οὐ μὲν δὴ κείνου γε μένος καὶ ἀγήνορα θυμὸν
τοῖον ἐμέο προτέρων πεύθομαι, οἵ μιν ἴδον
Λυδῶν ἱππομάχων πυκινὰς κλονέοντα φάλαγγας
Ἕρμιον ἂμ πεδίον, φῶτα φερεμμελίην·
τοῦ μὲν ἄρ᾽ οὔ ποτε πάμπαν ἐμέμψατο Παλλὰς Ἀθήνη
δριμὺ μένος κραδίης, εὖθ᾽ ὅ γ᾽ ἀνὰ προμάχους
σεύαιθ᾽ αἱματόεν‹τος ἐν› ὑσμίνηι πολέμοιο,
πικρὰ βιαζόμενος δυσμενέων βέλεα·
οὐ γάρ τις κείνου δηίων ἔτ᾽ ἀμεινότερος φὼς
ἔσκεν ἐποίχεσθαι φυλόπιδος κρατερῆς
ἔργον, ὅτ᾽ αὐγῆισιν φέρετ᾽ ὠκέος ἠελίοιο
........................
Τη φούρια εκείνου
Την ατράνταχτη καρδιά του
Δεν απόκτησε κανένας
Έτσι άκουσα από τους παλιούς
που με τα μάτια τους τον είδαν
Κονταροφόρο
να σαρώνει τις πυκνές τις φάλαγγες
των αλογόμαχων Λυδών
στην πεδιάδα του Έρμου
Μήτε η Παλλάδα κάκιωσε
για την αδείλιαστη μανία της καρδιάς του
Όταν στη δίνη του αιματόβρεχτου πόλεμου
ορμούσε ανάμεσα στα πρώτα παλληκάρια
κι ας τον έζωναν πικρά τα βέλη των εχτρών
Κι ούτε ένας άντρας
μέσα στους εχτρούς
να παραβγεί καλύτερος του
δεν μπορεί
Που να ορμάει
σαν ήλιος γοργοτάξιδος
με τις αχτίδες του
στη δυνατή βουή της μάχης
Κ.Τσιαχρής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου