Εμφανιζόμενη ανάρτηση

Η μόνη κληρονομιά

  Ένα ισχνό χαμόγελο  είναι κρυμμένο κάτω από το κράνος μου  Και τρέμει  Τις οβίδες που σφυρίζουν στον αέρα  και συντρίβουν τις ζωές  που κέ...

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2016

Δημήτρης Π. Κρανιώτης "Παζλ"




Να γεννιέμαι στο δάσος
από νερό και χώμα.
Δέντρο να γίνομαι
σκορπίζοντας τα φύλλα.
Να αιωρούμαι ανίερα
ως παζλ στον αέρα.
Να με τρώνε τα πουλιά
ως ρυτίδες με χρώμα.
Ν’ αναζητώ
με “Silver Αlert”
δίχως όνομα,
εμένα.



Ο  Κώστας  Τσιαχρής  σχολιάζει  το  ποίημα  του  Δημήτρη Π. Κρανιώτη

Με  πέντε βουλητικά   εκφερόμενες  φράσεις, μορφικά  ασύνδετες  μεταξύ τους αλλά εσωτερικά  και  χρονικά  αλληλένδετες, αυτό  το λιτό  στιχούργημα- ανάπτυξη μιας υπαρξιακής  επιθυμίας, καταφέρνει να αφήσει μετά το πέρας  της ανάγνωσής του την  εντύπωση που επιδιώκει ο τίτλος του: την ολοκλήρωση μέσα  από  την περιδιάβαση στο  αποσπασματικό. Καλούμαστε λοιπόν να μείνουμε προσεκτικά σε κάθε ψηφίδα, να την εννοήσουμε στο  μοναχικό  της βίο μέσα στο σύνολο και ύστερα, αφού την εκλάβουμε ως βάση για τη διαπεραίωσή  μας στην επόμενη ψηφίδα, να την αφήσουμε να  προστεθεί  αβίαστα στο πλάτος της συνολικής εικόνας. Και βεβαίως είναι ευδιάκριτη εδώ μία ανάβαση από το γήινο  βάθος (σ’ αυτό παραπέμπει  η διαδικασία της γέννησης από δύο πρωταρχικά  γενεσιουργά  στοιχεία, όπως το νερό και το χώμα) στην επιφάνεια (απόληξη  της ζωοποιού  δράσης είναι  το δέντρο) κι από εκεί στο ύψος , με το μετεωρισμό του  δημιουργήματος σε  μια κομματιασμένη του εκδοχή («να αιωρούμαι ανίερα / ως παζλ στον αέρα). Παράλληλα, στην «ανίερη» συνάντηση  με το ύψος, γίνεται  αισθητή τόσο  η φθαρτότητα του μεταρσιωμένου  δημιουργήματος (γίνονται ορατές οι ρυτίδες) όσο και θνητότητά του (τρώγεται  εν τέλει από τα πουλιά). Αλλά εκεί ακριβώς αρχίζει ξανά η  αναζήτηση της  ταυτότητας, όταν πια  το ποιητικό  υποκείμενο  βεβαιώνεται  για  την απώλεια του  ήδη απελευθερωμένου  εαυτού του.




Ο Δημήτρης Π. Κρανιώτης είναι ποιητής με πολλές διακρίσεις στο ενεργητικό του, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Εργάζεται ως Ιατρός Ειδικός Παθολόγος. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές : Ίχνη" (1985), "Πήλινα Πρόσωπα" (1992), "Νοητή Γραμμή" (2005), "Dunes (Θίνες)" (2007) , "Ενδόγραμμα" (2010), "Edda ('Εδδα) (2010) , "Illuzione (Ψευδαισθήσεις) (2010),  ενώ ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε πολλά περιοδικά και ιστοσελίδες.

Δευτέρα 25 Ιουλίου 2016

Κώστας Τσιαχρής "Ελθέτω η απουσία σου" : Σχολιάζει η Άντη Μαραγκίνη





Τι μ’ αφήνεις μόνο;
Αγρίεψε  το σπίτι
Ξεστομίζει μούχλα
Κόβει ασβέστη απ’ το ταβάνι
Τον χιονίζει στα μαλλιά μου
Με γερνά
Τι  μ’ αφήνεις μόνο;
Πέντε το πρωί
Ανοίγουν πόρτες
Βγαίνουν στίχοι
Μπαίνουν ερημιές
και  στήθος λύκου
μ’ αναπνέει
Μ’ αφήνεις  μόνο
Χόρτασαν  τα κάδρα σκόνη
Βήχουν μαύρο τα συρτάρια
κρακ και κρακ
Παντού  τριγμοί
Ελθέτω η απουσία σου
Μ’ αφήνεις μόνο
Ας  έβαζα έστω
τις  ρυτίδες μου σε τάξη
Ελθέτω η απουσία σου
Ας έχωνα το χέρι έστω
να  τραβήξω μέσα απ’ τους σοβάδες
το αρχικό μου δέρμα
Ελθέτω  η απουσία  σου
ή   έστω  την κραυγή του βρέφους
που γεννάει  από τα χείλη του
τον κόσμο
Μόνος
Σφίγγω τους νεκρούς
Μεσίστια  στην παλάμη
ανεβαίνει μια  αστραπή
Ελθέτω
Απόψε βρέχει
Βρέχει  εσένα
κι ίσως
-δόξα σοι  ο λυγμός-
απ’ το πολύ νερό
ξαναφυτρώσει  κάτι

Από  το "Νέο Νόημα"  


Η  ποιήτρια  Άντη Μαραγκίνη σχολιάζει   το  ποίημα  του  Κώστα Τσιαχρή "Ελθέτω η απουσία σου"
Στο "Νέο Νόημα" τα περισσότερα ποιήματα έχουν ως σημείο αναφοράς ένα εσύ. Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για την επίμονη προσπάθεια του ποιητή να αποκαταστήσει μία κλονισμένη επαφή με έναν κόσμο που βρίσκεται έξω από τα δικά του όρια και μέσα στον οποίο εγγράφεται το ζητούμενο νόημα. Ο τίτλος άλλωστε τςη συλλογής το επιβεβαιώνει καθαρά, υπάρχει η επιθυμία αποστασιοποίησης από το παλιό, το οποίο φυσικά ταυτίζεται με το κλειστό περίγραμμα του εγώ, και εξάπλωσης προς την επικράτεια του εσύ. Το εργαλείο για την κατάκτηση αυτής της επικράτειας είναι τις περισσότερες φορές ο έρωτας στη σπερματική του φύση, ως μία κοσμική δύναμη που αποβλέπει στην ένωση των υπαρκτών όντων και στη μετέπειτα εξαΰλωσή τους, στην άνοδό τους σε μία ανώτερη της ύλης σφαίρα. Στο ποίημα "Ελθέτω η απουσία σου" ο αντίποδας της συνένωσης, η μοναξιά, ζωντανεύει με έναν ανατριχιαστικό τρόπο και προβάλλεται εξωτερικά στους ήχους, στους χώρους και στην ατμόσφαιρα ενός σπιτιού. Το σπίτι σα να επιδιώκει να επιδεινώσει το κενό που δεσπόζει στο εσωτερικό του ποιητή, σα να κάνει τα πάντα, για να μεγεθυνθεί η αίσθηση της απουσίας. Ρίχνει τον ασβέστη στα μαλλιά του προσώπου που μιλάει και τον κάνει να φαίνεται και εξωτερικά γερασμένος. Τα έπιπλα συνωμοτούν κι εκείνα. Επιστρατεύουν τη σκόνη και τους ακανόνιστους θορύβους, για να υπενθυμίσουν το βέβαιο, ότι δεν υπάρχει ίχνος άλλης ζωής στο εσωτερικό του σπιτιού.Ο ποιητής χρησιμοποιεί έντεχνα τις επαναλήψεις στίχων για να κατευθύνει την προσοχή του αναγνώστη στο επιδιωκόμενο συναίσθημα, ενώ παράλληλα το ποίημα αποκτά μία θεατρική φυσιογνωμία. Κι ενώ αρχικά το ενδιαφέρον εστιάζεται στο εσωτερικό του σπιτιού, από τη μέση και κάτω ο ποιητής ρίχνει το βάρος στον εαυτό του και στο πώς ο ίδιος βιώνει την απουσία του αγαπημένου προσώπου ή γιατί όχι την υπαρξιακή μοναξιά του. Το ποίημα μεταφέρει έναν βιβλικό τόνο, με την επανάληψη της παράκλησης "Ελθέτω η απουσία σου". Νομίζεις ότι η προσευχή και η απευχή συνυπάρχουν, γιατί και το ίδιο το πρόσωπο που μιλά έχει συνειδητοποιήσει το αναπόφευκτο. Αισθάνεσαι πως και δε θέλει και θέλει. Ταυτόχρονα ψάχνει για υποκατάστατα. Αυτό το πνεύμα έχει η επιθυμία αποκατάστασης των ρυτίδων,η επιστροφή του αρχικού δέρματος, δηλαδή της νιότης,η επάνοδος στην παιδικότητα με την κραυγή του βρέφους.Στο τέλος μάλιστα του ποιήματος, αφού επέρχεται το ξέσπασμα, το οποίο πολύ παραστατικά αποδίδεται με τη βροχή, επιζητείται μέσα από την αίσθηση του πνιγμού, η τελική λύτρωση, η ελπίδα αναγέννησης. Ο Κώστας Τσιαχρής με το γνωστό του ύφος, τον απότομο σα λεπίδα μαχαιριού στίχο, ο οποίος πρέπει να διαβαστεί αυτόνομα, με την αφαίρεση στην έκφραση, τόσο που να υπακούει στο δόγμα "η ουσία βρίσκεται στο λιτό", με την εικονοπλαστική του δύναμη και τις τολμηρές μεταφορές, μας δίνει εδώ μια ζωντανή περιγραφή με λέξεις του τι σημαίνει να φλέγεται κανείς εσωτερικά.

Άντη   Μαραγκίνη 




Κυριακή 24 Ιουλίου 2016

Ε.Μύρων "Κι αν σας φαίνεται σκληρό"





Κι αν σας φαίνεται ωμό και σκληρό
αυτό το ποίημα
να ξέρατε μονάχα, πόσο ωραιοποίησα τον πόνο.

Πόσο σφιχτά βούλωσα το στόμα μου
να μην ακουστούν ολόκληρες οι κραυγές της γέννας.

Πόσα παγάκια κατάπια
για να μην κάψω το χαρτί με την ανάσα μου.

Πόσο λευκό χρειάστηκα
για να σπάσει το μαύρο
και να σπείρω ορχιδέες
δίπλα στα κοφτερά μου δόντια.


Αν σας φαίνεται ωμό και σκληρό
αυτό το ποίημα,
που να βλέπατε
πόσο τραχύ είν’ το βλέμμα
του όταν σας κοιτά
να απορείτε.

Ο Κώστας  Τσιαχρής  σχολιάζει  το ποίημα 
Είναι μια πρόκληση οι στιγμές εκείνες κατά τις οποίες το ξάναμμα που ανταριάζει τα βάθη του ποιητή, καταφέρνει να δραπετεύσει από το δεσμωτήριο της εσωτερικής του φθοράς, και βγαίνει γυμνό και τρομαγμένο μέσα στην τύρβη του λόγου , για να ντυθεί έκφραση κοφτερή και ουσιώδη. Εδώ ,εντούτοις, το τελικό αποτέλεσμα είναι η προβολή σε στίχους της μάχης του αφηγητή με το αληθινό ποίημα, αυτό που μασκαρεύτηκε και κατά έναν τρόπο εξημερώθηκε, για να μην τρομάξει πρώτα απ' όλα τον ίδιο το δημιουργό του. Μέσα όμως από αυτή την περιγραφή της διαδικασίας με την οποία αμβλύνεται η ωμή λεκτική απόδοση του πρωτογενούς ποιητικού υλικού, γεννιέται εν τέλει σε ένα μεταλεκτικό επίπεδο η ίδια εντύπωση της ωμότητας που ήθελε αρχικά να απελευθερώσει ο ποιητής. Γεννιέται η ώριμη γεύση του πόνου μέσα από τον εξορκισμό της άγουρης εκδοχής του. Και γι' αυτό, παρόλο που ο αναγνώστης δε βλέπει τις πληγές, τις αισθάνεται και τις διαβάζει καθαρά.



Δευτέρα 18 Ιουλίου 2016

Αλεξάνδρα Σωτηράκογλου: Ένα ποίημα από το "Μοναχοπαίδι"



Αδερφέ μου,
Σε σκέφτομαι –
πιο πολύ σε σκέφτομαι τα βράδια.
Το ότι δε γεννήθηκες υπήρξε η εγωιστική σου
(η μία κι εγωιστική σου) πράξη.
Κάθομαι και κοιτώ τους τοίχους του σπιτιού μας.
Στην αρχή τους μισείς,
έπειτα τους συνηθίζεις,
τέλος΄ τους έχεις ανάγκη.
Βιώνω μιαν απίστευτη ένταση
-παρά τον υποτονικό τρόπο ζωής μου-
κοχλάζει η μανία να καταστρέφω παρά τη φύση μου.
Βαδίζω στο δρόμο που χαράχτηκε για σένα.
Αν αυτή η ανάγκη δεν είναι χαρακτηριστικό του φύλου μου
αλλά η δική σου ενσαρκωμένη επικυριαρχία,
οι γονείς μας γελάστηκαν!
Μα μη μ΄αφήσεις΄
όπως και να΄χει μη μ΄αφήσεις.

Σε φιλώ,
η αδερφή σου

Αιφνιδιαστικός ο τρόπος που αυτή η ποιήτρια ανασηκώνει το προσωπείο του φύλου και χύνει αλήθεια εκεί που οι δυο ταυτότητες αντιμέτωπες, χωρίς κανένα καταφύγιο, σμίγουν παράξενα και κόβεται ο ομφάλιος λώρος με το αρχέτυπό τους. Αρσενικό και θηλυκό ανοίγουν εδώ τα σύνορά τους και υπενθυμίζουν πως κάθε ον, κάθε γέννημα είναι απλώς μια εκδοχή, η οριστικοποίηση μιας παρ' ολίγο άλλης πιθανότητας. Και κάπως έτσι το ποιητικό υποκείμενο αισθάνεται την ανάγκη να αποτίσει έναν φόρο τιμής στην αγέννητη εκδοχή του, στο αίμα που συνέχει το σχηματισμένο με το ασχημάτιστο

Κώστας  Τσιαχρής 






Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

Γιώργος Ν.Ευσταθίου Δύο ποιήματα από την " Τρυφερότητα των άκρων"



Ήθελε τόσο να του πει: Μη φύγεις
στα πόδια του να πέσει, να συρθεί
με χέρια ανοιχτά ν' αρχίσει παρακάλια.

Ήθελε τόσο να φωνάξει: Μείνε λίγο
τα ίδια λόγια πες μου, τα ίδια πάλι
ακόμα μια φορά κι ας είναι ψέματα.

Δεν έβγαλε μιλιά, δεν είπε ούτε λέξη
όχι πως μέτρησε να μην τσαλακωθεί
ήτανε θέμα αισθητικής και τίποτα άλλο.

Γήινος και ανθρώπινος λόγος, καμωμένος από τη μαθητεία του κάθε Εγώ πάνω στη δική του και στην άλλη σάρκα. Ερωτικός με τον τρόπο που διαπερνά τον Έρωτα ο μεγάλος δάσκαλος Ντίνος Χριστιανόπουλος, με προσήλωση, με κόπο, με σκάψιμο, με τριβή, με ανείπωτη θέληση και ολοκληρωτική παράδοση. Μόνο που εδώ τα άκρα του σώματος, χέρια και πόδια, γίνονται μικρά, ηδονικά ακρωτήρια,από τα οποία γαντζώνεται απελπισμένα ο ναυαγός του ερωτικού πάθους, για να διασώσει τα απομεινάρια του και να τα θερμάνει μέσα στη χόβολη της ποίησης. Η "Τρυφερότητα των άκρων" είναι η πρώτη ποιητική συλλογή του Γιώργου Ν.Ευσταθίου και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις "Οδός Πανός".Στίχους του ποιητή έχουν μελοποιήσει ο Δημήτρης Παπαδημητρίου και ο Σταμάτης Κραουνάκης 

Κώστας  Τσιαχρής 

Έσκυψε και ξαφνικά του φίλησε τα πόδια
σημάδι ολοφάνερο της άγριας τρυφερότητας
έμοιαζε κύμα ορμητικό που σκάει στην άμμο
η μέσα θάλασσα βρήκε διέξοδο∙ τον τρόπο.

Τα πήρε μες τα χέρια του μ’ όλο τον σεβασμό
ωραία πέλματα, τόσο γερά, καλοσχηματισμένα
με δάκτυλα συμμετρικά, δέρμα σχεδόν εφηβικό
– μακάρι να βρισκόταν πρόχειρο κανένα μύρο.

Τα πήρε μες τα χέρια του με δέος∙ σιωπηλός
τα σκέπασε με χάδια∙ για ώρα τα κράτησε απαλά
όπως κρατάς καμιά φορά προτού να κοιμηθείς
ένα βιβλίο ανοιχτό στην τελευταία του σελίδα.






Σάββατο 9 Ιουλίου 2016

Σελάνα Γραίκα " Ο πλανήτης Αγάπης"



Ο πλανήτης  Αγάπης 

είναι τώρα ψηλά
κι είν’ η αύρα της πρωϊνής κίνησης
ξεκινώντας να σβήνει το φως π’ αγαπά.
Όλη τη νύχτα σάλευε το γιασεμί στο παράθυρο
χορευτής άξιος που χορεύει στον τόνο
Και είπα:
Μονάχα με μένα της κάνει, της καρδιάς
να ευθυμήσει.
Και είπα:
Τι σημάδια είναι ετούτα, για κάποιον
που ποτέ  δεν θα γίνει δικός σου;
κι αναστέναξε ο Μαρτιάτικος άνεμος
βάζοντας το πετράδι- σημάδι στο πόδι σου
κι ήταν το γιασεμί ξυπνητό όλη τη νύχτα
για το χατήρι σου
γνωρίζοντας την υπόσχεσή του σε μένα!..
Σε ξεριζώνω, γιασεμί μου, από τις ρωγμές
εκεί σε κρατώ,
ρίζα και όλα
μέσα στο χέρι μου, μικρό λουλουδάκι
τι είσαι εσυ,
ρίζα και όλα
και όλα μέσα σε όλα.
Έλαμψ’ ο ήλιος μέσ’ απ’ τα φύλλα
και φλόγισε τα μπρούτζινα γόνατα,
σαν μια φλόγα μονάχα που καίει μαζί
βγάζοντας στεναγμό για την αυγή και εσένα.


Είναι ωραίος άθλος να πετυχαίνει να αποδώσει ένας ποιητής τις πιο κρυφές κινήσεις μιας ερωτευμένης ψυχής με τρόπο που να μεταγγίζεται αυθόρμητα το βιωμένο σκίρτημα σε μιαν άλλη, ουδέτερη ψυχή. Εισχωρώντας στα άδυτα του λυρισμού, περιφέροντας το συναίσθημα έξω από τα «πάσχοντα» σώματα και προσγειώνοντάς το στο διαρκές λίκνισμα ενός λουλουδιού, η Σελάνα Γραίκα σωρεύει λαμπυρίσματα, παλμούς, ακουστικά ρινίσματα και καύματα, όλα αποκυήματα αυτής της μεγάλης παρατονίας που λέγεται Έρωτας, και τα ξαπλώνει περιπαικτικά πάνω στους στίχους της. Κι είναι τόσο ανθρώπινη και τρυφερή εκείνη η αποστροφή στο γιασεμί, στον –ας πούμε- ποιητικό αχθοφόρο του εσωτερικού πάθους, που είναι δύσκολο να μη λοξοδρομήσει η ανάγνωση προς μία εμπειρία απολύτως ευφορική…

Κώστας  Τσιαχρής 



Γεννημένη το 1980 , η  Σελάνα Γραίκα, ψευδώνυμο της Ελένης  Χαϊμάνη, εξέδωσε το 2015 την πρώτη της ποιητική συλλογή «H ποίηση στα πλαινά των στίχων» 



Κυριακή 3 Ιουλίου 2016

23 μέρες : Επίσκεψη στην ενδοχώρα ενός έργου σε εξέλιξη





 «Συχνά με ερεθίζουν οι  άλλες  λέξεις. Κείμενα άλλων  που διαβάζω και μου μιλάνε  δημιουργούν μια διάθεση μέσα  μου που μπορεί  να αποτελέσει  τον οδηγό  για τη δική μου γραφή...γίνεται μια μυστική  γοητευτική ζύμωση»

     Ζύμωση. Λέξη κομβικής σημασίας  για την κατανόηση του πνεύματος  και  της   τεχνικής  σύνθεσης  αυτού του  βιβλίου. Χαμαιλεοντική συγγραφική  παρουσία  η  Ασημίνα  Ξηρογιάννη  «ζυμώνει» εδώ το κείμενό της μ’έναν τρόπο που παραπέμπει σε μία προσφιλή καλλιτεχνική της  δραστηριότητα, στο κολλάζ. Τοποθετεί δηλαδή  ετερόκλητα   στοιχεία, τα οποία ζυμώνονται με μία διαδικασία αργή και υπόγεια, για να παραγάγουν στο τέλος το επιθυμητό αποτέλεσμα. Έτσι, αριθμοί, σημεία στίξης, τίτλοι έργων, φράσεις, ονόματα προσώπων, διάλογοι, αποσπάσματα από έργα άλλων ποιητών, με λίγα  λόγια διακειμενικά και περικειμενικά στοιχεία διεκδικούν με σθένος  την παρουσία  τους μέσα  στο  ποιητικό  γίγνεσθαι.
     Ταυτόχρονα  ανοίγεται  ένα πεδίο διαλόγου μεταξύ των διαφορετικών  αλλά  παραλλήλως συγγενικών  μορφών της τέχνης. Ποίηση, ζωγραφική, κινηματογράφος, θέατρο, πεζογραφία, συναντώνται  εδώ, όχι μόνο για προβληθεί ποικιλότροπα η ιδέα, αλλά κυρίως για να καταδειχθεί η καταλυτική επίδραση του ενός πεδίου έκφρασης πάνω στο άλλο. Αυτό το σκοπό εξυπηρετούν για παράδειγμα οι εικαστικές αναφορές [«Πάνω από το κρεβάτι που τους φιλοξενούσε υπάρχει  ο πίνακας του Μουνκ :το  φιλί» ] ή η θεατρική  επίγευση   που αφήνει  σε  αρκετά  σημεία   η  ανάγνωση .
    Γεγονός  είναι πάντως ότι ο περικειμενικός χώρος δεν αποτελεί  απλώς ένα σημείο αναφοράς, μια αφορμή για την εκκίνηση της έμπνευσης. Έχει μεν τη δική του αυτόνομη ζωή-παρουσία, συγχρόνως όμως νοηματοδοτεί, σχολιάζει, συμπληρώνει, ανατέμνει, «ανα-γιγνώσκει» ή και  υπονομεύει το καθαυτό κείμενο. Μοιάζει περισσότερο  με ένα πεδίο βολικό, γνώριμο, χαρτογραφημένο, που βοηθά την ποιητική φωνή να εκμαιεύσει το αχαρτογράφητο. Ή αλλιώς το περικειμενικό πλαίσιο  λειτουργεί ως ένα κάτοπτρο μέσα στο οποίο  η ποιητική φωνή αντικειμενοποιεί τις εσωτερικές της συλλήψεις, για να μπορέσει έπειτα ξανά, και με το άλλοθι της συνομιλίας με άλλες  συμπάσχουσες, ποιητικές  φωνές, να δώσει  στο αντικείμενό της την κατάλληλη  καλλιτεχνική-αισθητική μορφή.
     Κι όλο αυτό το παιχνίδι της ανακάλυψης του αδοκίμαστου μέσα από  το δοκιμασμένο μεταφέρεται στο χαρτί μέσα από την αξιοποίηση  των συμβάσεων του θεατρικού  λόγου. Τέτοια συμβατικά στοιχεία  είναι  για  παράδειγμα  οι σκηνικές  οδηγίες  πριν από την εκφορά του λόγου του πρωταγωνιστικού προσώπου, η ύπαρξη του  προσώπου αυτού, καθώς και ενός βωβού συμπρωταγωνιστή, η εσωτερική- κατά κύριο λόγο – δράση, η οριοθέτηση  της δράσης αυτής μέσα σε συγκεκριμένα χωρικά και χρονικά πλαίσια, ο σκηνοθέτης-αφηγητής, ο οποίος  παρακολουθεί , θα έλεγε κανείς , συγχρονικά τα πρόσωπά του, για να τα καθοδηγήσει στην αμέσως επόμενη κίνησή τους και να τα περιβάλει έτσι με τη γοητεία  της ρευστότητας. Με  τη λογική αυτή, ακόμη και το ίδιο το κείμενο μπορεί να λειτουργεί  ως ένας υποθετικός κόσμος, ως ένα σχεδίασμα, έτοιμο να ικανοποιήσει μια δυνατότητα ή να ανατραπεί. Γιατί  αυτό που πρωτίστως ενδιαφέρει εδώ την Ασημίνα Ξηρογιάννη ως συγγραφέα δεν είναι βεβαίως η σύλληψη της  τελειότητας (η οποία ούτως ή άλλως δεν υπάρχει), αλλά η αποτύπωση των αναστολών, των πιθανοτήτων, της πρώιμης παραγωγής ιδεών και μορφικών σχημάτων, των ζυμώσεων- να πάλι η λέξη κλειδί- του νου και της ευαισθησίας, των στίχων που θα μπορούσαν έναντι άλλων να λάβουν θέση μέσα στο ποίημα [«Δεν ξέρει  ακόμα αν θα είναι αυτή η τελική μορφή του  ποιήματος» / «άσκηση επί χάρτου» ]
    Στο τέλος παρόλο που επιτυγχάνεται ένα είδος ολοκλήρωσης της ποιητικής νουβέλας, το όλο εγχείρημα δίνει σκόπιμα την εντύπωση του ατελούς, του επιδεκτικού σε ανατροπές. Μερικές φορές πάλι  τα υποτιθέμενα  ποιήματα  φαίνονται  ως τεχνικές οδηγίες  εις εαυτόν για  τον τρόπο με τον οποίο  θα στηθεί το  «αληθινό ποίημα».Το περίεργο , ωστόσο , είναι ότι  το «δυνάμει» ποίημα καταφέρνει να υπερβαίνει  το πεδίο της δυνατότητας  και να αποκτά , ας μου επιτραπεί ο όρος, «αισθητική αυτάρκεια».Σ’ αυτό το τελευταίο  συμβάλλει ίσως καθοριστικά το γεγονός ότι η πράξη της συγγραφής περιλαμβάνει ως αναπόσπαστο συστατικό της τη σκηνοθεσία. Έτσι, με τη σκηνοθετική παρέμβαση της συγγραφέως , οι λέξεις και οι στίχοι αποκτούν μια οπτική  δυναμική, ικανή από μόνη της να τοποθετήσει τον αναγνώστη στη μεριά της ποίησης.
     Επιπλέον, το έργο αποτελεί στην ουσία ένα λογοτεχνικό υβρίδιο, ένα  ζευγάρωμα ποίησης και  διηγηματογραφίας, κινούμενο με ισορροπία  ανάμεσα  στην αφαίρεση του  ποιητικού λόγου  και στη συμβατικότητα της  αφήγησης, και  η συγγραφέας μεριμνά τόσο για το ένα όσο και για το άλλο. Από τη μία, δηλαδή, φροντίζει για την ελλειπτικότητα του  λόγου, κάτι που δικαιολογείται και από την ιδιότητα της ηρωίδας της (είναι ποιήτρια), από την άλλη μας υπενθυμίζει τόσο τη θεατρική όσο και την αφηγηματική λειτουργία  του κειμένου της. Πάνω σε αυτό το πλαίσιο, ακολουθεί την τεχνική του σταδιακού φωτισμού των δεδομένων, βοηθώντας  τον αναγνώστη να λύσει τις απορίες του με έναν τρόπο καθαρά «δραματικό» και όχι  «στατικό». Το ξετύλιγμα της δράσης είναι με άλλα  λόγια αυτό που συμπληρώνει τα χαμένα κομμάτια στην αρχή της σύνθεσης.
     Κυρίαρχο , τέλος ,  συναισθηματικό στοιχείο σε όλο  το  έργο είναι  η κατάθλιψη .Η ηρωίδα είναι καταθλιπτική , «αγαπά  τις καταθλίψεις της» - την ίδια στιγμή κρατά αποστάσεις  ασφαλείας  με τα «σθεντόν» -  συνομιλεί νοερά με καταθλιπτικές  ομοτέχνους της (Σύλβια Πλαθ), ελέγχει το ενδεχόμενο της αυτοκτονίας  και το εξιδανικεύει [«Και θα’ναι αυτή, γράφει, μια στάση ηρωική»], επιλέγει να χρωματίσει τα κείμενά της με έναν ρομαντικό τόνο και καταδικάζει τον εαυτό της σε μία κατάσταση  εγκλωβισμού. Από αυτή την ασφυξία γεννά    τελικά τα ποιήματά της [«Αν πάλι κάποιος είναι μόνος του / ολομόναχος, κλεισμένος σε έναν τέτοιο μικρό χώρο/ για πολλές συνεχόμενες μέρες (23 ας πούμε)/ πάλι θα ασφυκτιά...από τη μοναξιά του ίσως./Και σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να γεννηθεί ένα ποίημα»]
     Περατώνοντας  τη μικρή αυτή επίσκεψη  στην ενδοχώρα του έργου, μπορεί να πει κανείς  ότι  οι «23 μέρες»  της  Ασημίνας  Ξηρογιάννη απομένουν στη συνείδηση του αναγνώστη ως μία  πρόβα κατασκευής  ενός  ποιητικού έργου που  υποκαθιστά εν τέλει  το ίδιο το  έργο. Και   χωρίς  αμφιβολία  , η  διαρκής  εντύπωση της δοκιμής καθίσταται σταδιακά  απόλυτη βεβαιότητα για την ευόδωση  της  απόπειρας .

Οι  "23 μέρες"  της  Ασημίνας  Ξηρογιάννη κυκλοφόρησαν  το  2015  από τις  εκδόσεις "Γαβριηλίδης" 

Κώστας  Τσιαχρής


 

Σάββατο 2 Ιουλίου 2016

Γιάννης Κουβαράς "Προσευχή"







Ω  μητέρα  Ποίηση
                   εκποίηση  αίματος
                   μεταποίηση  σκότους
                   αποποίηση  αδικίας
                   ενοποίηση  του παντός
                   του μέγιστου  Έρωτα  και του  Θανάτου
                   άσμα κύκνειο
δώσε  τη  γαλήνη
στους αυτόχειρες  διακόνους  σου
και στους  άλλους
που δεν πρόφτασαν
δώσε  σ' όλους  την κομμένη  γλώσσα  τους 
                                              ένα  όνομα 
και  πάρτους  στην αγκάλη  σου 
γιατί  κρυώνουν έξω απ' τον περίβολο
                             των νεκροταφείων
που τα πουλιά  κελαδούν ανυποψίαστα

Ποίηση
           κυριακάτικη  φορεσιά  της γλώσσας
                            ελθέτω η βασιλεία  Σου

Από  την ποιητική συλλογή του Γιάννη  Κουβαρά "Δωρητής Σώματος"



Με μια ανεπαίσθητη ειδωλολατρική προσήλωση και με το μυαλό του αναγνώστη να συνείρει τη "Μητέρα Ποίηση" με τη λατρεία της Μητέρας Θεάς των αρχέγονων θρησκειών, ο ποιητής Κουβαράς στέκεται ως μεσολαβητής ανάμεσα στη θεία και στην ανθρώπινη εκδοχή της ύπαρξης κι υψώνει τον παρακλητικό του ύμνο στη θεότητα εκείνη που θα λειτουργήσει , κατά τη δική του ευαισθησία, λυτρωτικά για τον άνθρωπο. Ως εκφραστικά του σύνεργα σ' αυτή τη συνομιλία με το υπέρτατο μόρφωμα, με την υπερβατική πτυχή του "ηδυσμένου λόγου" χρησιμοποιεί την επιφωνηματική εκφορά των λέξεων, έναν τρυφερά ικετευτικό τόνο, μια παιγνιώδη ανακατασκευή της λέξης "ποίηση" και μία άκρως ευρηματική, βιβλικής φρασεολογίας,  απόληξη.

Κώστας  Τσιαχρής 



Παρασκευή 1 Ιουλίου 2016

Χρυσή Καρπαθιωτάκη "Το χρυσόψαρο"






Την εποχή της Μεγάλης Παρένθεσης, εννοώ, όταν μπήκαν όλα μέσα στην παρένθεση, οι σχολικές μου εκθέσεις, τα κραγιόν μου κι οι εφιάλτες μου, βρέθηκα ξαφνικά εντελώς μόνη σ’ ένα περιβάλλον τόσο μα τόσο απρόβλεπτο, κι αυτά τα γαλάζια μάτια που ξεπρόβαλλαν κάποτε μέσα στο σκοτάδι, ίσως δεν ήταν παρά η αντανάκλαση των περασμένων ερώτων μου. Οι έρωτες παίρνουν καμιά φορά ένα χρώμα γαλάζιο, όχι βέβαια ακριβώς γαλάζιο, πιο πολύ σαν ξεθυμασμένο μωβ, όπως τα ρούχα άμα τα μπλέξεις στο πλυντήριο. Με γοήτευαν ανέκαθεν τα πλυντήρια, όπως άλλωστε και τα μίξερ και τα καρουζέλ κι ο,τιδήποτε άλλο στριφογυρνάει έτσι υπέροχα παραμορφώνοντας την οπτική των πραγμάτων, τις νύχτες που γυρνούσα στο σπίτι μεθυσμένη έπεφτα στο κρεβάτι με τα παπούτσια κι αφηνόμουν να στροβιλίζομαι, νομίζω ήταν μονάχα τότε που υπήρξα πραγματικά ευτυχισμένη. Τα μαλλιά μου μεγάλωναν απότομα, παραμέριζαν τις κουβέρτες και χύνονταν στο πάτωμα, πίεζαν τα κίτρινα πλακάκια, άνοιγαν τρύπες, σέρνονταν στο ταβάνι του κάτω ορόφου, όπου ζούσε ο μελαγχολικός ταχυδρόμος με τη γυναίκα του, την άκουγα να ουρλιάζει κάθε φορά που τα μαλλιά μου τρυπούσαν την οροφή της. Εγώ όμως, α, εγώ ονειρευόμουνα για γείτονα ένα ρετρό φοιτητή με φαβορίτες και στενό κόκκινο πουλόβερ, που θα καταδεχόταν ν’ απαγχονιστεί με τις τούφες της κόμης μου, ώστε ν’ αναγορευτώ επιτέλους δικαιωματικά ικρίωμα. Μ’ αυτές τις σκέψεις έμενα μέρες και μέρες ξαπλωμένη, μέχρι που κάποια φορά ήρθε ο Λουκάς να με μαλώσει που είχα αποξεχαστεί, δεν είναι ακόμη ώρα μου είπε και μ’ έκλεισε στη ντουλάπα για ν’ αλλάξω ρούχα. Εγώ βέβαια ήξερα ότι το έκανε για να μη τον δω που πέταγε στα σκουπίδια το πεθαμένο χρυσόψαρο, βγήκα απ’ τη ντουλάπα με το νυφικό της μαμάς, το ψάρι μου πέθανε από έρωτα είπα κι αυτός με χαστούκισε για την αναίδειά μου, είναι πρόστυχο να φορτώνεις στους άλλους τις αδυναμίες σου μου φώναξε κι άναψε τσιγάρο. Ο καπνός του Λουκά έβγαινε μενεξελής απ’ τα ρουθούνια του, κι εγώ τον παρατηρούσα ακουμπισμένη στο κομό, τα λακκάκια στα μάγουλά του ήταν τόσο νοσταλγικά που σχεδόν δάκρυσα, στην πραγματικότητα επειδή θυμήθηκα μια αξεδιάλυτη ομορφιά που συνάντησα κάποτε στο σταθμό ενός τρένου. Και τόσο πολύ με συνεπήρε η ανάμνηση εκείνου του μαγιάτικου πρωινού που νομίζω μεταμορφώθηκα σε κήπο. Κι ενώ οι τουλίπες ξεχείλιζαν ήδη από το μπούστο του νυφικού κι ο κισσός είχε αρχίσει να τυλίγεται στο λαιμό μου, ο Λουκάς με κοίταξε υποτιμητικά, τι θεατρινισμός, μου είπε, κι όμως ξέρεις ότι ποτέ δε θα ξαναζήσεις ένα τόσο κίτρινο πρωινό. Ο Λουκάς πάντοτε μάντευε τη σκέψη μου και γι’ αυτό δεν του θύμωσα, κι ας το έβρισκα αγένεια να μου θυμίζει έτσι απροκάλυπτα την αποτυχία μιας ολόκληρης ζωής. Μετά όμως με πήρε το παράπονο, εγώ δεν έφταιγα καθόλου είπα λαχανιάζοντας κι ο κισσός έφερε άλλη μια βόλτα στο λαιμό μου, δικό του ήταν το λάθος που παρέλειψε να μου πει πώς θα τον αναγνωρίσω, εγώ ήμουν εκεί αλλά μέσα σε τόσο κόσμο τον έχασα. Ο Λουκάς γέλασε δυνατά και μου φύσηξε στα μούτρα ένα σύννεφο μενεξελή καπνό, πνίγηκα στο βήχα κι όλο το δωμάτιο έγινε μωβ, το νυφικό με στένευε, τι έχεις-λοιπόν-να πεις-τώρα, μου είπε σχεδόν τραγουδιστά, και τότε νομίζω τον μίσησα, το χρυσόψαρό μου πέθανε από έρωτα του είπα πεισμωμένα, κι αν δεν το πιστεύεις είσαι ανάξιος, έτσι μαλώσαμε οριστικά με το Λουκά και δεν τον ξανάδα ποτέ. Τώρα μένω ανενόχλητη μέρες και μέρες ριζωμένη στο κρεβάτι μου, ακούγοντας πάντα τα ουρλιαχτά της γυναίκας του μελαγχολικού ταχυδρόμου, και το νυφικό της μαμάς το πούλησα σ’ ένα περιοδεύοντα θίασο της συμφοράς. Κι έτσι είμαι απολύτως ήρεμη κι ευχαριστημένη. Το χρυσόψαρο μονάχα, αυτό μου λείπει κάπως πού και πού.

Από τη συλλογή "Χάντρες ,οκτώ  εξομολογήσεις κι ένας επίλογος"

Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον ένας λογοτέχνης να στέκεται στο σύνορο μεταξύ ποίησης και διηγηματογραφίας, να πασχίζει να στεριώσει τα πόδια του καλά και στις δύο μεριές,να επιλέγει το ανακάτεμα παρά την καθαρότητα, να προβάλλει τα γνωρίσματα της μιας συγγραφικής περιοχής πάνω στην άλλη, και στο τέλος να μην αφήνει καμία αμφιβολία για την απόλυτη επιτυχία του εγχειρήματός του. Εδώ η ποίηση όχι απλώς λοξοκοιτάζει,τοποθετεί απέναντί της το πεζογράφημα,το ανατέμνει,το αφαιμάσσει, το προκαλεί, του δίνει καινούργιες συντεταγμένες, στο τώρα και στο αύριο. Αφήνεται σε έναν αμαρτωλό χορό μαζί του, περισσότερο για να βρει εκείνη το δικό της βηματισμό και να απελευθερωθεί από τα συμβατικά σχήματα ή τους κανόνες που περιορίζουν το εκτόπισμά της. Το "χρυσόψαρο" , η πρώτη από τις οκτώ εξομολογήσεις της Χρυσής Καρπαθιωτάκη,μια χάντρα σε ένα αφαιρετικά κατασκευασμένο ποιητικό βραχιόλι,απεικονίζει εύγλωττα τον τρόπο σύνθεσης της ποιήτριας: ένας ολότελα παρενθετικός κόσμος ανοίγει διάπλατα τις ερμητικές καμπύλες του και αυτά που περικλείονταν με δύναμη μέσα του, χύνονται ξαφνικά μπροστά μας και ανασυντάσσουν τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να αντιληφθούμε την πραγματικότητα. Όνειρο και γεγονός χωνεμένα. Ο μέσα και ο έξω κόσμος σε μια σχεδόν ερωτικής φύσεως επικοινωνία.Και στο τέλος αυτό που κερδίζει τη μάχη ανάμεσα  στο βαρύνον και στο ελαφρύ ,είναι ασφαλώς το δεύτερο (Το χρυσόψαρο μονάχα, αυτό μου λείπει κάπως πού και πού).
Κώστας  Τσιαχρής