[Από τη συλλογή "Μικρές Αγγελίες και Ειδήσεις" ,2008]
Στις
όχθες του Ρουβικώνα
Ρουβίκωνα στα μέτρα τους
δεν βρίσκουν.
Νυχθημερόν αποστηθίζουν
στρατηγικές μαχών
συνταιριάζοντας νέφη.
Προστάγματα προβάρουν
χαμηλόφωνα
τις σπάθες ακονίζουν
βραδυκίνητα
και για να κοιμηθούν,
βάζουν σε αλφαβητική σειρά
λογής Ονομασίες
παράδρομων ασήμαντων
της Ρώμης
με μάτια άυπνα
στο κόκκινο της συγκλητικής
τηβέννου.
Στρατοπεδευμένοι
στον ίσκιο των βουνών
νιώθουν τα γένια και τα νύχια να μακραίνουν
νέοι, σφριγηλοί και ρωμαλέοι
αυτοί που δεν θα ξαναγίνουνε Ρωμαίοι.
Γιατί Ρουβίκωνα
στα μέτρα τους δεν βρίσκουν.
[Από τη συλλογή "Ρουβίκωνας στα μέτρα μας", 2011]
Ενεός…
μπροστά στην όραση
Μια κοπέλα
μεγαλώνει στα μάτια μου. Όσο τα ανοίγω, τόσο απλώνεται, εκπτύσσεται γαργαριστή
σαν κάποιο πλατύμακρο ποτάμι, που τα υγραίνει. Με καθάρια υδάτινα βλέμματα
κατακλύζω τον κόσμο και τα πράγματα μουσκεύουν, μαλακώνουν και παίρνουν σχήμα
αληθινό.
Έτσι
πότε το σπίτι
είναι ένα μεγάλο στόμα που καταπίνει σιωπές σαν ηρεμιστικά για να κοιμηθεί και
πότε όχι,
πότε τα μάτια
των ανθρώπων είναι ανάποδες πινέζες που εξακοντίζουν λήθη και πότε όχι,
πότε τα κορμιά
κάτω από τα παλτά είναι οι πύρινοι κίονες της κόλασης, άκαυτα στην αιωνιότητα
και πότε όχι,
πότε η κιθάρα
είναι μια λεπτοκαρυά που στοίχειωσε στο ξύλο της των σπίνων το τιτίβισμα και
πότε όχι,
πότε τα αστέρια
είναι οι τρύπες που άνοιξε στον ύπνο του κόσμου το μυδραλιοβόλο του Θεού και
πότε όχι,
πότε το
ασταμάτητο γάβγισμα των πεινασμένων σκύλων οιωνός για κάποια παντοτινή παύση
της Ιστορίας και πότε όχι.
Κι όμως στην
χίμαιρα ζωή υπάρχει μια τρανή παρηγορία: η υδάτινη γυναίκα των ματιών μου που
όλο μεγαλώνει, κάποτε θα σκίσει τα μάτια μου και θα νιώσει τον κόσμο έξω τους.
Τυφλός, θα είμαι
ο πρόγονος μιας νέας όρασης.
[Από τη συλλογή "Ενεός" , 2012]
Βόλτα
Τα δυο σκυλιά που ζουν στο
διπλανό διαμέρισμα
ανελλιπώς κάθε μέρα
βγάζουνε βόλτα τη γειτόνισσά μου
για να κάνει την ανάγκη της: να
πάρει ανάσα.
Εκείνη την ώρα οι πλανήτες
ευθυγραμμίζονται
για περίπου δυο δευτερόλεπτα
κι ακούγεται από τα αυτιά της
το χορωδιακό των αγέννητων
παιδιών της:
του ύπνου που δεν τα πήρε ποτέ,
του φιλιού που δεν τα άγγιξε
ποτέ,
της ρώγας που δεν τα τάισε ποτέ.
Όταν τα δυο σκυλιά επιστρέφουν
η πόρτα κλείνει σαν να ’ναι κάθε
φορά η τελευταία.
Όμως τα πεσμένα «ποτέ»,
σκόρπια στις γωνιές και στις
κολώνες
δημιουργούν προβλήματα στους
πεζούς ανθρώπους.
Προβλήματα που οι πεζοί με μια
σκούπα
και μια χριστοπαναγία
λύνουν στο λεπτό
[Από τη συλλογή "Λιγωσάδικο" , 2016]
Αφημένος στο πλάτος της λέξης, στο άνοιγμα κι όχι στο
κλείσιμό της μέσα σε καθορισμένες διαστάσεις, ο Νικόλας Ευαντινός τραβάει το χαλάκι κάτω από τα πόδια
της ποίησης και την αφήνει να γλιστρήσει πάνω σ’ ένα άκρως ολισθηρό δάπεδο,
απολαμβάνοντας το θριαμβευτικό
τσάκισμά της, τον ανασκολοπισμό της στην
αιχμηρή εκδοχή του όντος. Αυτό το ον ο ποιητής το περιεργάζεται στο στροβίλισμά
του, στη μετατόπισή του από ένα σημείο
πιθανότητας σε ένα σημείο τέλεσης, στην εκτύλιξη και στη συσπείρωσή του, και του παραχωρεί όλα τα προνόμια του ανθρώπινου εσωτερικού χώρου, τις αισθήσεις,
τις απεκκρίσεις, τους βαλλισμούς, τα
νοητικά περιγράμματα, τα μακροβούτια στο υποσυνείδητο, τις αλγηδόνες και
τις χαρμονές. Σπουδάζει το ον ενεός,
ηθελημένα αδέξιος, ξαστοχεί την αποθησαυρισμένη στο μυαλό εικόνα του και επιστρέφει
σε μια περίπου εμβρυική διαισθητική ερμηνεία της ζωής. Έτσι, η ποίηση, στην εκφορά
της από τον Ευαντινό, προβάλλει ως ένας άγουρος κόσμος που δεν κραυγάζει αλλά συναντά με αυτοπεποίθηση την
ωριμότητά του. Κι αν έκανα μια απόπειρα να τοποθετήσω υφολογικά κάπου τον ποιητή, θα του όριζα τη θέση του ανάμεσα στον
ώριμο υπερρεαλισμό του Νάνου Βαλαωρίτη
και στη συγκρατημένη έκσταση του
Αργύρη Χιόνη.
ΚώσταςΤσιαχρής
Ο Νικόλας Ευαντινός
είναι μία πολύ ενδιαφέρουσα καινούργια ποιητική φωνή. Η πρώτη του συλλογή ποιημάτων δημοσιεύθηκε
το 2008 με τον τίτλο «Μικρές αγγελίες
και ειδήσεις». Η ποίηση του Ευαντινού
κλίνει περισσότερο προς την πρόζα, δεδομένου ότι ο ποιητής αναπτύσσει το
λόγο του σε μεγάλης έκτασης στίχους, με αποτέλεσμα τα
ποιήματα να θυμίζουν περισσότερο μικρά πεζογραφήματα.
Επιπλέον , παρατηρείται ότι επιλέγονται
πρωτότυποι εκφραστικοί τρόποι, χωρίς
όμως τις υπερβολές και τις καταχρήσεις
που συναντούμε σε πολλούς ποιητές της τελευταίας
δεκαετίας, ως συνέπεια της επίδρασης που άσκησε σε αυτούς το ύφος της Κικής Δημουλά. Ο
Ευαντινός, αντίθετα, κρατά ισορροπίες
ανάμεσα σε αυτό που μπορεί να προταθεί ως πρωτοτυπία και σε αυτό που
πατά γερά στο έδαφος της ποιητικής μας παράδοσης, και γι’ αυτό η αμεσότητα του λόγου
είναι αβίαστη και όχι επιτηδευμένη. Μετά
την πρώτη του συλλογή κυκλοφόρησαν επίσης
τα έργα του «Ρουβίκωνας στα μέτρα μας», «Ενεός» και το φετινό «Λιγωσάδικο».
Ήρθε τέλος μια νύχτα μες στο ναρκοπέδιο
ο Άγιος Φωκάς ο Κηπουρός
κι εγώ τον βρήκα εκεί φτάνοντας πολύ πρωί
για να ριχτώ στη μάχη
με το λάλημα των πετεινών
έλαβα θέση στην ορισμένη γεωγραφική μοίρα
στη μοίρα μου
αλλά ήρθε εκείνος, είχε κιόλας σκαλίσει και φυτέψει,
και πριν ρωτήσω, πριν ζητήσω εξηγήσεις
μου είπε, πάρε τις λέξεις σου και φύγε,
να γλιτώσεις
πάρε και μια κούπα ωραίους καρπούς
και άντε στην ευχή μου.
Φύτευε τα κουκούτσια τους
και με τις λέξεις σου χάδευέ τα
άντε να δεις καλό, παιδάκι μου
κι εσύ και οι δικοί σου.
– Αμήν!
Σε τούτο το
εξόδιο ποίημα από την τελευταία ποιητική συλλογή της με τίτλο «Ναρκοσυλλέκτρια»,
η Ευφροσύνη Μαντά Λαζάρου», αξιοποιεί επιδέξια την
εκκλησιαστική βιογραφική παράδοση, για να αποπνευματώσει το
σύμβολο του ναρκοσυλλέκτη (ή ψυχοσυλλέκτη, αν προτιμάτε · άλλωστε μέσα στα
ποιήματα της συλλογής οι ψυχές
λογαριάζονται για νάρκες), και
μέσω της επαφής με το σεπτό και το πάναγνο της παρουσίας του Αγίου να «επικολλήσει» σε αυτό τις υπερχρονικές
και υπερτοπικές ιδιότητες που επιδιώκει . Ο Άγιος
Φωκάς, σύμφωνα με τη βιογραφία του, καταγόταν από τη Σινώπη και είχε ως μοναδική περιουσία του έναν κήπο, τον οποίο καλλιεργούσε με
μεγάλη αγάπη. Ακολουθώντας μάλιστα έναν
ολιγαρκή τρόπο ζωής, κατόρθωνε με τη σοδειά που του προσέφερε ο κήπος, να
συντρέχει τους φτωχούς και τους πεινασμένους
της περιοχής του. Κήρυσσε δε ότι και η ψυχή του ανθρώπου είναι ένας κήπος ,ο οποίος πρέπει να δέχεται την κατάλληλη
περιποίηση, έτσι ώστε να απαλλάσσεται από τα αγκάθια και τα ζιζάνια, και να
παραδίδει γερούς καρπούς. Η αφηγηματική φωνή συσσωματώνει το άυλο με το εγκόσμιο μέσα στο κυρίαρχο χωρικό πλαίσιο των ποιημάτων αυτής της συλλογής,
το ναρκοπέδιο. Κι όπως στα περισσότερα ποιήματα αναθέτει στον εαυτό της το παράτολμο ,την περισυλλογή δηλαδή
των εκρηκτικών συσκευών από το ατομικό και το πανανθρώπινο «είναι» ή έστω την ανώδυνη περιδιάβαση μέσα από αυτές,
αντιστοίχως και εδώ είναι έτοιμη να υποδυθεί τη μοίρα της, να ριχτεί στο ίδιο επίμοχθο
και ολέθριο αγώνισμα. Σα να
ορίζει κάτι αόρατο τις γεωγραφικές
συντεταγμένες της πορείας της, την «ορισμένη γεωγραφική μοίρα». Το ανέλπιστο, η τραγική συνειδητοποίηση της ματαιότητας του εγχειρήματος, έρχεται με την εμφάνιση του αγίου, η οποία θα
μπορούσε να ερμηνευθεί ως υποσυνείδητη
παραδοχή του αδιεξόδου. Ο Άγιος, σαν ένα θρησκευτικής υφής άλλοθι, συμβουλεύει
την αφηγηματική φωνή να περισώσει τις λέξεις της, τα αλεξίκακα όπλα της στον κόσμο του ναρκοπεδίου, και να φύγει, να
γλιτώσει. Και, βεβαίως ως φιλεύσπλαχνος -και απολύτως συνεπής στην ταυτότητα που του προσέδωσε
η εκκλησιαστική παράδοση – Άγιος, της προσφέρει το απαραίτητο
παρηγορίας ανάγνωσμα, «μια κούπα
ωραίους καρπούς», που για να ριζώσουν όμως τα κουκούτσια τους, χρειάζεται η
θωπεία των λέξεων. Κι έτσι, στο τέλος του ποιήματος αντιλαμβάνεται κανείς ότι η
παραίτηση από τον σκληρό μόχθο της περισυλλογής των ναρκών είναι μόνο μια
προσωρινή ανακωχή με στόχο την ανασύνταξη των δυνάμεων.
Τι να ‘ταν άραγε αυτό το μπαμ που μ’
έκανε ανήσυχο να πεταχτώ μεσημεράκι του Σεπτέμβρη, ο δρόμος έξω πυρωμένος,
ησυχία παντού; Για πήγαινε δες, βρε Λαυρέντη, είπα στο παιδί που με βοηθούσε
στο μαγαζί, τι έγινε, τι ήταν αυτός ο θόρυβος. Προτού γυρίσει, ακούστηκαν απ’
έξω φωνές, μελισσολόι ολόκληρο. Μιχάλη, γρήγορα ένα ασθενοφόρο. Πάρε γρήγορα,
μου λέει αλαφιασμένος ο Λαυρέντης, που μπήκε μέσα τρέχοντας, κουνώντας νευρικά
τα χέρια. Γρήγορα. Τι έπαθες Λαυρέντη; Πάρε πρώτα και σου λέω μετά, σχεδόν
κατάπινε τα τελευταία του λόγια. Κανένα ατύχημα, σκέφτηκα, και δίχως άλλη σκέψη
κάλεσα το ασθενοφόρο. Ο άντρας με το αγαλματάκι, μου είπε, μόλις έκλεισα το
τηλέφωνο. Τι ο άντρας με το αγαλματάκι; επανέλαβα ρωτώντας. Κάτω στο δρόμο,
μέσα στα αίματα, τον χτύπησε φαίνεται αυτοκίνητο. Δεν πρόλαβε ν’ αποτελειώσει
το μαντάτο, άφησα στη μέση τους λογαριασμούς κι έτρεξα έξω με το πρόσωπο
αγριεμένο. Ακριβώς εκεί, στην καμάρα που κάνουν τα δυο μεγάλα πεύκα, καταμεσής
του δρόμου, καμιά δεκαριά γείτονες και περαστικοί, είχαν κυκλώσει ένα σώμα
πεταμένο πάνω στην άσφαλτο. Πλησίασα με ανησυχία ανακατωμένη με συγκίνηση. Ήταν
εκεί ξαπλωμένος στο πλάι, αιμορραγούσε, του κρατούσαν το κεφάλι με μια μπλούζα,
αλλά φαινόταν ήρεμος, ανάσαινε ακόμη. Μ’ αναγνώρισε, δεν είχε δύναμη, τα χείλη
του μπλάβα, έλα ρε φίλε του λέω, υπομονή, υπομονή και θα κεράσω πάλι μπύρα, και
θα μου πεις επιτέλους γιατί ερχόσουν και στεκόσουν εδώ τόσο καιρό. Τα μάτια του
όμως λες κι αναζητούσαν με αγωνία κάτι, γύριζαν γοργά μέσα στις κόγχες τους, σα
να περίμεναν δεν ξέρω τι. Έξαφνα, ασυναίσθητα κατάλαβα, το αγαλματάκι, έψαχνε
το αγαλματάκι.
Ήταν μια απομίμηση κυκλαδικού ειδωλίου,
που το κουβάλαγε μαζί του από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε στα μέρη μας ένα
πρωί του περασμένου Μάη. Δεν είχα δώσει σημασία στην παρουσία του, μια μέρα μ’
έπιασε ο Λαυρέντης και μου λέει, Μιχάλη, τον είδες έναν τύπο που εδώ και μια
εβδομάδα κάθεται έξω από το σπίτι του δικαστικού, στο χαμηλό τοιχίο που
βρίσκεται απέναντι, σχεδόν ακίνητος; Έχει κι ένα μικρό άσπρο άγαλμα στα χέρια
του. Βγήκα στην πόρτα του μαγαζιού, κοιτάζοντας μέσα στην αντηλιά το διώροφο
σπίτι. Καθόταν εκεί και σα να προσευχόταν, έσφιγγε πάνω στο στήθος το
αγαλματάκι, βύθιζε ολάκερο μάρμαρο μέσα στη σκέψη του, και το ωραίο του πρόσωπο
ράγιζε κάπου κάπου από μία θλίψη που έσκαγε πάνω του σαν κροτίδα. Ένα μάτι
κοφτερό σαν το δικό μου μπορούσε να διακρίνει την υγρασία πάνω στα μάγουλα,
φετούλες αρμυρές να κατεβαίνουν απ’ τα μάτια, να λασπώνουν τα μαύρα γένια.
Παράξενος άνθρωπος, σκέφτηκα, δικιά του ράτσα, από κείνους τους ευαίσθητους που
χάνουν μια μέρα το δεκανίκι τους και γλιστρούν ανάλαφρα σε μια παραίτηση
από καθετί λογικό. Φαινόταν όμως καλοστεκούμενος, περίπου στα σαράντα, το
ντύσιμό του προσεγμένο και νεανικό, και τις κινήσεις του ενορχήστρωνε μια
έμφυτη ευγένεια. Τι να θέλει τούτος εδώ; μουρμούρισα και τράβηξα το νου μου σαν
ψάρι έξω από αυτές τις σκέψεις. Λαυρέντη, δεν ειδοποιούμε τον κύριο Πέτρο, να
προσέχει; είπα στο νεαρό που έστρωνε κάτι τραπέζια. Μου έγνεψε καταφατικά και
προθυμοποιήθηκε να μου φέρει το τηλέφωνο. Τον είδα, μου απάντησε ο δικαστικός,
μόλις τον ενημέρωσα. Μου πέρασε από το μυαλό ότι μπορεί να είναι κάτι ύποπτο,
αλλά φαίνεται ακίνδυνος. Δεν ξέρω τι να υποθέσω. Θα το παρακολουθώ το ζήτημα.
Ευχαριστώ. Μου έκανε εντύπωση η ευκολία με την οποία έβγαλε τα συμπεράσματά του
και η αδιαφορία του. Δεν έδωσα λοιπόν συνέχεια, εφόσον εκείνος που θα έπρεπε να
ανησυχεί άμεσα, δεν αισθανόταν κανενός είδους απειλή. Παρακολουθώντας μέρα με
τη μέρα τον άντρα με το αγαλματάκι, κατάλαβα ότι ερχόταν πάντοτε απόγευμα γύρω
στις έξι. Καθόταν για τέσσερις πέντε ώρες και το πρόσωπό του έμοιαζε μ’
επικίνδυνο γκρεμό που όποιος δοκίμαζε να το κοιτάξει γλιστρούσε σ’ ένα
απρόβλεπτο βάθος και ξεσκιζόταν το βλέμμα του πάνω σε κοφτερές γωνίες.
Σύντομα έγινε το αντικείμενο συζήτησης
της γειτονιάς κι όλοι έκαναν τις δικές τους υποθέσεις για το μυστηριώδες τούτο
πλάσμα. Κανένας μπάτσος με πολιτικά θα είναι, που έχει αναλάβει να φυλάει το
σπίτι του κυρίου Πέτρου Αρκούδιου, του δικαστικού και δεν το λένε, διέδιδε με
απόλυτη βεβαιότητα, η κυρία Παναγιώτα, που έχει το μικρό παντοπωλείο δίπλα στον
«Καζαντζίδη» μου. Δε φαίνεται για τέτοιος, τη διέκοπτε η φιλενάδα της, η
Αντιγόνη. Τρελάρας είναι που του σάλεψε και βρήκε καθημερινή ασχολία. Κι είναι
και απόμακρός, τρομάρα του, δεν τολμάς να του πάρεις λόγια. Στην αρχή τον
πέρασα για ζητιάνο, πήγα να του δώσω χρήματα, ούτε καν με κοίταζε, τα μάτια του
έχυναν σκοτάδι, κουλουριάστηκε, και σα να βγήκε από το σώμα του ένας πελώριος
φράχτης που δε μ’ άφηνε καθόλου πια να πλησιάσω, μου ιστορούσε γλαφυρά ο κύριος
Γιάννης, ο καθηγητής από την απέναντι πολυκατοικία. Εκδοχές, δεκάδες εκδοχές,
που ένας θεός ξέρει αν κάποια από αυτές ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα.
Μια μέρα, κόκκινη βροχή έπεφτε, έφτυναν
λάσπη τα σύννεφα, μουντζούρωνε δέντρα κι αυτοκίνητα, ερημιά, ούτε ψυχή στο
μαγαζί. Βγήκα στην πόρτα, κοίταξα το σπίτι του δικαστικού, γυμνό μέσα στην τόση
κοκκινίλα, το ‘γλειφε με δύναμη η βροχή. Είναι όντως τρελός, σκέφτηκα, όταν
είδα τον άντρα να δέχεται τη βροχή κατάμουτρα και να μη λέει να κάνει βήμα από
τη θέση του στο τοιχάκι. Θα πάω να του μιλήσω. Λυπάμαι που τον βλέπω έτσι σα
στοιχειό μέσα σ’ αυτή την αντάρα. Πήρα μια ομπρέλα και κατευθύνθηκα προς το
μέρος που καθόταν. Στάθηκα μπροστά του και τον κοίταζα με σοβαρό και συνάμα
προστατευτικό ύφος. Καλησπέρα, είμαι από την ταβέρνα απέναντι, σας βλέπω μέρες
εδώ, σας συμβαίνει κάτι; Δεν πήρα απάντηση. Είχε χαμηλώσει το κεφάλι, λες και
στεκόταν απέναντι σε κάποιο δήμιο, και κοιτούσε με μια απίστευτη αταραξία τη
βρεγμένη άσφαλτο. Την ίδια ώρα από τα λασπωμένα του μαλλιά κατέβαιναν παχιές
κόκκινες γραμμές που χάρασσαν τα μάγουλά του, για να τρυπώσουν έπειτα μέσα στα
γένια του και να γίνουν βούρκος.
Θα έρθεις μαζί μου, είπα αποφασιστικά,
θέλοντας να δώσω ένα τέλος στο αδιέξοδο. Το βλέπω που κάποιο αγκάθι σε κεντάει.
Θα πάμε να πιούμε μια μπύρα και να φορέσεις στεγνά ρούχα. Θ’ αρρωστήσεις με
τόση υγρασία πάνω σου. Τον τράβηξα απαλά απ’ το μπράτσο και δεν αντιστάθηκε, σα
να το ήθελε κιόλας. Μπήκαμε κάτω από την ομπρέλα μου και τραβήξαμε κατά το
μαγαζί. Τι μπλέκεις μ’ αυτόν το δαίμονα, μου είχε πει πρωτύτερα ο Λαυρέντης. Θα
βρούμε κανένα μπελά, ας κοιτάζουμε τη δουλειά μας. Τόσα χρόνια μέσα στους
ανθρώπους έχω μάθει να αναγνωρίζω τον επικίνδυνο, Λαυρέντη, και τούτος δω δεν
κρύβει μέσα του δόλο, άλλο πράμα του χαλάει τα σωθικά, και ίσως με τον καιρό το
μάθω. Μπήκαμε στο άδειο μαγαζί, αμέσως έτρεξα στην αποθήκη, έφερα μια μπλούζα
καθαρή κι ένα παντελόνι φόρμας. Φόρα τα κι ας μη σου κάνουν, είπα, μου τα
επιστρέφεις αύριο. Με κοίταζε διστακτικά, αλλά σα να του ζέστανε την καρδιά όλη
αυτή η φροντίδα από έναν μέχρι τότε άγνωστο άνθρωπο και τελικά δεν έφερε
αντίρρηση. Πλύθηκε, χτένισε τα μαλλιά, τα γένια του, φόρεσε τα στεγνά ρούχα και
μετά από ένα τέταρτο καθόταν απέναντί μου αμίλητος. Τον παρατηρούσα προσεκτικά
όσο το βλέμμα του ήταν στείρο και δεν άφηνε κανένα συναίσθημα να σκάσει μύτη
πάνω του. Είχε όμορφα, λεπτά χαρακτηριστικά, καλοδιατηρημένο δέρμα, μάτια που
έμοιαζε το σχήμα τους βαρκούλες, όπως τις κοιτάς από ψηλά, ελάχιστες ρυτίδες
που άφηναν το πρόσωπο να ισορροπεί παράξενα ανάμεσα στην ωριμότητα και σε κάτι
απροσδιόριστα εφηβικό, κομψά κι ευγενικά χείλη.
Λένε πως η φωνή μου είναι ζεστή και πως
απλώνεται σαν καλοκαιρινή κουφόβραση πάνω στα σωθικά των ανθρώπων, τα πυρώνει
κι αυτά φουσκώνουν, ανοίγουν και δέχονται με καλοσύνη τα λόγια μου. Κι αφού
αρχίσει η σπορά, καρπίζει γρήγορα η λαχτάρα να μ’ εμπιστευτούν, να μου ανοίξουν
χαραμάδες στα γυμνά τους μέρη, να ντραπούν μ’ εκείνη τη γλυκόπικρη ντροπή που
αισθάνεται κανείς, όταν τον πιάνουν να χαϊδεύεται μόνος του.
Έχεις και μέσα σου πολλή βροχή και
φαίνεται, του λέω. Μ’ αρέσουν άνθρωποι σαν και του λόγου σου, άστατοι,
αγκαθωτοί στα συναισθήματα, αχαρτογράφητοι. Αλλά ό,τι πεις, θα το ακούσω με
ευλάβεια, ακόμα και τη σιωπή σου θα προσπαθήσω να καταλάβω. Έχει έναν τρόπο η
κάθε σιωπή να ξηγιέται, δικό της αλφαβητάρι, πίστεψέ με. Αναστέναξε σα να
ρούφαγε τον καπνό από ένα αόρατο τσιγάρο. Τώρα το βλέμμα του φαινόταν γόνιμο,
κι οι κόρες των ματιών του έγιναν σιγά σιγά δυο φουσκωμένες κοιλίτσες και σα να
κλώτσαγε κάτι από μέσα τους. Ω τώρα θα’ χουμε γεννητούρια, σκέφτηκα. Και
γρήγορα έφτασε η στιγμή να επιβεβαιωθώ. Ένας ψίθυρος, νεογέννητο κεφαλάκι,
άρχισε να βγαίνει με κόπο από τα χείλη του. Πονούσε φανερά αυτή η γέννα.
Όλα ξεκίνησαν από μια επιθυμία μου να μάθω
ταγκό. Τόση πεζότητα που να την αντέξει κανείς, είπε, καθημερινά να περπατάς
και να μη φτερώνει τα πόδια σου μουσική. Περπατούσα, πλήγιαζαν τα πόδια μου από
την επανάληψη, πάντα στην ίδια διαδρομή. Αν έκανα λίγο να ξεφύγω, κάτι σαν νόμος
στρατιωτικός μου επέβαλλε το συνηθισμένο ρυθμό στο βάδισμα. Κι ένιωθα
βουρδουλιές στα καλάμια, μια υπενθύμιση του κόστους που θα επέφερε η ανατροπή
της καθεστηκυίας τάξης. Συμμαζευόμουν γρήγορα, έραβα τις επιθυμίες στο στόμα,
να μην ουρλιάζουν, κι έμενε η ζωή μου άμαθη από χορούς και λικνίσματα. Για να
χορέψεις άλλωστε ταγκό, χρειάζεσαι ένα δεύτερο σώμα, κάποιον να σε κρατήσει από
τη μέση, εκεί που φωλιάζουν όλα τα βρώμικα πάθη. Κι εγώ δεν προσπάθησα ως τότε
να βρω δεύτερο σώμα. Το βρήκα τυχαία, ένα βράδυ τον περασμένο Αύγουστο, είχα
γενέθλια, μοναξιά, δεν πάνε στα κομμάτια κι οι βουρδουλιές, σκέφτηκα, θα
υπομείνω το κόστος της ανατροπής. Μιλήσαμε από έναν υπολογιστή, έδειξε πρόθυμο
σώμα, ικανό να με παρασύρει στα γυρίσματα του χορού, να μπήξει στα πόδια μου
την επανάσταση. Υπνωτισμένος ακολούθησα, χωρίς να ξέρω τα βήματα, έκανα πως τα
ήξερα, δεν είπα τίποτε για την άγνοιά μου. Προσποιήθηκα τον άρτιο χορευτή. Κάθε
βράδυ χορεύαμε. Με τα λόγια, με σταδιακές αποκαλύψεις, με μικρά φορτία αγάπης
που τα ρίχναμε πάνω μας και συνεχίζαμε, δε βαριέσαι τι βάρος να σου κόψει τη
φόρα, όταν σ’ αλαφρώνει τέτοιος ρυθμός; Εγώ πάντα μέσα στην προσποίηση, γιατί
δεν ήθελα να φύγει πια το ευλογημένο χέρι από τη μέση μου, ήταν αργά, το
λίκνισμα είχε τρυπώσει σε όλο μου το σώμα. Κυβερνούσε χέρια, πόδια, μορφασμούς,
παλμούς, χυμούς, στεγανά κι ευάλωτα μέρη. Όμως εννιά μήνες μετά, ένα βράδυ,
μπέρδευα συνεχώς τα βήματα. Μου ζήτησε εξηγήσεις. Τι να πω; ξεσκέπασε επιδέξια
το ψέμα μου. Με παίρνει το άλλο βράδυ και μου λέει με μια φωνή σκέτο πάγο… πήρα
για να σε αποχαιρετήσω, έφτασε το τέρμα…
Σώπασε και είδα που αφρίσανε τα μάτια
του και βάλτωσε το σταχτοπράσινο χρώμα τους μέσα στα δάκρυα. Μου είπε τ’ όνομά
του, Δημήτρης Σοφιάδης, έμενε μακριά από δω. Πολύ ωραία, σκέφτηκα, ανάθεμα κι
αν κατάλαβα κουβέντα απ’ όσα είπε. Κάτι για χορούς και χορευτές και βήματα που
έκανε πως ήξερε και στο τέλος κάποιος που τον εγκατέλειψε, τρέχα να βρεις άκρη.
Σίγουρα τρελάρας, σίγουρα, είχε δίκιο η Αντιγόνη. Ποιος ξέρει τι ομίχλη
σκεπάζει τα λογικά του. Κι αυτό το αγαλματάκι τι το κουβαλάς μαζί σου; Σύμβολο,
είπε, σύμβολο της μετάβασής μου από την ακινησία στο λίκνισμα και πάλι στην
ακινησία. Μάλιστα, έκανα βεβαιωμένος πια για την αδυναμία ή και την απροθυμία
του να μιλήσει καθαρά και να φυσήξει τον καπνό απ΄τα λόγια του. Δοκίμασα μια
τελευταία ερώτηση, κι ο κύριος Πέτρος ; Έχει κάποια σχέση με όλα αυτά; Ρωτάω
γιατί κάθεσαι ακριβώς έξω από το σπίτι του κι αλήθεια ποιο νόημα έχει αυτή η
εμμονή σου να κάθεσαι ακίνητος για τόσες ώρες, λες και συναγωνίζεσαι στην
ακινησία το άγαλμα; Χαμογέλασε ελαφρά με το τελευταίο που είπα κι από το
σταχτοπράσινο των ματιών του το ένιωθα που πάλευαν ν’ απελευθερωθούν δεκάδες
σκέψεις. Κι ενώ ήταν έτοιμες να πεταχτούν και να γίνουν λέξεις, ξεφούσκωσε
απότομα η ένταση του κορμιού του, έγειρε στο πίσω μέρος της καρέκλας σα
μαραμένο μπαλόνι και απλώς ψέλλισε αινιγματικά: Μερικοί άνθρωποι το
στραβοπάτημά σου το ερμηνεύουν ως δολοπλοκία σε βάρος τους. Εδώ έρχομαι γιατί
έτσι πρέπει. Ζητώ μια εξιλέωση. Κάποιο έγκλημα, σκέφτηκα, μπορεί να’ χει κάνει
αυτός εδώ και δε βρίσκει τρόπο για να γλυκάνει τον αέρα που φυσομανάει μέσα
του. Ίσως έτσι εξηγούνται όλα.
Από εκείνη τη μέρα κι έπειτα δεν ξανάρθε
στο μαγαζί, εμένα όμως η καρδιά μου με τράβαγε με αλυσίδες προς τη μεριά του.
Μου έγινε συμπαθής αυτός ο αλλόκοτος, με το αγαλματάκι του, με τις
θεατρινίστικες κινήσεις του, με την πραότητα που έσπρωχνε στ’ αφανή τον απομέσα
του χαλασμό. Πήγαινα κάθε μέρα για κανένα δεκάλεπτο κοντά του, σπανίως μιλούσε,
κι όμως τα αίματά μας ταίριαξαν. Τον κερνούσα μπύρα, του μίλαγα για το παρελθόν
και το παρόν μου, για πρόσωπα της γειτονιάς, για θέματα της επικαιρότητας.
Στοιχηματίζω ότι δεν άκουγε τίποτε, αλλά κούναγε με υπομονή κι ευγένεια το
κεφάλι. Το ίδιο κεφάλι που τώρα κρατάω μέσα στα αίματα κι αυτός αναζητά το
αγαλματάκι του.
Που να’ ναι άραγε εκείνο το μικρό
κομψοτέχνημα; Είδε κανείς ένα αγαλματάκι; Ψάξτε σας παρακαλώ. Φωνάζω
απελπισμένος, γιατί καταλαβαίνω, το ασθενοφόρο αργεί, το αίμα παλαβό αντί να
πήξει κελαρύζει, ανοίγει τα κλαδάκια του στο οδόστρωμα. Αχ αιματάκι μου, πόσο
δύσκολα πιάνεσαι και πόσο εύκολα σκορπάς! Πάει ο άνθρωπος! Το αγαλματάκι, να το
δει σαν τελευταία εικόνα, κάντε κάτι. Που να κάνουν, άφαντο το αγαλματάκι.
Κάποιος κακοήθης θα το βούτηξε, γιατί αν είχε σπάσει με το ατύχημα, θα βρίσκαμε
τ’ απομεινάρια του στο δρόμο, αλλά τίποτε. Σε κάτι τέτοιες ώρες, γεννιέται σε
μερικούς μια μικρόψυχη επιθυμία να σκυλέψουν έναν άνθρωπο που χάνεται, να
περιμαζέψουν ακόμα και το πιο αχαμνό αντικείμενο που θα βρουν στις τσέπες ή
πάνω του. Έβαλα το αυτί μου κοντά στο στόμα του, κάτι πεταγόταν από εκεί σαν
ψίθυρος…Δε γίνεται να χορεύεις ταγκό μόνος σου, δε γίνεται… κι έπειτα χάθηκαν
οι συσπάσεις στο πρόσωπο και σα να πήρε η ακινησία τη γομολάστιχα και να έσβηνε
με λύσσα οτιδήποτε πρόδιδε ζωή.
Στην κηδεία πρόσεξα που ήταν παρών και ο
κύριος Πέτρος Αρκούδιος, μου έκανε εντύπωση, παρακολουθούσε από απόσταση
ανέκφραστος, λες και ξεπλήρωνε στους τύπους κάποια οφειλή. Αλλά τι ανεξήγητο
που πέντε μήνες μετά, μια μέρα επισκέφθηκα το σπίτι του, έλειπε ο Λαυρέντης, να
του πάω μια παραγγελία κι ανοίγοντας την πόρτα, όσο έψαχνε να βρει χρήματα,
κοιτάζω ,και πόσο ανατρίχιασα, στον απέναντι τοίχο και βλέπω έναν πίνακα με δυο
χορευτές παραδομένους σ’ ένα απερίγραπτο λίκνισμα, κι από κάτω, στη στιλπνή
επιφάνεια ενός μπουφέ ένα αγαλματάκι, ακριβώς ίδιο μ’ εκείνο που κράταγε ο
μυστήριος άνδρας;
Αναγνώστη, σκοτεινό μου σπλάχνο Δεν είναι πια καιρός για ν΄αναμετρηθούμε κι ας υπάρχουν εκεί έξω τόσοι που ζητούν το χαλασμό που επευφημούν το πέρασμα του κονταριού από το στόμα ως τον αυχένα Ο σώζων διχασμόν σωθήτω Αλλά και πάλι πώς θα φορτωθώ εγώ δικές σου ρήτρες, λάθη και προτάγματα που ολοένα και μικραίνουν πέφτουν όρια πέφτουν επικράτειες και μόνο αν δω τα αργύρια της προδοσίας πεταμένα θα μερώσουν οι πληγές απ' τα καρφιά σου; Και έσονται εις σάρκα μίαν... Πολύ ωραία! Και ποιος μας εγγυάται συνουσία που όλα σου τα κύτταρα αντιγράφουν τον Ιούδα λες και πρέπει ένα φιλί να είναι πάντα αιρετικό να παραδίδει το σπουργίτι στους φονιάδες ; Γύρνα το καθρεφτάκι για να δει το αίμα σου ποιος είσαι ανάποδα και να σε μάθει Αναγνώστη, σκοτεινό μου σπλάχνο Η φύση μου είναι φύση μέσα σου αποκαμωμένη Σα να περπάταγες για ώρα μες στις λέξεις κι οι μεταφορές τους σου έβαλαν τρικλοποδιά Δεν έχει σημασία που όλα γύρω προμηνύουν διχασμό Ο σώζων διχασμόν σωθήτω Εμείς ας προσποιούμαστε μια φύση αχώριστη που μόνο το άγραφο θα την ξεκάνει
Δέκα ποιήματα για την περίοδο που η χίμαιρα γίνεται συγκάτοικος της ψυχής του ανθρώπου. Για το ξάναμμα και την αναπάντεχη επαφή με την τραχύτητα. Για το ανάβρυσμα των ορμονών και των νοημάτων που ασφυκτιούν μέσα στο κεφάλι και περιμένουν την έξοδο. Η επιλογή των ποιημάτων έγινε από τους Κώστα Τσιαχρή, Μαρίνο Μισόκαλο και Άντη Μαραγκίνη. Στη θέση αυτών θα μπορούσαν να βρίσκονται άλλα τόσα αντιπροσωπευτικά του ίδιου θέματος...Και κατά έναν ειρωνικό τρόπο επιλέξαμε να "μιλήσουν" για τη νεότητα ποιητές και ποιήτριες μιας περασμένης γενιάς .
1. Νικηφόρος Βρεττάκος Το λυπημένο τραγούδι της νιότης μου
Είμαι
κι εγώ
μια μικρή λεπτομέρεια
μέσα στην τραγική
ιστορία του σύμπαντος.
Τα
κύτταρά μου διεχώρισα
σε άπειρα πολλοστημόρια
για να τ’ αγαπήσω όλα
όσα κινούνται στη γη,
όσα στων θαλασσών τα βάθη αναπαύονται
κι όσα στ’ αχανή μού διαφεύγουν.
Μα
δε βρέθηκε τίποτε
μέσα στ’ άπειρα πλάσματα
μιαν αχτίδα τού ήλιου
να μου βάλει στο μέτωπο.
Χάνομαι
τόσο νωρίς
στη γλαυκή απεραντοσύνη
γιατί δε μ’ αγάπησε τίποτε.
2. Γιάννης Κουβαράς Σόλωνος
μια χλωρίδα
αθανασίας
διασχίστε την
τα ζεστά μεσημέρια
του Απρίλη
καθώς εκχυλίζει ο
χείμαρρος
των φοιτητών και
φοιτητριών
ναυαγείστε στο
ρεύμα του
ξεπλυθείτε
καθαρίστε τις αισθήσεις σας
στα ιαματικά ύδατα
της αιώνιας Νεότητας
3. Μαρία Πόθου Ηδονική νεότητα
Δεν
είναι πια το σώμα ή η μορφή που αγαπήσαμε σ’ εκείνη
την ηδονική νεότητα
Και ούτε οι ονομασίες των δρόμων ή των σταθμών που ταξιδέψαμε
Με τον άγγελο να μας γνέφει πίσω απ’ το τζάμι της βροχής.
Είναι ο αγέρας που φυσά μες στις βαθιές
Στις άγριες ραγισματιές π’ άνοιξε ο χρόνος
Κι είναι η άβυσσος που βρυχιέται γύρω μας
Όρθια ξέσκεπη άβυσσος
Όπου ηχούν ακόμα οι πέτρες που έριξα
Να την πατώσω.
Το
σώμα μου κρατάει ακέραιη την ηδονή εκείνη
Μεσ’ σε δωμάτια
Που προεξέχουν μια σπιθαμή από τη μνήμη
Και με παιδεύουν με των κεριών τους το ημίφως
Δωμάτια
παρατημένα να τα μετρούν οι καταιγίδες
Ξέρω, ήταν λίγο πριν απ’ τη μικρή αιωνιότητά μας
Λίγο πριν σημάνει για το τραγούδι
Δεν είχα δει το μνήμα που ανάβλυζε σκοτεινό μέσα μου
Να αιχμαλωτίσει το χρόνο
Δεν είχα δει το πέρασμα του αγγέλου.
4. Κωνσταντίνος Καβάφης Δυο νέοι 23 έως 24 ετών
Aπ’
τες δεκάμισυ ήτανε στο καφενείον,
και τον περίμενε σε λίγο να φανεί.
Πήγαν μεσάνυχτα— και τον περίμενεν ακόμη.
Πήγεν η ώρα μιάμισυ· είχε αδειάσει
το καφενείον ολοτελώς σχεδόν.
Βαρέθηκεν εφημερίδες να διαβάζει
μηχανικώς. Aπ’ τα έρημα, τα τρία σελίνια του
έμεινε μόνον ένα: τόση ώρα που περίμενε
ξόδιασε τ’ άλλα σε καφέδες και κονιάκ.
Κάπνισεν όλα του τα σιγαρέτα.
Τον εξαντλούσε η τόση αναμονή. Γιατί
κιόλας μονάχος όπως ήταν για ώρες, άρχισαν
να τον καταλαμβάνουν σκέψεις οχληρές
της παραστρατημένης του ζωής.
Μα σαν είδε τον φίλο του να μπαίνει— ευθύς
η κούρασις, η ανία, η σκέψεις φύγανε.
Ο φίλος του έφερε μια ανέλπιστη είδησι.
Είχε κερδίσει στο χαρτοπαικτείον εξήντα λίρες.
Τα έμορφά τους πρόσωπα, τα εξαίσιά τους νειάτα,
η αισθητική αγάπη που είχαν μεταξύ τους,
δροσίσθηκαν, ζωντάνεψαν, τονώθηκαν
απ’ τες εξήντα λίρες του χαρτοπαικτείου.
Κι όλο χαρά και δύναμις, αίσθημα κι ωραιότης
πήγαν— όχι στα σπίτια των τιμίων οικογενειών τους
(όπου, άλλωστε, μήτε τους θέλαν πια):
σ’ ένα γνωστό τους, και λίαν ειδικό,
σπίτι της διαφθοράς πήγανε και ζητήσαν
δωμάτιον ύπνου, κι ακριβά πιοτά, και ξαναήπιαν.
Και σαν σωθήκαν τ’ ακριβά πιοτά,
και σαν πλησίαζε πια η ώρα τέσσερες,
στον έρωτα δοθήκαν ευτυχείς.
5. Ντίνος Χριστιανόπουλος Σοδομίτες
Αν
μια χορδή μονάχα στην καρδιά σας
δεν είχε σπάσει, όμοια με τις άλλες,
κι απέμενε για να ξυπνάει κάποτε
την τρυφεράδα μες στις πρόστυχές σας νύχτες,
τότε κι οι άγγελοι θα φρόντιζαν για σας,
σαν τις καλές μητέρες, ν’ απαλύνουν
τον πόνο σας, και θα ‘τρεμε το χέρι τους
όταν θα ράντιζαν τα σπίτια σας με θειάφι,
και το δαυλί θα πέρναγε από χέρι
σε χέρι, τι κανενός δεν θα το πήγαινε η καρδιά. Όμως
τώρα που δεν αφήσατε κανένα
έφηβο αγνό στη γειτονιά σας, κι όλους
τους μελαψούς, με τη σκληρή ομορφιά, τους κάνατε
θεούς και τρέχετε μαζί τους, για μια νύχτα,
στα Γόμορα με τα φτηνά τα πανδοχεία,
σαν ποια καρδιά να σπλαχνιστεί την πόρωσή σας;Οι τρεις ωραίοι νέοι, που ζητάτε,
σα λυσσασμένοι κάτω απ’ το μπαλκόνι μου,
να τους ριχτείτε μόλις σας ανοίξω,
αν ξέρατε γιατί ήρθαν, θε να τρέχατε
έντρομοι στις γυναίκες σας, που τις στερήσατε
χρόνια την ευτυχία να γίνουνε μητέρες.
Οι τρεις ωραίοι νέοι που τιμήσαν
το σπίτι μου, στα γαλανά τους μάτια
φέρνοντας κάτι απ’ την ουράνια ομορφιά,
ήρθαν για μένα, τον αγνό, που είκοσι χρόνια
έζησα μες στη στέρηση κι ολοκληρώθηκα
μέσα στην προσμονή.
Οι τρεις ωραίοι νέοι, που απειλείτε
να με κορώσετε αν δεν σας τους δώσω,
αυτοί θα σας κορώσουν· γιατί, αλήθεια, πού ακούστηκε,
το κάλλος τους τ’ αγγελικό να σπιλωθεί
από τα χέρια σας τα διεστραμμένα;Βλέπω
το Θεό στο κάθε άστρο να μοιράζει
κι από μια φλόγα, κι η αυγή δε θέλει
πολύ για νά ‘ρθει ακόμα.
Ποιος σας φταίει;
Σεις δεν κρατήσατε ούτε τα προσχήματα
που, όσο να πεις, κάτι δίνουν κι αυτά.
6. Τάσος Λειβαδίτης Εφηβεία
Είναι
κάτι βράδια που μόνον ένας στεναγμός μας χωρίζει απ’ τον Παράδεισο
κι άλλοτε ανατέλλει η σελήνη απ΄το λόφο σα μεγάλη ευτυχία
περοπλανήσεις στη νύχτα κι οι γρίλιες απ΄όπου μισοείδαμε το εσώ-
ρουχο μιας γυναίκας που κοιμόταν
κι άξαφνα στη στροφή του δρόμου η θλίψη ενός φανοστάτη μας
πλημμύριζε με δάκρυα.
Κανείς
δε μας περίμενε όταν γυρίσαμε
7. Ζωή Καρέλλη Ο έφηβος των Αντικυθήρων
Ηρθα
για σένα πάλι.
Προχωρώντας πρόσεξα αρκετά
Τα κορινθιακά αγγεία,
Μου έκαναν, βέβαια, εντύπωση
Για τη χάρη του σχήματος και των σχεδίων.
Συλλογίστηκα τη σφύζουσα ζωή
Της φημισμένης πολιτείας. Υστερα,
Επίτηδες σχεδόν, απόμενα στις αίθουσες,
Οπου το φως έχει κάτι το υδάτινο.
Δεν ξέρω αν τούτο οφείλεται
Στων τοίχων την απόχρωση
Ή στην ακινησία των εκθεμάτων,
στο γυαλί απ' τις προθήκες.
Απόμενα λοιπόν,
Κρατώντας την αναμονή της παρουσίας σου,
Χαρά.
Για
λίγο με σταμάτησε ο Κροίσος
"στήθι και οίκτιρον...ώλεσε θούρος Αρης".
Στην κίνηση, στη θέση των χεριών,
Ιδιαίτερη στροφή πρόδινε την ψυχή
Που απόμενε ακόμα εκεί
Κι' έδινε τη συγκρατημένη θέληση
Του σώματος προς τα εμπρός.
Θρους φανταστικός της ζωής των αγαλμάτων,
Οταν μπορέσει να συλλάβει ο τεχνίτης
Την καίρια στιγμή...
Μοναδική
στιγμή εσύ,
Υπέροχε, δεν είσαι μονάχα
Ο έφηβος της τέλειας καλλονής,
Της ακτινόβολης νεότητας,
Ο αρμονικός στο σχήμα της μουσικής των μελών,
Ο τη στάση του έχων και κρατών
Στη φυσική του δύναμη κι επιβολή,
Οπως η πέτρα ή το φυτό
Που υπάρχουν απλά και τέλεια μαζί,
Εκταση
των χεριών σε ισορροπία ιδανική,
Θεία γραμμή,
Αδιάφθορη αγνότητα του συλληφθέντος χρόνου,
Της αφθαρσίας μειλίχιο πρόσωπο,
Υψωση της φθαρτής μας στάσης.
Πραγματικότητα
και μαγεία,
Λεία της ζωής επιφάνεια,
Κολπούμενη, καμπυλωμένη
Από την κρυμμένη μέσα σου ορμή,
Συγκρατημένη κι' οδηγούμενη.
Προσφορά
και της ύπαρξης παραδοχή,
Σε κίνηση μαζί κι' ακινησία,
Σαν ζύγισμα βασιλικού πουλιού.
Γεννήθηκες
Πριν από το δίδαγμα της αμαρτίας.
Είσαι εκείνη του πνεύματος η παροχή
Που σβήνει την ακόρεστη στέρηση
Κι' εκμηδενίζει την απληστία.
Επιθυμείς και μένεις έτοιμος να στερηθείς.
Από πάνω σου γλιστρά
Η κάθε ξένη προς το σχήμα σου διάθεση.
Ζητάς της ψυχής το τίμημα
Κι' εσύ το χαρίζεις, σώμα ζωντανό και γαλήνιο.
Συνάντηση
λιτή με το απόλυτο,
Γυμνό μυστήριο.
Μορφή γλυτωμένη απ' την ανάγκη.
Μουσική του ενός ήχου υψώνεσαι
Θεία ικανότητα δοσμένη ανθρώπινα.
Δεν
σε παίδεψε η αγάπη
Που είναι αμφιβολία,
Καημός κι' υποταγή οδυνηρή
Κι' ας έχεις στο βλέμμα
Τη θαυμάσια ανθρώπινη μελαγχολία,
Εργο
του ανθρώπου εσύ,
Εκείνου που αγάπησε τη ζωή του
Σε δόξα αγέρωχη και σεμνή.
«Tι
νέοι που φτάσαμεν εδώ, στο έρμο νησί, στο χείλος
του κόσμου, δώθε απ’ τ’ όνειρο και κείθε από τη γη!
Όταν απομακρύθηκεν ο τελευταίος μας φίλος,
ήρθαμε αγάλι σέρνοντας την αιωνία πληγή.
Mε
μάτι βλέπουμε αδειανό, με βήμα τσακισμένο
τον ίδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός,
νιώθουμε τ’ άρρωστο κορμί, που εβάρυνε, σαν ξένο,
υπόκωφος από μακριά η φωνή μας φτάνει αχός.
H
ζωή διαβαίνει, πέρα στον ορίζοντα σειρήνα,
μα θάνατο, καθημερνό θάνατο και χολή
μόνο, για μας η ζωή θα φέρει, όσο αν γελά η αχτίνα
του ήλιου και οι αύρες πνέουνε. Kι είμαστε νέοι, πολύ
νέοι,
και μας άφησεν εδώ, μια νύχτα, σ’ ένα βράχο,
το πλοίο που τώρα χάνεται στου απείρου την καρδιά,
χάνεται και ρωτιόμαστε τι να ‘χουμε, τι να ‘χω,
που σβήνουμε όλοι, φεύγουμ’ έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά!»
10. Ηλίας Σιμόπουλος Εφηβεία
Τι
όμορφο που ήτανε
το παραμύθι της άνοιξης
τα κυριακάτικα πρωινά
με τις καμπάνες του 'Αη-Σπυρίδωνα
σε μιαν εξαίσια μουσική συναυλία-
όταν ανεβαίναμε
τα μαρμάρινα σκαλοπάτια
όταν κατεβαίναμε
τους κήπους με τις τριανταφυλλιές
όταν δεν υπήρχε χτες
ούτε σήμερα
ούτε αύριο
παρά μονάχα τα ηλιοκαμένα μας σώματα
με τα πλατιά στέρνα, τα γερά μπράτσα
τα εφηβικά μας όνειρα
που δεν υποψιάζουνταν τα δόντια της φθοράς
ο δίχως σύνορα ουρανός
κι ο στρατηλάτης άνεμος
που 'φερνε τα μηνύματα
μιας άνοιξης αιώνιας
Τι όμορφο που ήτανε
το παραμύθι της άνοιξης!
Ω νεότητα
Πληρωμή του ήλιου
Αιμάτινη στιγμή
Που αχρηστεύει το θάνατο Οδυσσέας Ελύτης ,Προσανατολισμοί
Με αφορμή την παγκόσμια ημέρα νεολαίας (12 Αυγούστου) οι Φιλολογικές Ματιές παρουσιάζουν 20 υπέροχα και διαχρονικά τραγούδια, που περιέχουν στον τίτλο τους τη λέξη "νέος". Την επιλογή των τραγουδιών έκαναν ο Κώστας Τσιαχρής, ο Γιάννης Ανταίος και η Αναστασία Μπαρδαμάσκου. Η κατάταξη των τραγουδιών κάθε άλλο παρά αξιολογική είναι και έγινε με τρόπο που να περιλαμβάνει όλες τις εποχές και όσα περισσότερα είδη μουσικής γίνεται.
1. Van Morrison The way young lovers do
Περιέχεται στο θρυλικό άλμπουμ του Astral weeks του 1968
2. David Bowie Young Americans
Από το ομώνυμο άλμπουμ του 1975 , σε μία στροφή του καλλιτέχνη προς τον soul ήχο
3. Tears for fears advice for the young at heart
Ήταν το τρίτο single από το άλμπουμ The seeds of love του 1989, στο οποίο επιχειρούσαν μία κατάδυση στον ψυχεδελικό ήχο του Sergeant Pepper's
4. Nat King Cole Too young
Κυκλοφόρησε το 1951 και πήγε στο νούμερο 1 του καταλόγου επιτυχιών της Αμερικής
5. Billy Joel Angry Young man
Εμφανίζεται στο έκτο άλμπουμ του καλλιτέχνη Turnstiles του 1976
6. Michael Jackson P.Y.T. ( Pretty young thing)
Από το περίφημο Thriller , κυκλοφόρησε ως single το Σεπτέμβριο του 1983
7. Jethro Tull Too old to rock n roll too young to die
Από το ομώνυμο ένατο άλμπουμ του συγκροτήματος του Ian Anderson
8.Adele When we were young
Ένα από τα καλύτερα τραγούδια από το πρόσφατο περσινό άλμπουμ της
9. Alphaville Forever Young
Από το ομώνυμο άλμπουμ του 1984, μα πολύ μεγάλη επιτυχία της εποχής, από ένα γερμανικό ποπ συγκρότημα
10. Frank Sinatra You make me feel so young
Σύνθεση του Josef Myrow από το 1946 και ένα υπέροχο ερωτικό τραγούδι του μεγάλου ερμηνευτή
11. The Jam When you're young
Κυκλοφόρησε ως single τον Αύγουστο του 1979 από την εταιρεία Polydor , με δεύτερη πλευρά το "Smithers-Jones" και σκαρφάλωσε στο νούμερο 17 του βρετανικού καταλόγου επιτυχιών.Οι Jam, πρωτεργάτες της αναβίωσης του mod κινήματος στα τέλη της δεκαετίας του 70, ήταν το συγκρότημα του Paul Weller
12. Eric Burdon and the Animals When i was young
Κυκλοφόρησε ως single το 1967 και αναφερόταν στη ζωή του πατέρα του Eric Burdon και στις δικές του νεανικές περιπέτειες. Διασκευάστηκε έπειτα από πολλά punk και heavy metal συγκροτήματα
13.The Killers When you were young
Από το άλμπουμ Sam's Town toy 2006 , ήταν το πρώτο single και μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες τους
14. Journey Only the young
To τραγούδι κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1985 και περιλαμβανόταν στο soundtrack της ταινίας Vision Quest
15. Elvis Presley Young and beautiful
Γραμμένο από τους Aaron Schroeder και Abner Silver, ήταν το τελευταίο τραγούδι στο περίφημο φιλμ του 1957 Jailhouse rock
16. Pink Floyd Young Lust
Από το κλασικό άλμπουμ του 1979 The Wall
17. Aaliyah Young Nation
Από μία αδικοχαμένη εξαιρετική μαύρη τραγουδίστρια και το άλμπουμ Age ain't nothing but a number toy 1994
18. Alice in Chains We die young
Από το συγκρότημα του Seattle , κυκλοφόρησε τον Ιούνιο του 1990 ως EP single
19. Bob Dylan Forever young
Περιέχεται στο δέκατο τέταρτο άλμπουμ του μεγάλου τραγουδοποιού Planet Waves του 1974
20. Jay Z Young Forever
Από το The Blueprint 3 του 2009 , με παραγωγό τον Kanye West και samples από το Forever Young των Alphaville
Λέω πως ζω
κι όταν με ρωτούν πως τα πάω
απαντώ
"σπίτι - δουλειά
δουλειά-σπίτι"
Κάθε πρωί κατεβάζω τα σκουπίδια
με προσοχή μην σχιστούν οι σακκούλες
Προσέχω μην συναντήσω τον γείτονα
αποφεύγω τον σκύλο που μισώ
δεν ανοίγω το γραμματοκιβώτιο
κατοικούν μέσα του Κέρβεροι
κι ένας Προκρούστης που θέλει δουλειά.
Αν του την δώσω τι θα λέω
όταν με ρωτούν αν ζω;
Ζω σπίτι;
Σχολιάζει ο Κώστας Τσιαχρής
Λένε πως τα πιο φοβερά πράγματα φορούν πάντοτε τις πιο αθώες λέξεις. Αγγίξτε προσεκτικά το παραπάνω ποίημα, για να νιώσετε την ένταση μέσα από τον ήρεμο παφλασμό στις φλέβες του. Δεν υπάρχει τίποτε το επικίνδυνο στις λέξεις του, ίσως μόνο τα τέρατα που εμφανίζονται ως απωθήσεις σε έναν χώρο εσκεμμένα ανεξερεύνητο, κι όμως η απειλή είναι αδιόρατα παρούσα, το σκηνικό έχει ήδη στηθεί, χωρίς να υπάρχουν καν τα πρόδηλα υλικά, ας πούμε απεικονίσεις, προβολείς, αντικείμενα. Ο φόβος βγάζει το κεφάλι του από κάθε στίχο, εισχωρεί μέσα στο σώμα του αφηγητή και του αναγνώστη σαν άρωμα, κολυμπάει στις σκέψεις του χωρίς να υπάρχει έτοιμο ποτάμι. Από την συγκαταβατική αποδοχή της ανάγκης να εξακολουθεί κανείς να ζει [«Λέω πως ζω» ], από τον εγκλωβισμό στο χιαστό σχήμα μιας αδιάκοπης πλήξης ["σπίτι – δουλειά /δουλειά-σπίτι"], φτάνουμε κάποτε στις συγκαλυμμένες εκδηλώσεις αυτού του φόβου : φόβος να μη διαταραχθεί η τελετουργία των πιο κοινότυπων δραστηριοτήτων ["Κάθε πρωί κατεβάζω τα σκουπίδια με προσοχή μην σχιστούν οι σακκούλες"], φόβος να μην εκτεθεί το καλά θωρακισμένο εγώ στην ανεπιθύμητη επαφή με το άλλο ον, είτε αυτό λαμβάνει τη μορφή του ανθρώπου [«Προσέχω μην συναντήσω τον γείτονα»] είτε τη μορφή του ζώου [«αποφεύγω τον σκύλο που μισώ»] , φόβος για τα θηρία που τρυπώνουν μέσα στην καθημερινή αλληλογραφία κι αναστατώνουν την τόσο βολική ησυχία που ξαμολάει κανείς μέσα στο φρούριο της σάρκας του [«δεν ανοίγω το γραμματοκιβώτιο /κατοικούν μέσα του Κέρβεροι /κι ένας Προκρούστης /που θέλει δουλειά»]. Κι είναι κι αυτός ο Προκρούστης, ένα τερατώδες απείκασμα του υποσυνείδητου, που ζητάει αναπροσαρμογές στα μεγέθη, κόψιμο -τέντωμα, και που καιρός και διάθεση για τέτοιες ανατροπές ! Κι αν όπως λέει ο αφηγητής, δώσει δουλειά σ’ αυτό το τρομερό θεριό, τι θ’ απομείνει σ’ εκείνον; Τι θ’απομείνει παρά μόνο ένας νεκρός χώρος, μέσα τον οποίο απλώς θα κρύβει τα τρωτά του ;