόσυρτο χτύπο
Ό,τι είναι έξω δεν μπορεί να ξαναζωντανέψει
αυτό το πλάσμα ας είναι ζωντανό
δε νιώθει τίποτε
Παράλυτο καθώς τ' αρπαχτικά παραμονεύουν
Περιμένοντας μεσ' στη ντουλάπα
πίσω απ΄τα φουστάνια της μητέρας μου ,
άρωμα γυακίνθου , μεταλλάσσομαι -
το στόμα μου κολλάει στο μαλλί
απ' το μοναδικό καλό της συνολάκι -
σ' ένα βουβό και παγωμένο πράγμα
Με καλούν από μακριά , εγώ στοιχειώνω εδώ
Σα να'χουν οι σκιές αυτές
σκορπίσει αμφιβολία στον τρόπο
που κοιτώ τα πράγματα , Δε θέλω να ξεφύγω ,
και σαν το θύμα που καμώνεται
την ακαμψία του πτώματος
και καιροφυλακτεί όσο σιμώνει ο εχθρός
Όσο βουλιάζω μέσα στο σκοτάδι αυτό
δε βλέπω διαφορά
ανάμεσα στο θάνατο και την ακινησία
ανάμεσα στο τι σημαίνει κρύβομαι
και τι εξαφανίζομαι
Κώστας Τσιαχρής 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου